ΒΙΚΤΩΡΙΑ ΚΑΠΛΑΝΗ

ΒΙΚΤΩΡΙΑ ΚΑΠΛΑΝΗ

Κριτικές για "Η άγνωστη φίλη"

Λεωνίδας Γαλάζης


Ο Αναγνώστης   15 Ιουλίου 2015


Στο  βιβλίο Η άγνωστη φίλη, που είναι η τέταρτη ποιητική συλλογή της Βικτωρίας Καπλάνη, η ποιήτρια ενορχηστρώνει την ποιητική αφήγηση θεατρικά, δεδομένου ότι αυτή,  στις ενότητες Α’ και Γ’ του βιβλίου, εκφέρεται από δύο φωνές, που ανήκουν είτε στο ίδιο ποιητικό υποκείμενο είτε σε δύο διαφορετικούς ομιλητές. Αυτός ο ρητορικός τρόπος δεσπόζει και στο Σημείο φυγής (2013), που είναι η τρίτη της συλλογή, και επισφραγίζει τη “διπλότητά” του, όπως έχει επισημανθεί από τη Λ. Τσιριμώκου (“Η ποίηση κεντά σιωπηλά ερωτήματα”: Ο Αναγνώστης, 6 Ιουλίου 2014: http://www.oanagnstis.gr). Η έκδηλη, λοιπόν, θεατρικότητα στο νέο βιβλίο της Καπλάνη συνυφαίνεται με μια τραγική αίσθηση της ζωής, που απορρέει, ανάμεσα σε άλλα, από την αδυναμία επικοινωνίας (βλέπε τα μοτίβα του λαβύρινθου, των επάλληλων και ενίοτε θρυμματισμένων καθρεφτών, των φόβων, των ονείρων), και από άλλα θεματικά στοιχεία, όπως είναι η σύγκρουση με την εξουσία και η συντριβή, η αέναη αλλαγή και ο χρόνος, ο έρωτας και η φθορά. Στην ποιητική γραφή συγχωνεύονται αφενός ο μύθος της Αριάδνης (Ενότητα Α’) και η μορφή της μικρής σειρήνας, την οποία η ποιήτρια αντλεί από το ομώνυμο παραμύθι του Άντερσεν (Ενότητα Γ’), και αφετέρου τα διακείμενα από τον Ερωτόκριτο του Β. Κορνάρου, χωρίς να λείπουν και οι αναφορές σε πολιτισμικά μορφώματα του αρχαίου και του μεσαιωνικού ελληνισμού, με έμφαση στη θρησκευτική του διάσταση, ενώ η μεταφυσική του αιγαιοπελαγίτικου τοπίου που δεσπόζει στη συλλογή παραπέμπει στην ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη, η μορφή του οποίου συνδέεται με την Παναγία Παντοχαρά της Σικίνου.

Τα 41 ποιήματα της συλλογής Η άγνωστη φίλη, με εξαίρεση το προλογικό “[Πρόσωπα του μύθου]”, αρθρώνονται σε τρεις ενότητες: Α’. Η Αριάδνη μένει εδώ, Β’. Η άγνωστη φίλη, Γ’, Η Μικρή Σειρήνα στην πόλη. Ο ρητορικός τρόπος της “διπλής εκφοράς” του ποιητικού λόγου από τις διακριτές φωνές εντοπίζεται στις Ενότητες Α’ και Γ’. Τα ποιήματα της ενότητας Β’ γράφτηκαν “με αφορμή φωτογραφίες του Μιχάλη Διονυσίου” (ας σημειωθεί ότι και η ενότητα “Φωτο-Παίγνια” στο Σημείο φυγής περιλαμβάνει ποιήματα που “γράφτηκαν για την ομώνυμη σειρά φωτογραφιών του Λάζαρου Ιωαννίδη”) (Σημείο φυγής, Αθήνα, Γαβριηλίδης, 7). Τα επτά ποιήματα της ενότητας Α’ και τα 16 της ενότητας Γ’ αριθμούνται χωρίς να φέρουν τίτλους, στοιχείο που παραπέμπει στη συγγραφική πρόθεση της δημιουργίας ποιητικών συνθέσεων που συνδέονται με ισχυρούς συνεκτικούς αρμούς, λειτουργώντας στο πλαίσιο μιας ευρύτερης σύνθεσης. Λαμβάνοντας υπόψη τους κοινούς στις δύο ενότητες ρητορικούς τρόπους και τις υφολογικές συγκλίσεις που τις συνέχουν, θεωρούμε ότι και η δεύτερη ενότητα εντάσσεται λειτουργικά στο όλον της ευρύτερης ποιητικής σύνθεσης, καθώς σ’ αυτήν κυριαρχούν οι κυριότεροι θεματικοί άξονες αλλά και τα επιμέρους θεματικά στοιχεία και μοτίβα των άλλων δύο ενοτήτων, μολονότι εδώ δεν εντοπίζεται η διφωνική εκφορά του λόγου.

Η διφωνική αυτή εκφορά δεσπόζει στις ενότητες Α’ και Γ’: Η ποιητική αφήγηση αρχίζει στην ενότητα Α’ από μια γυναίκα της εποχής μας, η οποία έχει και τον τελευταίο λόγο στο έβδομο ποίημα. Ο εκφερόμενος λόγος της σύγχρονης γυναίκας σημαίνεται με όρθια γράμματα. Με πλάγια διακρίνεται ο λόγος  της γυναίκας των παλαιότερων εποχών, στον οποίο συγχωνεύονται οι φωνές των πλασμάτων του μύθου και του παραμυθιού. Αυτό το ποιητικό υποκείμενο έχει και τον τελευταίο λόγο στην ενότητα Γ’ (και στη σύνολη ποιητική σύνθεση). Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι ο τελευταίος λόγος της διαχρονικής γυναίκας, στο καταληκτικό ποίημα του βιβλίου, αποτελεί προέκταση του εναρκτήριου λόγου της σημερινής γυναίκας στο πρώτο ποίημα της συλλογής:



Από το πλοίο αχνοφέγγει του νησιού το περίγραμμα
παίρνω πάλι το δρόμο και την αναζητώ
θα ‘χει -λέω- μεγαλώσει
θα σε κοιτάζει τώρα με το δικό της πρόσωπο [...] (σ. 11)



Το μοτίβο της ερωτικής αναζήτησης, που εντοπίζεται στους πιο πάνω στίχους, διευρύνεται στους καταληκτικούς στίχους της συλλογής και αποκρυσταλλώνεται στο θέμα της αέναης κι ανειρήνευτης αναζήτησης, κατά το πρότυπο του Οδυσσέα:



[...] η ζωή αρχίζει έξω από το λαβύρινθο
               όταν ο μίτος πέσει στα κύματα
               γίνει φανός θυέλλης
               ξαποστάσει στους φάρους των λιμανιών
               τότε οι άνθρωποι κλείνουν της ζωής τους
               τα μισογραμμένα κεφάλαια και αλλάζουν ρότα. (σ. 95)

 Αν, μάλιστα, ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η διαχρονική γυναίκα της ενότητας Α΄είναι η Αριάδνη, «ιέρεια των αρχαίων καιρών και του ιερού γάμου» (σ. 11), ο έρωτας, που είναι μια από τις δεσπόζουσες ισοτοπίες ολόκληρης της συλλογής, προσλαμβάνει μιαν ευρύτατη κοσμολογική διάσταση. Η μορφή της ιέρειας Αριάδνης είναι απόκοσμη και εξωλογική: («θαρρώ μαζί μας μέσα στο πλήθος κι εκείνη / να γίνω ορατή εγώ η αόρατη; / Βαδίζει στα βήματα των προσκυνητών / αγγίζει με ιερό δέος τους τοίχους / [...] το σώμα της απαντοχή / χορδή άρπας μελωδική γραμμή / αθιβολή αποκοτιάς και πεθυμιάς οδύνη [...]» (21). Ταυτόχρονα, είναι μια γυναίκα «σαν όλες τις άλλες», μολονότι την ίδια στιγμή είναι προστάτιδα και καταφυγή όλων όσοι αναζητούν την αυτογνωσία (σ. 21). Τα ξωκλήσια της Σικίνου είναι οι χώροι των περιδιαβάσεών της και το σπίτι της βρίσκεται κοντά στο ιερό της Παντοχαράς, «να ’ρχεται η φωνή του ποιητή / να απολαμβάνει δειλινό / και επίγειο παράδεισο». Ο ποιητής εδώ δεν είναι άλλος από τον Οδυσσέα Ελύτη (http://www.tovima.gr/culture/article/?aid=414471 09/08/2011, πρόσβαση: 21/06/2015), που φαίνεται να είναι ένας από τους δασκάλους της Βικτωρίας Καπλάνη, και στον οποίο η ίδια αποτίει φόρο τιμής, με τα ποιήματα της Α’ ενότητας του βιβλίου.

Παράλληλα, στην ενότητα Γ΄της συλλογής συνυφαίνονται οι φωνές της μικρής σειρήνας του παραμυθιού και της σύγχρονης γυναίκας, με τη χρήση της τεχνικής του εσωτερικού μονολόγου, αν θεωρήσουμε ότι η γυναίκα της εποχής μας φέρει εντός της περισσότερες από μία φωνές ή ταυτότητες, ή του διαλόγου, αν δεχτούμε την άποψη ότι η γυναίκα του μύθου και του παραμυθιού είναι ένα ξεχωριστό πρόσωπο της ποιητικής αφήγησης. Κατ’ αντιστοιχία, στην Α’ ενότητα μπορούμε να μιλήσουμε για εσωτερικό μονόλογο ή διάλογο. Η σειρήνα, λοιπόν, στην ενότητα Γ’ είναι μια έφηβος που προσμένει «χρόνια την έξοδο / από του παραμυθιού τις εντολές / στου χώματος και του ουρανού / τον προϋπάρχοντα κόσμο» (53). Ενώ η γυναικεία μορφή της πρώτης ενότητας (Αριάδνη) κινείται συχνά σε ημιορεινές περιοχές, η μικρή σειρήνα της ενότητας Γ΄κινείται στο θαλασσινό τοπίο («κοραλλένιοι τοίχοι / παράθυρα από κεχριμπάρι /στέγη με όστρακα στρειδιών [...]» (σ. 56) και επιδιώκει τη συνάντηση με τον αγαπημένο της στο οποίο απευθύνεται, επιδίωξη που στη συνέχεια γίνεται πόθος ([...] στο κατώφλι της πόρτας σου / φέγγει ο πόθος μου» (σ. 66). Ας σημειωθεί ότι και σ’ αυτή την ενότητα η γυναικεία μορφή είναι εξωλογική, απόκοσμη («’Εχω φωνή χροιά απόκοσμη / καθώς ανυψώνεται το σώμα μου / πάνω από την επιφάνεια του νερού») (σ. 74) και «ιδαλγός του ανέφικτου έρωτα» (σ. 78). Και στις δύο ενότητες ανιχνεύεται η διαρκής επιδίωξη των ποιητικών υποκειμένων να συναντηθούν και να επικοινωνήσουν. Πιο συγκεκριμένα, η σύγχρονη γυναίκα στην ενότητα Α΄φτάνει στο νησί και αναζητεί την ιέρεια Αριάδνη (σ. 11), τη συναντά πρόσκαιρα (σ. 12), και στη συνέχεια περιπλανιέται σε διάφορα μέρη, άλλοτε με την αίσθηση της απουσίας της και άλλοτε με την εντύπωση της νοερής και απόκοσμης παρουσίας της (σ. 21). Εξάλλου, στην ενότητα Γ΄ η επιδίωξη της συνάντησης και της επικοινωνίας είναι εσωτερικότερη και φαίνεται να οδηγείται σε τραγικό αδιέξοδο: φθαρμένες φωτογραφίες «από το τρωκτικό του χρόνου» (σ. 72), επώδυνη απουσία («η γυναίκα έφυγε από το κάδρο / τα ίχνη της αναζητούνται μέσα μας / υπόθεση καθαρά προσωπική») (σ. 76), τραυματική συναίσθηση του κενού («η σκιά αίφνης εγκαταλείπει / τον αταξίδευτο ταξιδιώτη») (86). Ας σημειωθεί ότι η ποιήτρια, ενώ στα πρώτα ποιήματα της ενότητας Γ’ βασίζεται στο παραμύθι “Η μικρή σειρήνα” του Άντερσεν, στη συνέχεια επιχειρεί να πλάσει τη δική της μικρή σειρήνα, υπονομεύοντας την παραμυθιακή αφήγηση, αν λάβουμε υπόψη ότι η σειρήνα της Καπλάνη αποφασίζει να ζήσει στην πόλη και όχι στον ωκεανό.

Στην ενότητα Β΄η ποιήτρια, μολονότι αφορμάται από φωτογραφίες του Μιχάλη Διονυσίου, αποφεύγει τη διπολική ποιητική αφήγηση. Το λυρικό ποιητικό εγώ άλλοτε αποδίδει τις εντυπώσεις του με χρήση του 1ου ρηματικού προσώπου (π.χ. «Κάρφωσα στο ξύλο / το σχοινάκι με τα κομμένα όνειρα / το δαχτυλίδι του Αυγούστου / το σημειωματάριο του φόβου [...]» (σ. 35), άλλοτε μονολογεί (χρήση 2ου ρηματικού προσώπου: π.χ.  «η σκιά σου πάντα εκεί / φορτωμένη αδικαίωτες στιγμές / προσωπεία ενοχής» (σ. 43)) και άλλες φορές επιλέγει την αποτύπωση των εντυπώσεών του με τη χρήση του 3ου ρηματικού προσώπου (π.χ. «φόβος το θεμέλιο της εξουσίας / σκορπίζει τον όλεθρο / ξηλώνει της αγάπης τα βλαστάρια / κόβει τις γλώσσες δένει πισθάγκωνα τα χέρια» (σ. 38). Βέβαια, με μεγαλύτερη συχνότητα χρησιμοποιείται στην ενότητα ο συνδυασμός της τριτοπρόσωπης ρηματικής εκφοράς με την απεύθυνση εις εαυτόν σε 2ο πρόσωπο, με δεσπόζοντα τον τόνο της συγκρατημένης και διόλου αισθηματικής λυρικής εξομολόγησης.

Εξετάζοντας, έπειτα, τους κυριότερους θεματικούς άξονες σε ολόκληρη την ποιητική συλλογή, διαπιστώνουμε ότι η βασανιστική επιθυμία για συνάντηση και η μη εκπλήρωσή της κυριαρχεί στις τρεις ενότητες του βιβλίου. Γύρω από τις μορφές της Αριάδνης και της

μικρής σειρήνας και με τη χρήση συμβόλων, όπως ο λαβύρινθος, ο μίτος, το πέλαγο, συνυφαίνονται οι συνδηλώσεις της αδυναμίας για επικοινωνία, της λήθης και της φθοράς (π.χ. «[...] την είδα στο λυκόφως / μιας καλοκαιρινής μέρας / η άγνωστη αιχμάλωτη της σκιάς μου / μου χαμογελά / στο άδειο κάδρο» (σ. 37).

Επιπλέον, με τον θεματικό άξονα της αδυναμίας για συνάντηση συνδέεται ένα κυρίαρχο γνώρισμα της ρητορικής δομής των ενοτήτων Α΄και Γ’ που είναι εκείνο του εσωτερικού μονολόγου ή διαλόγου (ανάλογα με την ερμηνευτική γραμμή που θα υιοθετήσουμε). Πιο συγκεκριμένα, ο αναγνώστης έχει την αίσθηση ότι οι διακριτές φωνές στις δύο ενότητες δεν συναντώνται και επομένως δεν διαλέγονται, παρά σε ελάχιστα σημεία. Με τη δεσπόζουσα χρήση της τεχνικής αυτής προβάλλεται η διάσταση ανάμεσα στην πραγματικότητα, την επιθυμία και το όνειρο, το τραγικό αδιέξοδο που βιώνουν σε κάθε περίπτωση τα ποιητικά υποκείμενα (ή το υποκείμενο που μονολογεί), καθώς βρίσκονται αντιμέτωπα με την εξουσία.

Η εξουσία, είναι ένας πολύσημος θεματικός άξονας στο βιβλίο, με συνδηλώσεις όχι μόνο πολιτικές αλλά και κοσμολογικές και μεταφυσικές: «[...] φόβος το θεμέλιο της εξουσίας / (σ. 38)» ή «ζωή αναρτημένη στο αγκίστρι της εξουσίας» (σ. 60) ή, τέλος, «[...] η εξουσία του λόγου / των άλλων σε κυβερνά / αιχμάλωτη στης φενάκης / τον ολισθηρό λαβύρινθο» (σ. 63). Συχνά η εξουσία ταυτίζεται με τη μοίρα (π.χ. σ. 65) και με τη ματαιότητα των ποικίλων σχέσεων νόμιμης ή αυθαίρετης επιβολής και καθυπόταξης, σε οποιοδήποτε επίπεδο ανθρώπινης δραστηριότητας («τέφρα πυρπολημένου κάστρου η επί γης εξουσία»: σ. 75), που δεν αποκλείεται να αφορά και τους λεγόμενους πνευματικούς ανθρώπους: «λόγιοι γραφιάδες / μια διαβρωτική εξουσία / με ένδυμα αμνού» (σ. 85).

Είναι, λοιπόν, Η άγνωστη φίλη ένα αξιόλογο ποιητικό βιβλίο, αν συνυπολογίσουμε τα πολλαπλά και παλίμψηστα σημασιολογικά, ρητορικά, υφολογικά και διακειμενικά επίπεδά του, που δεν είναι δυνατό να προσδιοριστούν και να αναλυθούν από την πρώτη ανάγνωση. Είναι επίσης, μια συλλογή που προσφέρεται για μια δειγματική εξέταση των τροπικοτήτων της πρόσληψης του Ερωτόκριτου στη νεοελληνική ποίηση του 21ου αιώνα (για παράδειγμα, μερικές φράσεις από τη συλλογή που παραπέμπουν στον Ερωτόκριτο είναι: «ορμητήριο ανέμων / φωλιά των πελελών πουλιών»: σ. 13, «απαγγέλλει πεθυμιές / ερμητικές κι ανέγνωρες»: σ. 19, «χορδή άρπας μελωδική γραμμή / αθιβολή αποκοτιάς και πεθυμιάς οδύνη»). Πάντως, από μια δειγματοληπτική δειρεύνηση του ζητήματος αυτού, διατυπώνουμε την υπόθεση εργασίας ότι η Β. Καπλάνη, διαλέγεται σε πολλά σημεία του βιβλίου της δημιουργικά με το πιο πάνω έργο του Β. Κορνάρου και σε καμιά περίπτωση δεν αρκείται σε απλή αναφορά των διακειμένων της, αλλά τα εντάσσει με τόλμη σε νέα συμφραζόμενα, εμπλουτίζοντας έτσι τις εκφραστικές δυνατότητες του ποιητικού της λόγου. Όμως η υπόθεση αυτή θα μπορούσε να διερευνηθεί διεξοδικά σε ξεχωριστή εργασία.



INFO: Βικτωρία Καπλάνη, Η άγνωστη φίλη, Αθήνα, Γαβριηλίδης, 2015.


(*) o Λεωνίδας Γαλάζης είναι ποιητής – Διδάκτωρ Νεοελληνικής Φιλολογίας



 

Κώστας Γ. Παπαγεωργίου

 ΠΟΙΗΤΙΚΑ τευχ. 20 Δεκέμβριος 2015


Η άγνωστη φίλη, Εκδόσεις Γαβριηλίδη, Αθήνα 2015


     Αναφορά σε γυναικείες μορφές του μύθου με την προσήνεια μιας κατακτημένης οικειότητας επιχειρεί η ποιήτρια, τουλάχιστον στα ποιήματα που συνθέτουν την ποιητική, την υφολογική, τη συναισθηματική ταυτότητα της ανά χείρας συλλογής της Βικτωρίας Καπλάνη. Σε μορφές που, περιβαλλόμενες προστατευτικά από την αύρα της μυθικής τους φήμης, διατηρούνται άφθαρτες• «αντιστέκονται στων βροτών τα είδωλα» και τους διδάσκουν δρόμους αυτογνωσίας και τρόπους συνείδησης της θνητής τους μοίρας. Κάπως έτσι η Αριάδνη, ένσαρκη, περιβαλλόμενη από τον μανδύα του
χρόνου, απρόσβλητη από κάθε ενδεχόμενο φθοράς, αδιάφορη κι έξω «από κάθε εξουσίας τα διακυβεύματα», ανέγγιχτη και αλώβητη από τα πισωγυρίσματα της ιστορίας, μοιάζει να θέλει να υπενθυμίσει στην ποιήτρια τον εγκλωβισμό και την υποταγή της στους ρυθμούς μιας ζωής καταδικασμένης να κυλάει τυφλά στις ράγες της καθημερινότητας και ότι η ανθρώπινη μοίρα δεν ορίζεται και δεν προσμετράται παρά μόνο με τα μέτρα της φθοράς.
     Η ποίηση και η φύση, εν προκειμένω, καλούνται και δέχονται να
διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο, συνδράμοντας το ποιητικό υποκείμενο στη νηφάλια και ελεγχόμενη προσπάθειά του να αναπροσδιοριστεί σε σχέση με τον εαυτό του και με τους άλλους, καθώς και να αντιμετωπίσει ισορροπιστικά τις εσωτερικές και τις εξωτερικές του εντάσεις. Η ποίηση αποτελεί το μοναδικό πεδίο όπου μπορεί κανείς να εμπειραθεί τρόπους κατάκτησης και άσκησης της ατομικής του ελευθερίας όπου από τη μια προσφέρονται, υπό προϋποθέσεις, τρόποι απαγκίστρωσης από τα γρανάζια μιας θορυβώδους και καθηλωτικής  στο ασήμαντο καθημερινότητας και από την άλλη παρέχεται η δυνατότητα να διακρίνει κανείς την άκρη του νήματος που θα τον οδηγήσει σε αυτό που πραγματικά είναι. Η φύση εξάλλου αποτελεί το προσφορότερο στον άνθρωπο πεδίο-σκηνικό πραγμάτωσης της υπέρτατης και πάντα ενδιάθετης -ακόμα κι αν δεν εκδηλώνεται- επιθυμίας του να διδαχθεί και να επικοινωνήσει με την ουσία της ύπαρξης του και την αλήθεια των πραγμάτων και των καταστάσεων, τον συνδράμει στην κάποτε αγωνιώδη προσπάθειά του να απελευθερωθεί, έστω προσωρινά, από τις αδήριτες ανάγκες του παρόντος.
     Τα σημαντικότερα ποιήματα της συλλογής συνθέτουν ένα οδοιπορικό που εκ πρώτης όψεως θα μπορούσε να χαρακτηριστεί φυσιοκρατικό-φυσιολατρικό, αφού το κυρίαρχο στοιχείο είναι μια εσώστροφη, συχνά ιδιότυπης ημερολογιακής υφής, εγγραφή-καταγραφή εντυπώσεων πραγματικών ή φανταστικών περιπλανήσεων σε τοπία και τόπους πρόσφορους για την αφύπνιση κατευναστικών σκέψεων και αισθημάτων. Παράλληλα και σε δεύτερο επίπεδο, τα ίδια ποιήματα συνθέτουν το οδοιπορικό της ποιήτριας προς τον εσωτερικό της κόσμο, εκεί όπου μπορεί, εν σιωπή, να ψαύσει ψήγματα του αληθινού της προσώπου, εν σιωπή, γιατί «η σιωπή αναπαύει την πολυπραγμοσύνη της συνείδησης», γιατί αυτή, η σιωπή, είναι εντέλει η πυξίδα που οδηγεί στον ουσιαστικό λόγο και στον πραγματικό κόσμο που επιμένει να υπάρχει και να εκπέμπει αιφνίδια και αναπάντεχα σημάδια και σήματα ενδεικτικά ή επιβεβαιωτικά της ύπαρξής του. Γι' αυτό και η ποιήτρια μοιάζει να έχει τυφλή εμπιστοσύνη σε όλα τα αιφνίδια και αναπάντεχα μηνύματα ή καλέσματα και ενδίδει ευφρόσυνα σε όλες τις πιθανότητες να συγκεκριμενοποιηθεί η διαχυμένη παντού και πάντα, ως ενδεχόμενο, ομορφιά, την οποία θεωρεί ως το μοναδικό έναυσμα, εφαλτήριο για την κατάκτηση κρυμμένων μέσα της δυνατοτήτων συχνά υπερβατικών, αφού ο δρόμος προς την υπέρβαση διαπερνά, διασχίζει τόπους και πράγματα απλά, καθημερινά, πλην όμως αιφνίδια φωτισμένα από το φως της ψυχής.
     Όσο για την «άγνωστη φίλη» («-Η άγνωστη αιχμάλωτη της σκιάς μου», λέει κάπου) μπορεί και να είναι ο άλλος άγνωστος εαυτός που κρύβει μέσα του ο καθένας που απαιτεί, αξιώνει, διεκδικεί τους δικούς του χαμένους χρόνους, αυτούς που έχουν χαθεί στις πτυχές του αντικειμενικού, του ρυθμιστικού της χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον καθημερινότητας χρόνου. Είναι -η άγνωστη φίλη- τα συγκροτημένα σε ένα πρόσωπα που στέργουν την ποιήτρια στην αναζήτηση ερεισμάτων και εναυσμάτων ζωής, που την ωθούν στους τρόπους ενός ιδιάζοντος εσωτερικού μονολόγου - ιδιάζοντος γιατί συχνά εκτρέπεται προς τον άλλο, αναζητώντας έναν αποδέκτη, που δεν αποκλείεται να υποκαθιστά ή και να παριστάνει η ίδια, δεδομένου ότι, πλήρης μνήμης και ζωντανών μυθικών και ιστορικών αποθεμάτων, μπορεί με φυσικότητα να μετέρχεται τρόπους του εγώ, του εμείς και τανάπαλιν, καθώς «το παλαιό πηγάδι ξυπνά / ποτίζει ρυθμικά τα θεμέλια του ιδιωτικού βίου». Σε έναν κόσμο όπου αισθάνεται να «μετακινούνται διαρκώς τα σημεία αναφοράς», μονίμως βιώνοντας την «αποδιάρθρωση των συμβόλων», αφήνεται με εμπιστοσύνη στη ρύμη του λόγου, στον προφανή ή στον συγκαλυμμένο ειρμό των σκέψεων, των συναισθημάτων και των διαχυμένων στην ατμόσφαιρα νοημάτων, με την προφανή ή την τεκμαιρόμενη πρόθεση να αμβλύνει και να διαστείλει τον αρραγή πυρήνα της υπαρξιακής της αγωνίας, αναζητώντας μέσα της τα ίχνη της γυναίκας του κάδρου και συχνά λειτουργώντας ως εκπρόσωπος όλων των ηλικιών που ως τώρα διάνυσε - απόδειξη της πνευματικής της ωριμότητας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου