ΒΙΚΤΩΡΙΑ ΚΑΠΛΑΝΗ

ΒΙΚΤΩΡΙΑ ΚΑΠΛΑΝΗ

Κυριακή 9 Αυγούστου 2015

Η ΑΓΝΩΣΤΗ ΦΙΛΗ (2015)


Πρόσωπα του μύθου
επάλληλοι διπλοί καθρέφτες
μέσα στο λαβύρινθο του ιστορείν
λόγια φτερωτά τους δίνουν σχήμα και μορφή
επαναλαμβάνουν τα λάθη τους
για να υπάρξουν
θρυλούν τα πάθη τους
σε ευήκοα ώτα
πρόσωπα συμπαγή
αντιστέκονται στων βροτών τα είδωλα
ο ανίδωτος κόσμος  της σκιάς
η μοίρα

παρουσία αναπαράσταση
μια ιλιγγιώδης εναλλαγή
απροσχημάτιστη
ψηφιακή νωπογραφία

είδωλα σκιές ινδάλματα του μύθου
μας επινοούν
χαμογελούν με νόημα στις συμπτώσεις
μας δίνουν το άλλοθι
της αποταύτισης
τα πρώτα βήματα
του δικού μας πεπρωμένου.





Η Αριάδνη μένει εδώ  


(2011-2012)    

Σπονδή στη Σίκινο


1.

Από το πλοίο αχνοφέγγει του νησιού το περίγραμμα
παίρνω πάλι το δρόμο και την αναζητώ
θα’ χει –λέω- μεγαλώσει
θα σε κοιτάζει τώρα με το δικό της πρόσωπο

χάθηκε μέσα σε ρόλους αλλότριους
μιλούσε με τα λόγια των άλλων
ο χρόνος την τύλιξε σε ένα προστατευτικό μανδύα
την άφησε απέξω από κάθε εξουσίας τα διακυβεύματα  
η ιστορία δεν την περιέχει

του ξέφυγα
πέταξα το χρυσό στεφάνι του
κι έφυγα κρυφά μια νύχτα για τούτο το νησί
ένας μύστης του φωτός μου έδειξε το δρόμο

εγώ η ιέρεια των αρχαίων καιρών
ελεύθερη από τα δικά του θεϊκά προστάγματα
ανάβω τις νύχτες τα ταπεινά καντήλια της Παντοχαράς

ο χρόνος απ’ την αρμύρα ξεθώριασε
το φως πέφτει στοργικά
πάνω στις μορφές των ανθρώπων
αραχνοΰφαντο το βλέμμα της
διαπερνά την πύλη των ονείρων
διακρίνει τις αντιστάσεις
τις λεπτοφυείς αποχρώσεις  της απουσίας
κι εγώ μια κατασκευή από θραύσματα
παλαιάς ληκύθου στην τέφρα της σιωπής
περιπλανιέμαι στο νησί
ο ρυθμός του κύματος
ο ρυθμός της ζωής μας

«θρήνησε, μόνο αν χάσεις τη θάλασσα»

Αντάμωσα προς στιγμήν την Αριάδνη
παιδούλα στα έρημα καλντερίμια του νησιού
ξερολιθιές, ελιές και σκίνα
στη σαγήνη του λυκόφωτος παραδομένα
εκείνη ατάραχη
«μέσα από δω είναι το μονοπάτι που αναζητάτε
της συμφιλίωσης
το δικό σας μονοπάτι»

Το βλέμμα μου μετρά τα σπίτια
τη γεωμετρία του χώρου καταγράφει η ψυχή
αναγνωρίζει

φυσάει δυνατά
μια δύναμη από το σώμα
με ταξιδεύει

«ξέχασες το τετράδιο και το μολύβι σου»

χώμα οι λέξεις
κοχύλια σπασμένα βότσαλα της αρμύρας



 6.

Διάφανα τα περιγράμματα των νησιών
λίγο πριν από τη Δύση.
σπαρμένες ευλογίες τα μικρά ξωκλήσια
δείχνουν το δρόμο

το σταφύλι γλυκαίνει
μικρά κλήματα φορτωμένα τον ευεργετικό καρπό
αφυπνίζουν τους χυμούς του σώματος
τον άμετρο πόθο του έρωτα

φυσάει  ανάλαφρα τα βήματα ο αέρας
τρυφερό φως χαϊδεύει  το χώμα
η σκιά σου ξεθαρρεύει
ξεθωριάζει το ένδυμα του πένθους 

συνεχίζουμε την πορεία μας
το βιολετί χρώμα σκεπάζει τις πλαγιές
αγγίζει ευλαβικά το ναό της Επισκοπής
χαραγμένο απ’ τους καιρούς κι από τον πόνο
των ανθρώπων κουρσεμένο
αλλοτινό ιερό του Απόλλωνα
ο θεός πεισματικά αφανέρωτος στα αδιάκριτα βλέμματα
βάζει φωτιά στην ύβρη των ανθρώπων

θαρρώ μαζί μας μέσα στο πλήθος κι εκείνη
να γίνω ορατή εγώ η αόρατη;
Βαδίζει στα βήματα των προσκυνητών
αγγίζει με ιερό δέος τους τοίχους
ψηλαφεί με τρυφερότητα του χρόνου τα σημάδια
το σώμα της απαντοχή
χορδή άρπας μελωδική γραμμή
αθιβολή αποκοτιάς και πεθυμιάς οδύνη

εγώ η διπλή μοίρα
η γη κι ο ουρανός
το φως και του Άδη το σκοτάδι
το πάθος το αδάμαστο κι η αγνότητα μαζί
αστραφτερά βότσαλα ο θυμός μου
ρίχνεται στη δικαιοσύνη του νερού
υφαίνω τα σχέδια που η σκέψη του χαράζει
μερώνω τους ανέμους για το λινόπτερο ταξίδι του
τον απελευθερώνω από καρδιάς
να μη γνωρίσει ήττα

ο ήλιος βυθίστηκε σε ακολουθία νεφών
το φεγγαράκι ανηφόρισε
μια φέτα πορτοκαλιού
λαχταριστή εφευρετική στα θαύματα




 Η άγνωστη φίλη


(2012-2014)


με αφορμή φωτογραφίες του Μιχάλη Διονυσίου





Η μούσα στο ραγισμένο όνειρο



Οι αλήθειες της χρυσή βροχή
φώτισαν τη νύχτα το παράθυρο
το πρωί βρήκε θρυμματισμένα τα γυαλιά
οι πρώτες ηλιαχτίδες κυνηγούσαν τις σκιές
στο μισογκρεμισμένο σπίτι

φορά το καπέλο της σηκώνει το βλέμμα
αγναντεύει με ένα χαμόγελο από ψηλά
αφουγκράζεται τα λόγια της πόλης
καλεί, αναζητά, εντέλλεται
έτοιμη να πάρει το δρόμο
για τα ποτάμια, τα δάση, τις θάλασσες
μέσα από κει να επιστρέψει

αστραπή καίει τον πόνο
γυρίζει αδιάκοπα η ρόδα τη ψυχής
αλέθει ελπίδα και φόβο

βαδίζει στις σελίδες, έξω από τις σελίδες
όλα χωρούν μες στη γραφή
το σπίτι παίρνει σχήμα βαφτίζεται στα χρώματα
του πρωινού ονείρου

θα γυρίσει.




Η αναμονή


Πάλι η ίδια ιστορία
βρήκε τον τρόπο να επαναληφθεί
πάλι το ίδιο λευκό σεντόνι
σκεπάζει τη μνήμη του μέλλοντος

μετέωρα βήματα
κινούμενες σκιές
πρόκληση, υποσχέσεις
λύκων κραυγή δυσοίωνη
σαν σε παραίσθηση
κλάμα τρομαγμένου παιδιού
κρύσταλλοι σε σχήματα περίτεχνα
φευγαλέοι αντικατοπτρισμοί προσωπείων
χαράδρες δύσβατα περάσματα
ένα αηδόνι μοναχό
των γκρεμών τα άγρια ρόδα

εντολές χρόνων
σχεδίασαν επιμελώς
την ακινησία
απατηλή προστασία
της αναμονής.



Η άγνωστη φίλη



Ένα τετράγωνο
κάδρο κενό
ένα ερωτηματικό
ένα ξυλάκι κανέλας
ένα κλειδί του χαμένου σπιτιού
από σκουριασμένο σίδερο
τα φυλαχτά της
ο τοίχος
στο χρώμα της γης
ασφαλές, μητρικό, σιωπηλό
όλα όσα συμβαίνουν εκεί είναι κόσμος
ό,τι  ποθεί η ψυχή
και σχεδιάζει είναι κόσμος
η  σιωπή της
να συντονιστεί με μιαν άλλη
από το ρήγμα κρινάκι της αρμύρας
ο λόγος

Ένα τετράγωνο
ένα κλειδί
ένα ερωτηματικό στο λαιμό της κρεμασμένα
μενταγιόν μαγνήτης
προσανατολίζει το βλέμμα
να διασχίσει την απόσταση
μέχρι τον άγριο κήπο της καρδιάς της
πρόσωπο παιδιού
κορμί ανάλαφρο, μίσχος που ισιώνει
να χαιρετήσει τον ήλιο
κάθε φορά σε άλλη πόλη
στα χνάρια του χρόνου κεντάει
φύλλα πλανόδια μαντείες του αιθέρα
σε κάθε τόπο πλάθεται και γεννιέται εξαρχής
καθρεφτίζει στο σώμα του
τα αντιφεγγίσματα της δικής της μεταμόρφωσης

Την είδα στο λυκόφως
μιας καλοκαιρινής μέρας
η άγνωστη αιχμάλωτη της σκιάς μου
μου χαμογελά
στο άδειο κάδρο.




 Η Μικρή Σειρήνα στην πόλη



(2013-2014)




κάποτε έρχεται η στιγμή να ξαναγράψουμε
                             το  παιδικό μας παραμύθι 



1.

Διαγώνιες γραμμές
επάλληλα διαδοχικά τετράπλευρα
φωτεινά χρώματα στους τοίχους
το πάτωμα μετατοπίζεται και επανέρχεται
πάντα εντός των ορίων
η γυναίκα ασάλευτη κινείται

σιωπή
απόκοσμη μοναξιά
διαδρομές ιδεών

ο δρόμος φεύγει με ταχύτητα
παρασύρει το σώμα
γίνεται χρόνος ίλιγγος
ανέστια η σκέψη, η αγκαλιά κενή
άθυρμα παλίμψηστο
στα δεσμά  της επανάληψης

σκάλες οδηγούν σε τετράγωνα
ανοίγματα χωρίς έξοδο
αναβάσεις
περάσματα φωτός
διάδρομοι σκιάς

το αόρατο δίχτυ στο βυθό
όστρακα, κοχύλια, αστερίες και κοράλλια
εγώ ανάμεσα ούτε γυναίκα ούτε παιδί
προσμένω χρόνια την έξοδο
από του παραμυθιού τις εντολές
στου χώματος και του ουρανού
τον προϋπάρχοντα κόσμο

μια δεύτερη επιφάνεια
οθόνη εγγεγραμμένων εικόνων
χώρος υποδοχής παλαιών εντολών
νοητικό φράγμα
διακοπή της προοπτικής

σε παλιούς θαλασσινούς χάρτες
αποκεκρυμμένη η πατρίδα μου
η μνήμη των κυττάρων ξυπνά
μια ιδέα είμαι στοιχειό της εμμονής
θηλιές οι ερμηνείες μου κόβουν την ανάσα

πάρειμι εν κρυπτώ
ένα κουβάρι λέξεις
υπάρχω
στης πεθυμιάς σου το λεπίδι
χαράζει αύρα
ανθρώπου μοίρα την όψη μου
να φανερώσω στο φως

κάθε παρόν
στιγμή αόρατη ασύλληπτη
το εικονικό της ισοδύναμο
σπάει τα δεσμά του πραγματικού
αναζητά να σχετιστεί μαζί του εκ νέου

φευγαλέες μορφές απροσδιόριστες
ψιθυρίζουν μέσα από το σώμα μου
ακατάληπτες λέξεις χρησμούς
δεν ορίζω το λόγο
μετέωρη λεύκα της θάλασσας
ρίζες βαθιές στην άκρη του ορίζοντα
φυσώ τα άνθη μου στην πόρτα σου
το κρύσταλλο θολό
δεν μπόρεσα ποτέ να δω
την καθ΄ ομοίωσιν εικόνα
της αληθινής ζωής μου

ανεβαίνει τα σκαλοπάτια
οιονεί βωμός
στο δάπεδο ουρές
σκοτωμένων παγωνιών

μικρές τετράγωνες πλάκες
το αναβαλλόμενο ποίημα
κρύσταλλοι φθόγγων
ιδεών ανεμόδαρτες ψηφίδες
συλλαβές σπαράγματα αδόκητων στιγμών

της αγωνίας
η επάρατη σφραγίδα στην είσοδο

τώρα πάλι
οργανώνεται πεισματικά η λήθη
η ανωνυμία του θανάτου
επιστρέφει απειλητική

ασταθής ισορροπία
ο φόβος μολύνει το σώμα
αφανίζει τα πρόσωπα
η Αντιγόνη τρέχει πανικόβλητη στ’ αλώνι
πεδίο μάχης της κρυμμένης ζωής
κυλιέται στα στάχυα η απόγνωση
καθαιρείται ο θάνατος
ως τέλος μιας οργανωμένης ζωής

στην άκρη τα πολύχρωμα λουστρίνια
για την έξοδο




 6.

Η πόλη βυθίζεται στον ασέληνο ύπνο
οι γελωτοποιοί κι οι σαλτιμπάγκοι
τερατώδεις μάσκες μιας αδίστακτης εξουσίας
θα παραποιήσουν πάλι τις εικόνες της ελπίδας
γυρίζει το τσέρκι του χρόνου
τα θεμέλια της γης με το ρυθμό τους
μετατοπίζονται
τα αγριόχορτα σκέπασαν
ολόγυρα τη σπηλιά
απορρίμματα κατάλοιπα παλαιών στιγμών
φράζουν την είσοδο
η σκουριά των άκαμπτων κανόνων
εντυπωμένη στο βράχο

φίλησε τα χείλη μου
οι δονήσεις του βυθού ανάταση και τρόμος
η μνήμη έσβησε την εικόνα του καταρράκτη
του μυστικού σπηλαίου τη γέννηση
πέρασε τη μεγάλη θάλασσα
με ευφρόσυνα λικνίσματα
με παιχνίδια των νερών
τέλος εκ του ασφαλούς
κατέφυγε στα γνώριμα πεδία

η σκέψη ετοιμάζει μιαν έρημο
θρυμματίζεται κάθε εστία αντίστασης
φιγούρες κρεμασμένες με νήματα χρωματιστά
πλήττουν και πλήττονται
κινούνται όπου τα αόρατα χέρια
κάθε στιγμή αποφαίνονται

ένα εύθραυστο πλάσμα
δέρμα από πορσελάνη
πόδια που πατούν στης γης
τα σκουριασμένα καρφιά
στην ενέδρα των ματιών σου
δίχως συνείδηση φύλου
οπτασία αέρινη
σε ρόλο γυναίκας

οσμίζεται απόψε
την αποφορά του καμένου ονείρου
ακούει τα σήμαντρα του κενού
αναλαμβάνει τα ροδοπέταλα
την τελετή της ευτυχίας σου

πίσω από τη σκηνή
ο εξάγγελος
ετοιμάζει την κάθαρση



13.

Κουράστηκαν τα λόγια
γυρεύουν έναν ίσκιο να ξαποστάσουν
μέρες φλύαρες φιμώνουν τη σιωπή
να μη μιλήσει

οι κήρυκες του θανάτου διαπρέπουν
οι νάρκισσοι της γραφής
ερωτοτροπούν με τυπωμένες σελίδες
διάζευξη, διαχωριστικές γραμμές, σύνορα
δοκιμασμένα, δόκιμα, αναλογικά, ψηφιακά
σε θάλασσα γη κι αέρα

εμείς -οι άλλοι
ανάμεσα μας αόρατος
ταυτοποιός καθρέφτης

ο κόσμος άνω-κάτω
πάντα το άδικο φονικό
πάντα κάτι λείπει κάτι πονά
η ομορφιά διώκεται
η απουσία της μας κρύβει
τις μαγικές συνδέσεις των πραγμάτων
το ξέφωτο του άλλου λόγου

χαρτιά, σημειώσεις, σενάρια
ακανόνιστα σύμβολα
αντικλείδια, οδηγοί
δεν ωφελούν
λόγιοι, γραφιάδες
μια διαβρωτική εξουσία
με ένδυμα αμνού

το βλέπει καθαρά
τροφή της φωτιάς το παράπονο
της φαντασίας τα απόνερα
τα πήρε η θάλασσα και πάνε

ονειρευόταν τόσο πολύ
ώστε λησμόνησε να ζήσει
πεθυμιές ζείδωρες, απλές και άλλες
μεγαλεπήβολες πιεστικές
άλλοτε πετούσαν με κέρινα φτερά
και άλλοτε χαμηλά το βάρος του νερού τις καταργούσε

από τα έγκατα της γης και τις ακρώρειες του αιθέρα
άλικο και κυανό ποτάμι η ζωή ρέει αδιάκοπα
στις σιωπηλές γωνιές της πόλης
αντιφεγγίσματα αγριεμένης σελήνης
                    ζωγραφίζουν αλλόκοτα σχήματα στην άσφαλτο
                  
                    φευγαλέα οδόσημα της μνήμης
                    μια πληγή βαθιά αποκοιμίζουν τη νύχτα οι άνθρωποι

η σκιά αίφνης εγκαταλείπει
τον αταξίδευτο ταξιδιώτη

                   ρίξε τη σχεδία στα απάνεμα νερά
                   το σώμα ξέρει τη διαδρομή
η άλλη οδός ευδαιμονίας