ΒΑΓΓΈΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
(Εντευκτήριο τεύχος )
Όταν το βίωμα αγκαλιάζει
την ars poetica
Βικτωρία
Καπλάνη. Λευκές συνομιλίες. Αθήνα,
Γαβριηλίδης 2010,51 σελ.
Με την πρώτη
συλλογή της, Ήχοι- απόηχοι, που κυκλοφόρησε το 2007, η Βίκυ Καπλάνη μπήκε στη
σύγχρονη λογοτεχνική σκηνή σαν έτοιμη από καιρό: με κατασταλαγμένη γλώσσα και
λιτά φροντισμένη σκηνογραφία, με ολοκληρωμένο —παρά την εγγενή
αποσπασματικότητα του— βλέμμα, όπως και με μια βαθύτερη έγνοια τόσο για τη
φανέρωση όσο και για τη θεμελίωση της ποιητικής της. Σχολιάζοντας προ τριετίας
το βιβλίο της, είχα σπεύσει να προτάξω το ζήτημα της ποιητικής επειδή έφερνε
υποβλητικά στην επιφάνεια τις μεθόδους μέσω των οποίων κατανοείται, αλλά και
ασκείται η τέχνη της ποίησης, σ' ένα πλαίσιο σαφούς υποχώρησης και συρρίκνωσης
του δημόσιου λόγου της, που μειώνει μοιραία και το αναφορικό της βάρος.
Θέλω να μείνω
λίγο στο πρώτο έργο της Καπλάνη και στη σχέση σημαίνοντος και σημαινομένου.
Ό,τι προέχει και προξενεί τις καλύτερες εντυπώσεις στους Ήχους-αποήχους,
πηγάζει, για να ξεκινήσουμε από το σημαίνον, από την προσήλωση της ποιήτριας
στις τεχνικές προσέγγισης και επαναπροσέγγισης του αντικειμένου της, από την
αταλάντευτη εστίαση της προσοχής της στους τρόπους άρθρωσης και
σκηνοθεσίας των
υλικών της. Ως προς τι καταστάσεις και τα αισθήματα που στοιχειώνουν τη
στιχουργική των Ήχων-αποήχων, για να πάμε και στ σημαινόμενο, η Καπλάνη μοιάζει
με τυπικό παιδί της γενιάς της (της γενιά του 1980), με μια σειρά από καθιερωμένα
λίγο-πολύ μοτίβα να συγκροτούν τη θεματική της: η ζωή έχει χάσει οριστικά (και
δεν θα ξαναβρεί ποτέ) το μυθικό της χαρακτήρα, η μνήμη είναι αδύνατον να
καλμάρει τον παντελώς μάταιο πόθο της για επιστροφή σε μια πρωταρχική αθωότητα,
το πρόσωπο τριγυρίζει απεγνωσμένα γύρω από το απαστράπτον κενό του, ο χρόνος έχει
ξεφύγει από τις συμφωνημένες ακολουθίες του και στροβιλίζεται σ' ένα φάσμα
χωρίς αφετηρία και δίχως τέρμα ενώ ο προσανατολισμός ή η όδευσή μας προς τον
άλλο σκοντάφτουν κάθε τόσο πάνω στα κοτρόνια μιας σπαρακτικής απουσίας των
όντων. Τα πάντα σε ένα τέτοιο περιβάλλον δείχνουν να έχουν στραβώσει εν τη
γενέσει τους και κανείς δεν θα καταφέρει ποτέ να φτάσε στην οιαδήποτε λύση με
κανέναν, ακόμη κι αν όλοι καίγονται από την επιθυμία μιας σωτήριας (ή, έστω,
απλώς ανακουφιστικής) παραμυθίας.
Ο τρόπος με τον
οποίο η Καπλάνη υπερβαίνει στους Ήχους-αποήχου< αυτά τα σχεδόν ιδεοτυπικά
μοτίβα, προ κειμένου να απεικονίσει και, ενδεχομένως, να ξορκίσει τον ζόφο της
κατάρρευσης του σύμπαντος, αποτυπωμένο στη φτενή (κάποτε ακόμη και ευτελή ύλη
της καθημερινότητας, είναι η εκτεταμένη αποφόρτιση του λόγου του ζόφου, μια
αποφόρτιση η οποία, πίσω απ( τις εσκεμμένα ουδέτερες περιγραφές
και λέξεις η
φράσεις της, κρύβει την οδύνη ή και τον θρήνο για τη διάσπαση και την απώλεια των
πραγμάτων, αποσιωπώντας με ευστροφία τους ακρωτηριασμούς ή τα τραύματα τους.
Για να τελειώνω
με τους Ήχους- αποήχους, η Καπλάνη δοκιμάζει επίσης εδώ την τακτική της
ειρωνικής χρήσης των δισσών λόγων: ονομάζοντας την ανθρώπινη συνθήκη (στοιχεία,
εν πάση περιπτώσει, και τρίμματα μιας πολλαπλά συντετριμμένης ανθρώπινης
συνθήκης) δύο φορές, με τη ματιά της να προέρχεται από δύο αντικριστές σκοπιές,
καταλήγει όχι στην αντιβολή ή στην αντιπαράθεσή τους, αλλά σε μιαν όλως
ιδιότυπη —δεν ξέρω αν μπορώ να την πω διαμελισμένη— ανασύνθεση τους. Με μίτο τον
μίτο μιας Αριάδνης η οποία δείχνει να έχει υποστεί τις χειρότερες εκδοχές του
μύθου της (τη σφαγή ή τον εξανδραποδισμό της μετά την επιχείρηση διάσωσης του
Θησέα), η Καπλάνη ρίχνει σε όλα τα ποιήματα του πρώτου βιβλίου της ένα μεταμορφωτικό
φως, που λειαίνει τα παθολογικά εξογκώματα της καθημερινής περιπέτειας, χωρίς
να μας καταπραΰνει ούτε κατ' ελάχιστον ως προς τη νοσολογία ή την πιθανότητα
της θεραπείας τους.
Οι Λευκές
συνομιλίες υποδεικνύουν εκ πρώτης όψεως μιαν εκ νέου αδυναμία του ποιητικού
υποκειμένου να ανατάξει τη ζωή, να αποτινάξει το κενό του, να ανακαλύψει ένα
χρονικό καταφύγιο, να μυθοποιήσει τη μνήμη του ή να οδεύσει προς τον άλλο.
Τώρα, όμως, αυτά τα κατηγοριοποιημένα, όπως το έλεγα και πρωτύτερα, μοτίβα, που
λειτουργούν ως ένα είδος ρετσιτατίβο στους Ήχους-αποήχους (μια συνοδευτική
επένδυση για την κοινοποίηση των κανόνων της ars poetica), συγκαλύπτοντας το πάθος και τον πόνο
μέσα από την τυποποίησή τους, αποκτούν
αίφνης σάρκα
και οστά, για να μετατραπούν από προσχηματικό σύμπτωμα σ' ένα παγερά κοφτερό
ζωικό λεπίδι. «Παγερά κοφτερό» γιατί η ποιητική έκφραση της Καπλάνη δεν θα
μπορούσε ποτέ να προσφύγει στην ανάγκη της εξομολόγησης ή στους τόνους της
συναισθηματικής έξαρσης, ενώ μπορεί ανεμπόδιστα να αναμετρηθεί με τη βαθμιαία
αποκάλυψη (ένα βασανιστικά αργό ανασήκωμα του πέπλου) του βιώματος, που έρχεται
στις Λευκές συνομιλίες να δώσει στα τεχνικά μέσα και στην οντότητα της
ποιητικής ένα βαθύτερο, σαφώς υπαρξιακό νόημα.
Επιτρέποντας
στο ποιητικό της εγώ μια προτεταμένη λυρική λειτουργία, που μετασχηματίζει τον
διαμεσολαβημένο από πολλαπλές αφαιρέσεις ατομικό χώρο των Ήχων-αποήχων σε ορατό
βιωματικό σκηνικό, η Καπλάνη δεν θα πάψει να λειαίνει τα παθολογικά εξογκώματα
της καθημερινής περιπέτειας, με τη διαφορά ότι τώρα τα λειασμένα εξογκώματα θα
αποκτήσουν μια πολύ πιο απτή (να τη χαρακτηρίσω παλλόμενη;) παρουσία. Και σ'
αυτό το σημείο θα πρέπει να παραλείψουμε εκείνα τα κι όμως μέσα από τις λέξεις
μαθαίνεις, αυτό που είσαι κι αυτό που υπάρχει, κατά τα άλλα η ζωή σου δεν έχει
θέμα, μάταιες συναντήσεις και συναναστροφές, όπως και τα «write, write or die» (ουδέν σχόλιον, απόψε ο ρομαντισμός γιορτάζει), τα οποία
αναπαράγουν κάτι από το κλίμα των Ήχων- αποήχων, και να πάμε σε ό,τι όντως
συνέχει και ταυτοχρόνως συγκλονίζει τις Λευκές συνομιλίες, όπως το επικίνδυνα
βραδυφλεγές (πάντα η αντίσταση στην πλημμυρίδα του αισθήματος) παίρνει στροφή ο
χρόνος, δεν βλέπεις το δόκανο, στημένο καλά να πιαστείς, εντός του βρίσκεσαι
και δεν το γνωρίζεις, σπαρταράς λάφυρο εκλεκτό, το λαμπρά ερειπωμένο μετέωρη η ζωή
μου, χαρταετός και το σχοινί να σώνεται, κι άλλοτε με τα πόδια γυμνά, χαράζω
κύκλους σ' αναρριχώμενα άστρα ή το κρυφά απεγνωσμένο (πόση απόκρυψη ακόμη) το
βλέμμα σου με προσπέρασε, έγινα πέτρα, ράγισα στα δυο, κι υστέρα τίποτα, έδιωξα
την εικόνα σου, με αφορά πια.
Είναι, νομίζω,
καταφανές πως οι Λευκές συνομιλίες οδηγούν την Καπλάνη στην πλήρη συνταύτιση
σημαίνοντος και σημαινομένου. Βρισκόμαστε πια σε μια περιοχή όπου το βίωμα
διαχέεται εντός του πεδίου της τεχνικής και η ποιητική διαχέεται εντός του πεδίου
του βιώματος, με τους δισσούς λόγους των 'Ήχων -αποήχων να μετακινούνται από τη
διπλή κατονομασία και τις αντικριστές σκοπιές (υπενθυμίζω, μια διαμελισμένη
ανασύνθεση; στην αλληλοεπικοινωνία και την αλληλοσυμπλήρωση, που θα συντονίσουν
εν τέλει τα πλάγια και τα όρθια τυπογραφικά στοιχεία της συλλογής στ< ίδιο,
ενοποιημένο μήκος κύματος.
Με το πρώτο
βιβλίο της η Καπλάνη μάς έδωσε τις πλέον ανθηρές υποσχέσεις. Με το δεύτερο, ας
μην αμφιβάλουμε, βαδίζει στον δρόμο μιας εξαιρετικά γόνιμης ωριμότητας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου