Παρουσίαση του έργου του Κώστα Παπαγεωργίου
Κεντρική βιβλιοθήκη 11 Οκτωβρίου 2013Σχεδόν πενήντα χρόνια, από το 1966 μέχρι και σήμερα, ο Κώστας Παπαγεωργίου υπηρετεί με αφοσίωση και συνέπεια την υπόθεση της ποίησης. Δεν περιορίζεται μόνο στη γραφή ποιημάτων και ποιητικών πεζογραφημάτων, αλλά συνεχίζει να είναι ένας φιλοπερίεργος αναγνώστης, ο οποίος ερευνά προσεκτικά το ποιητικό πεδίο, εντοπίζει με οξυδέρκεια τις νέες φωνές που εμφανίζονται εκεί και με γενναιοδωρία προβάλλει το έργο τους στα «Ποιητικά», το περιοδικό που σήμερα διευθύνει. Μελετά με φιλολογική σχολαστικότητα και ευαισθησία παράλληλα, παλαιότερους και σύγχρονους δημιουργούς, γράφει δοκίμια και κριτικά σημειώματα για ποιητές και ποιήματα που αγαπά, επιμελείται ποιητικές ανθολογίες, εκδόσεις ποιητικών έργων, έχει συμβάλει στη γνωριμία του κοινού με τη νεότερη και σύγχρονη λογοτεχνία, μέσω του Κρατικού Ραδιοφώνου, με το οποίο είχε μια πολύ στενή και μακρόβια σχέση, ως παραγωγός εκπομπών λόγου, που αποτελούν πλέον σήμερα σημαντικό κεφάλαιο στην ιστορία του ραδιοφώνου και καταδεικνύουν τον σημαίνοντα πολιτισμικό του ρόλο.
Ποιητής της γενιάς της άρνησης, όπως
ο ίδιος έχει χαρακτηρίσει τη γενιά του, τη γενιά του 70, ο Κώστας Παπαγεωργίου
έχει διαμορφώσει το προσωπικό του κλειστό ποιητικό σύμπαν με τα δικά του υλικά,
επιλεγμένα πολύ προσεκτικά, με
επιμέλεια, σύμφωνα με τον τρόπο που ο ίδιος προσλαμβάνει τη φύση, την ιστορία
και την κοινωνία που τον περιβάλλουν. Ένας μικρόκοσμος, ένα σύμπαν οχυρωμένο
και περίκλειστο στο μεταίχμιο του ύπνου και της εγρήγορσης, ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι, τη ζωή και
το θάνατο, μια οιονεί θεατρική σκηνή
όπου ο πρωταγωνιστής, ερήμην των όποιων θεατών, ζει και κινείται στο
εφιαλτικό και τραυματισμένο εσωτερικό του τοπίο, συνομιλεί με τους νεκρούς, οι οποίοι τις περισσότερες
φορές δεν κατονομάζονται και δεν βιογραφούνται, τους νεκρούς που ανεξέλεγκτα
και σταθερά το επισκέπτονται, το ελέγχουν και το κυβερνούν. Μ’ αυτούς
συμπορεύεται και ενίοτε ταυτίζεται το ποιητικό υποκείμενο, το οποίο βλέπει
διαρκώς το επαπειλούμενο κενό και το θάνατο χωρίς αυταπάτες, πρόσκαιρες
παραμυθίες και δίχως να λησμονά. Ο θάνατος,
αόρατος, αυταρχικός σκηνοθέτης δεν ανέχεται καμιά παρέκκλιση από τις δικές του
οδηγίες. Η ελπίδα, οι ψευδαισθήσεις απόδρασης και μεταφυσικής σωτηρίας δεν
έχουν καμία θέση στο ποιητικό αυτό σύμπαν. Το άτομο βιώνει την οντολογική
μοναξιά του, την υπαρξιακή ενοχή του, το
στοιχειωμένο φόβο και τη διαρκή ψυχική κατήφεια από την αδιάκοπη αναμονή του
κακού ώστε δεν έχει περίσσευμα ενέργειας
για να ανακαλύψει τις ανθρώπινες ανάγκες του, πόσο μάλλον να μεριμνήσει για την
ικανοποίησή τους
Στο ποιητικό
σύμπαν του Παπαγεωργίου υπάρχει μια εικονοποιία με θητεία στο παράλογο και το
ζοφερό, που αναδεικνύει το σκοτεινό κομμάτι της ανθρώπινης ύπαρξης, το
καθημαγμένο από ανεπανόρθωτες υπαρξιακές βλάβες. Κυριαρχεί η αποκρουστική όψη του κακού σε πρώτο πλάνο
και το άτομο στέκεται απέναντί της, την αντικρίζει και μιλά γι’ αυτήν με μια
πεισματική εμμονή, μιαν αυτοτιμωρητική διάθεση, ναρκισσιστικά ηδονική. Τοπίο
του ποιήματος το σώμα. Αυτό
πρωταγωνιστεί και όχι το πρόσωπο. Το σώμα, το αινιγματικό πεδίο δράσης
του υποκειμένου και ταυτόχρονα το όριο που το χωρίζει, αλλά και το συνδέει με
τον κόσμο. Το σώμα, οι αισθήσεις και οι λειτουργίες του αντιδρούν στα
ερεθίσματα του περιβάλλοντος και μέσω αυτού βιώνεται ο κόσμος. Λέξεις κλειδιά
το αίμα, τα δόντια, τα σπλάχνα, η δυσοσμία, η δυσκολία της αναπνοής, η γλώσσα,
το στόμα επανέρχονται στη σύνθεση των εικόνων και μετασχηματίζονται σε σύμβολα
του ποιητικού του μύθου. Το πάσχον σώμα λειτουργεί ως τόπος μαρτυρίου.
Χειρουργική προσέγγιση του πόνου, η ποίηση ως ένα εσωτερικό, μοναχικό ταξίδι
φτάνει στον πυρήνα της ύπαρξης,
λειτουργεί ως ανατομία της οδύνης. Το
σώμα κουβαλά φορτία της οικογενειακής και φυλετικής μνήμης, φορτία που δεν του
ανήκουν, αλλά ταυτιζόμενο με τους προπάτορες,
τα χρεώνεται δια βίου. Ένα πρόσωπο που γεννιέται σημαδεμένο, ένα πρόσωπο
που επέλεξαν οι νεκροί να κουβαλά τα αδικαίωτα φορτία τους. Οι ηλικίες του
ρευστοποιούνται, κυλούν η μία μέσα στην άλλη, χωρίς να έχουν κλείσει τον κύκλο
τους, αδικαίωτες και εν τέλει αβίωτες. Ο ομφάλιος λώρος δεν έχει κοπεί, οι απόγονοι
κρατούνται συνδεδεμένοι και αδυνατούν να
αποσυνδεθούν από τους νεκρούς, αδυνατούν να αποποιηθούν τις εικόνες βίαιων
θανάτων. Παραμένουν ακρωτηριασμένοι.
Οι εικόνες των
ποιημάτων του συμπεριφέρονται ως υλικό ονείρου, διατηρούν τη ρευστότητα τους,
καθώς το άτομο καταδύεται με θάρρος και παρρησία στο βασίλειο της σκιάς, στον
χώρο που δεν ψεύδεται ποτέ και ανασύρει τους εφιάλτες του, που ασφυκτιούν και
γυρεύουν τη δύναμη του λόγου ως τροφή, ως ενέργεια για να αυτοσυντηρούνται. Ο
ύπνος μια πτώση στο κενό επίφοβη, καθώς ανασύρει τρομερά κι επώδυνα βιώματα
προσωπικά ή οικογενειακά, τραύματα και ενοχές που επιστρέφουν, δρουν μέσα του
ανεξέλεγκτα και καταπονούν το άτομο, προκαλώντας του αλλεπάλληλους
τραυματισμούς, αναπόφευκτους, τους οποίους εκείνο βιώνει αδιαμαρτύρητα, σχεδόν
ψυχαναγκαστικά.
Αυτό το
εφιαλτικό σκηνικό τίποτα ευοίωνο δεν προοιωνίζει. Ο υπαρξιακός φόβος πείσμων και ακατανίκητος κινεί τα νήματα. Στην παράνοια αυτής της
πραγματικότητας, η μέρα είναι μια καινούρια αρρώστια, το μέλλον είναι λησμονημένο
παρελθόν, ακόμη και τα άτομα που θα γεννηθούν είναι καταδικασμένα να ζήσουν
μέσα στο αρρωστημένο κλίμα. Ο κόσμος αυτός παράγει τέρατα κι επιταχύνει τη
φθορά σχεδόν με λαγνεία. Απ’ αυτό το παράλογο κι άρρωστο σύμπαν που οι νεκροί
το διαφεντεύουν και το κρατούν αιχμάλωτο στο φόβο, απουσιάζει η ανθρώπινη
επαφή, η ζωή είναι πεδίο βασανισμού του σώματος και της ψυχής, εφόσον
κυριαρχούν η σήψη, οι αποτρόπαιες οσμές της και η τρέλα.
Ο Κώστας
Παπαγεωργίου συνθέτει με μαστοριά τα εφιαλτικά του τοπία, η γλώσσα του μάχεται
την καλλιέπεια και την υπονομεύει, κρατά ωστόσο το δικό της ακριβολόγο ύφος και το δικό της
ρυθμό. Η σύνταξη μπορεί να παραβιάζεται, να διακόπτεται απότομα, να
μετεωρίζεται, ακολουθώντας τις λανθάνουσες διαδρομές του συνειρμού. Ελεύθερος
στίχος, ελλειπτικές αφηγήσεις, ροπή προς την αφηγηματικότητα κι ανάμεσά τους οι
δεκαπεντασύλλαβοι, ακέραιοι ή σπασμένοι στα δυο, έρχονται να θυμίσουν την
καταγωγή της ποίησης, τη γένεσή της, τη σχέση της με τη μουσική, μια μουσική
που διατρέχει υπόγεια και την ποίηση του Κώστα Παπαγεωργίου, καθώς όλο του το
έργο μπορεί να διαβαστεί και ως μια μουσική συμφωνία. Τα μουσικά μοτίβα εδώ
είναι φράσεις ή στίχοι που από τη μια
συλλογή περνούν στην επόμενη αυτούσιοι ή ελαφρώς παραλλαγμένοι. Κάθε συλλογή
μια συμπαγής ενότητα ποιημάτων, ένα μέρος αυτής της μουσικής συμφωνίας, αυτού
του έργου εν προόδω.
Ο Κώστας
Παπαγεωργίου εκδίδει τα πρώτα του ποιήματα το 1966. Όπως προκύπτει όμως από τη
συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του, (Αλεξάνδρεια, 2004), η οποία περιλαμβάνει οχτώ ποιητικές συλλογές
που είχαν εκδοθεί από το 1972-2000, αφετηρία του έργου του φαίνεται ότι θεωρεί
το 1972, όταν εκδίδεται το ποιητικό βιβλίο Επί πυγήν καθίσαι, όπου μπαίνουν τα θεμέλια της ποιητικής του. Βασικό
του μέλημα υπήρξε να συγκροτήσει την προσωπική του μυθολογία, να αρθρώσει όλο
αυτό το υλικό της σκέψης και των συναισθημάτων του με μια φωνή που να είναι η δική του
πραγματική φωνή. Εισέρχεται στην ποίηση με ένα ποίημα που αφορά τον τόπο και την πορεία του, την
ηθική και ιστορική του υπόσταση, με ένα ποίημα που παραπέμπει ρητά στο Διονύσιο
Σολωμό. Με δεκαπεντασύλλαβους, ανάμεσα
σε ελεύθερους στίχους, με διακριτούς απόηχους του δημοτικού τραγουδιού, που
συνομιλούν και συνυπάρχουν με τον κυρίαρχο αντιλυρικό βηματισμό του μοντέρνου
λόγου , ο Κώστας Παπαγεωργίου, τιμώντας τη ποιητική παράδοση, μπαίνει στην περιπέτεια της ποίησης. Ωστόσο από τον Σολωμό δεν επιλέγει τον
ιδανισμό αλλά τη ζοφερή πλευρά του. Επιχειρεί μικρές σε έκταση συνθέσεις, με
γλώσσα λιτή και κρυπτική, εστιάζοντας στην παρουσία και την καταλυτική δύναμη
του κακού που ελλοχεύει μέσα μας, βαραίνει
και εκλύεται ως φόβος, άγχος και ενοχή. Το άτομο υπό καθεστώς μόνιμης
απειλής, έχει χάσει κάθε προστασία υποστηρικτικού πλαισίου συλλογικότητας,
βιώνει το αίσθημα της συντριβής και του κενού και το αδύνατον της όποιας
επανόρθωσης. Σε αυτό το κλίμα και με τα
χαρακτηριστικά που περιγράψαμε πιο πάνω, συνεχίζεται το ποιητικό του έργο μέχρι
και την Κλεμμένη ιστορία 2000, την ιδιότυπη ποιητική αφήγηση, όπου η γλώσσα
καταδεικνύει στο μέγιστο βαθμό τη συνειρμική της διάπλαση, αξιοποιεί στο έπακρο
τις παύσεις, τις αυξομοιώσεις του ρυθμού και της έντασης. Με το κείμενο αυτό θα
βλέπαμε να ολοκληρώνεται και μια πρώτη
φάση του έργου του, η μέχρι στιγμής μακροβιότερη.
Περνώντας τώρα,
στον καινούριο αιώνα, στις τρεις τελευταίες συλλογές του Κώστα Παπαγεωργίου Το
μαύρο κουμπί, Η λύπη των άλλων και το Παιδικό Κουρείο, διαπιστώνουμε μια
αισθητή αλλαγή ύφους. Χωρίς να αλλάζουν η θεματολογία, η χρήση των συμβόλων και
η γνώριμη εικονοποιία των ποιημάτων του,
χωρίς να αναθεωρείται η στάση του απέναντι στη ζωή και την ποίηση, η γραφή του,
θαρρείς, μαλακώνει, γίνεται ηπιότερη. Υπάρχει μια εμφανής διαφοροποίηση στη
διάθεση με την οποία ο δημιουργός κοιτάζει τον εαυτό του και όσα συντελούνται
στο σύμπαν που δημιούργησε. Ό,τι πριν ήταν ενδυναμωμένος και αποτρόπαιος
εφιάλτης, τώρα ο εφιάλτης αυτός μοιάζει να έχει βιωθεί και να έχει γίνει
αποδεκτός με μεγαλύτερη ταπεινότητα, σοφία και αποδοχή. Μπορούμε να διαβάσουμε
αυτές τις συλλογές ως μια τριλογία, όπου ο ποιητής επιχειρεί έναν απολογισμό
ζωής και μιαν αυτοκριτική με σεφερικούς απόηχους. Εστιάζει στο στοιχείο της αποδοχής τόσο του
εαυτού ως έχει, όσο και του κυρίαρχου κακού και της θριαμβευτικής του
επικείμενης επέλασης. Αποδοχή και συμφιλίωση εξ ανάγκης, δίχως άλλη επιλογή,
που θα μπορούσε να θεωρηθεί και παραίτηση, γεγονός που προκρίνει την τραγική
διάσταση των κειμένων αυτών. Ο θάνατος εδώ παρουσιάζεται εντελώς
αποδραματοποιημένος και φυσικός. Οι εικόνες μολονότι συντιθέμενες με τα ίδια
μοτίβα, εντούτοις χάνουν τη σκληρότητα
τους, ο λόγος γίνεται πιο ανθρώπινος,
διακριτικά υπαινικτικός με μια χαμηλόφωνη υπόγεια δραματικότητα.
Το εναρκτήριο
τέλος οδηγεί σε κάποιες διαπιστώσεις, επιβάλλει ένα εσωτερικό ξεκαθάρισμα. Το
παιδί που «αρνήθηκε πεισματικά τη μάσκα ενός άντρα», με τα «πάντα νωπά και
ανεπούλωτα τραύματα της ηλικίας» έζησε και επιμένει να ζει στα δικά του
εσωτερικά τοπία, συναναστράφηκε τους νεκρούς του με αφοσίωση και ενσυναίσθηση,
κρατά την επαφή και τη σύνδεση μαζί τους κι αυτό με τίποτα δεν αλλάζει. Η
ακινησία, η παραίτηση από κάθε διεκδίκηση ευδαιμονίας, η αδυναμία οποιασδήποτε
αλλαγής είναι δεδομένες, αδιαπραγμάτευτες και σ’ αυτή τη στάση ζωής του ο
ποιητής εμμένει συνειδητά με επίγνωση και ωριμότητα.
Η λύπη σ’ αυτή
την τριλογία πρωταγωνιστεί. Λύπη ως διάθεση υπαρξιακή, αχώριστη συνοδός κάθε πράξης μαζί με τη ματαιότητα και το κενό. Το άτομο συνειδητά περιφέρεται σε έναν κόσμο όπου απουσιάζει η χαρά, όλα
αγοράζονται, έχει ξεψυχήσει το νόημα, η πραγματικότητα είναι αφιλόξενη και
εχθρικές οι οδοί. Η Ιστορία ωστόσο έχει
αφήσει ζωντανά τα ίχνη της, σε όσους μπορούν ακόμη να τα αναγνωρίσουν «εκεί που
χρόνια τώρα στοιβάζονται ακατάστατα των ηττημένων τα διανυόμενα χιλιόμετρα». Το
άτομο αντιλαμβάνεται τους άλλους που προσπαθούν να το πλησιάσουν, αλλά τα
αγκάθια της λύπης του λειτουργούν
αποτρεπτικά γι’ αυτούς. Η λύπη του το προστατεύει από τον κόσμο και σε
μεγάλο βαθμό του εξασφαλίζει τη μοναχικότητά του. Μόνο η μουσική διαπερνά το
αρραγές σώμα της λύπης.
Η ποίηση
λειτουργεί ως οξυγόνο, ως τροφή, ως μόνη δύναμη επιβίωσης. Οικογένειά του οι
λέξεις, το μελάνι, τα γράμματα, το άγραφο χαρτί και η γραφομηχανή. «Όσο για
μένα εγώ με εισιτήρια λέξεις, τώρα βρίσκομαι εκεί που υπέθεσα εξαρχής».
«Αξιώθηκα να δω τα πράγματα να σπαρταρούν στο αγκίστρι του ονόματός τους».
Μοιάζει οι λέξεις να λειτουργούν και αυθύπαρκτα, ως ζωντανοί οργανισμοί.
Παίζουν στα χαρτιά τα νοήματά τους, άλλες κερδίζουν, άλλες χάνουν και βιώνουν
την ήττα τους. Η μουσική των λέξεων γοητεύει και ας μην ξέρει η ακοή πώς
γίνεται το πέρασμα από τον ήχο στο νόημα. Άλλωστε όσο ακατανόητα κι αν μοιάζουν
τα ποιήματα, πολλοί από μας αρκούμαστε «στο άκουσμα μονάχα του ρυθμού, που
τσακισμένος βγαίνει, όπως τρεκλίζοντας μέσ’ από τα συρματοπλέγματα ενός
ερειπωμένου δεκαπεντασύλλαβου». «Γι’ αυτό σου λέω η αγάπη αρκεί».
Η γραφή του
Κώστα Παπαγεωργίου αυτοτροφοδοτείται και υπάρχει ως ένα αυτόνομο, αυθύπαρκτο,
αύταρκες σύμπαν, που κρατά όμως επτασφράγιστα τα μυστικά του, απαραβίαστη την
ιδιωτικότητά του και δεν επιτρέπει στον αναγνώστη να υπερβεί τα εσκαμμένα. Η ποίησή του μας φέρνει αντιμέτωπους με τη
σκιά μας και τους πιο μύχιους φόβους μας, αναμετριέται με το σθένος και τις
αντοχές μας, μας ξεβολεύει και ως εκ τούτου δεν μπορεί, όποιες και να είναι οι
προσωπικές επιλογές μας, να μας αφήσει αδιάφορους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου