ΒΙΚΤΩΡΙΑ ΚΑΠΛΑΝΗ

ΒΙΚΤΩΡΙΑ ΚΑΠΛΑΝΗ

Paul Auster

Επιλογές από το ποιητικό έργο του Paul Auster





Εισαγωγή- μετάφραση: Βικτωρία Καπλάνη


Ποίηση τεύχος 24 Φθινόπωρο-Χειμώνας 2004








Εισαγωγή


Ο Πολ Όστερ ξεκίνησε τη συγγραφική του καριέρα ως ποιητής, μεταφραστής και δοκιμιογράφος, αλλά στη συνέχεια στράφηκε στον πεζό λόγο και στη συγγραφή των μυθιστορημάτων που τον καθιέρωσαν διεθνώς ως έναν από τους πιο σημαντικούς πεζογράφους του καιρού μας.
Από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 μέχρι και το 1979, ο Όστερ ασχολήθηκε συστηματικά με την ποίηση. Τα ποιήματα του αρχικά δημοσιεύονταν σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά και μόλις το 1974 εκδόθηκε η πρώτη του συλλογή Unearth”. Η ποιητική του παραγωγή συνεχίστηκε μέχρι το 1979, χρονιά που εγκατέλειψε οριστικά, όπως τουλάχιστον ισχυρίζεται, την ποίηση.
Τα ποιήματα του Όστερ διακρίνονται για το ξεχωριστό και ιδιότυπο ύφος τους,  την ωριμότητα της φωνής τους και τη στοχαστική τους διάθεση, στοιχεία που προκαλούν το ενδιαφέρον και των πιο απαιτητικών αναγνωστών της ποίησης. Ποιήματα που από την πρώτη κιόλας ανάγνωση, μολονότι μοιάζουν σκοτεινά και αδιαπέραστα, εγγράφονται θαρρείς στο ασυνείδητο του αναγνώστη, καθώς αναδίδουν μιά αύρα μυστηρίου και δημιουργούν συχνά, σε ένα καθαρά γήινο σκηνικό, μιά ατμόσφαιρα μεταφυσική. Έτσι ο αναγνώστης, οικειοθελώς παγιδευμένος σ’ αυτό το μυστηριακό τοπίο, έρχεται αναπόφευκτα αντιμέτωπος με θεμελιώδη ζητήματα της ύπαρξης.
Πρόκειται για κείμενα λιτά, απέριττα, ισορροπημένα, που διέπονται από έναν πυκνό λυρισμό, μιά μουσικότητα ισχυρή και απόκοσμη, καθώς αναζητούν τη φύση του είναι, τη σχέση ανάμεσα στην ύλη και τη συνείδηση, τη γλώσσα και την εμπειρία. Η κάθε λέξη, απογυμνωμένη από περιττά στολίδια, αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα σ’ αυτή τη γλώσσα της σιωπής, που, συχνά, μάς παραπέμπει στην αμφισημία των χρησμών. Λέξεις βγαλμένες από τα βάθη μιάς συνείδησης που επιχειρεί να διαλεχθεί με τον εαυτό της, σαν να διαλέγεται με ένα άλλο, ένα δεύτερο πρόσωπο. Μία μοναχική φωνή που εκπέμπει λόγια της σιωπής.
Σταθερά επαναλαμβανόμενα μοτίβα διατρέχουν τα ποιήματά του, όπως η πέτρα, ο σπόρος, οι ρίζες, το φως, το βλέμμα, το απροσδιόριστο γήινο τοπίο εντός και εκτός του υποκειμένου. Εκεί, στο τοπίο αυτό του νου, κυριαρχούν οι ονειροπολήσεις πάνω στα ζητήματα της ύπαρξης και οι στοχασμοί για την ανθρώπινη αγωνία, που πηγάζει από τα άλυτα μυστήρια του εαυτού μας και του κόσμου. Η επαφή μας με το σύμπαν του Όστερ μάς θέτει λησμονημένα ερωτήματα για την ύπαρξή μας, τις ιδέες μας για τον κόσμο, για το τι σημαίνει αναπνέω, κινούμαι, ζω.
Ο Πολ Όστερ γεννήθηκε στις 3 Φεβρουαρίου 1947 στο Νιούαρκ του Νιου Τζέρσεϊ. Από μικρός αγαπά το διάβασμα και ονειρεύεται να γίνει συγγραφέας. Πολύ νωρίς εμπλέκεται στις περιπέτειες της γραφής, στοχεύοντας να αφοσιωθεί αποκλειστικά στη λογοτεχνία, βιώνοντάς την ως αναπόδραστη για αυτόν μοίρα. Ξεκινά σπουδές αγγλικής, γαλλικής και ιταλικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια, αλλά παράλληλα εμπλέκεται από πολύ νωρίς, και διόλου εκ του ασφαλούς, στη μεγάλη περιπέτεια της επιβίωσης. Ταξιδεύει στην Ευρώπη, εργάζεται σε διάφορες δουλειές, παρατηρεί τον εαυτό του και τον κόσμο και, βέβαια, γράφει αδιάκοπα.
Μετά το τέλος των μεταπτυχιακών του σπουδών, εγκαθίσταται για τέσσερα χρόνια στο Παρίσι (1971-75). Δοκιμάζεται και πάλι σε διάφορα επαγγέλματα,  ενώ παράλληλα γράφει, μεταφράζει και επιχειρεί τη συγγραφή κριτικών δοκιμίων για έργα και συγγραφείς που τον γοητεύουν και λειτουργούν παραδειγματικά στην πορεία της δικής του συγγραφικής προσπάθειας, συμβάλλοντας θετικά ο καθένας με το δικό του λόγο στην εξέλιξη της σκέψης και της γραφής του.
Το 1975 επιστρέφει στην Αμερική. Παντρεύεται την αγαπημένη του Λύντια Ντέιβις. Συνεχίζει με ζήλο και επιτυχία να γράφει και να εκδίδει τα ποιήματα του και εξακολουθεί να μελετά και να αρθρογραφεί.
Το 1978 ήταν μιά χρονιά δύσκολη για τον Όστερ. Προβλήματα στο γάμο του, που διαλύθηκε τον επόμενο χρόνο, οικονομικές δυσκολίες, αίσθημα αδιεξόδου και αποτυχίας. Τα μυθιστορήματα που είχε ξεκινήσει δεν έφτασαν στο ποθητό αποτέλεσμα, ενώ παράλληλα η ποίησή του μοιάζει να έχει αγγίξει τα όρια της. Ελλοχεύει ο κίνδυνος της επανάληψης, ενώ η ανάγκη της έκφρασης παραμένει επιτακτική. Η ποιητική του γραφή, έτσι όπως από τον ίδιο έχει διαμορφωθεί, καθηλωμένη σ’ ένα άχρονο παρόν, μοιάζει μονοσήμαντη και απόλυτη, αδύναμη να εκφράσει τις αντιφάσεις και τις εσωτερικές του συγκρούσεις, την πολλαπλότητα και την πολυφωνία του εγώ. Η ανάγκη του να αφηγηθεί, να χρησιμοποιήσει συνδυαστικά όλες τις διαστάσεις του χρόνου δεν βρίσκει διέξοδο. Ο λόγος του ασφυκτιά, αναζητά κίνηση, ευρύτερους δρόμους. Αντί να τα επιδιώξει όλα αυτά μέσα από την ποίηση, αποφασίζει να την εγκαταλείψει οριστικά.[1]
Αν μελετήσουμε προσεκτικά το πεζογραφικό του έργο, διακρίνουμε πως το κλίμα και η θεματική πολλών μυθιστορημάτων του έχουν ήδη πρωτοεμφανιστεί στην ποίησή του. Θέματα όπως η αναζήτηση ταυτότητας, το φευγαλέο της ύπαρξης, η ρευστότητα και η μεταβλητότητα του πραγματικού, η έλξη του μυστηρίου και των αινιγμάτων, η αθέατη πλευρά που κρύβουν οι άνθρωποι μέσα τους, η μαγεία των συμπτώσεων, η αγωνία της καλλιτεχνικής δημιουργίας καθώς και μιά υπαινικτική μεταφυσική διάσταση είναι ευδιάκριτα ήδη από νωρίς στα ποιήματά του. Άλλωστε, όπως και ο ίδιος παραδέχεται: «Όλο το έργο μου είναι ενιαίο και το πέρασμα στην πρόζα δεν είναι παρά το τελευταίο στάδιο μιάς αργής και φυσικής εξέλιξης».[2]
Στις αρχές του 2004 εκδόθηκαν σ’ έναν τόμο όλα τα ποιήματα του Όστερ με εισαγωγή του ποιητή Νόρμαν Φίνκελνσταϊν. Στην έκδοση αυτή περιλαμβάνονται και κάποιες μεταφράσεις, που έκανε από τα γαλλικά ο Όστερ την περίοδο 1967-1969, την εποχή της μαθητείας του στην τέχνη της ποίησης. Πρόκειται για μιά επιλογή ποιημάτων των Πολ Ελυάρ, Αντρέ Μπρετόν, Τριστάν Τζαρά, Φιλίπ Σουπώ, Ρομπέρ Ντεσνός, Αντρέ Ντυ Μπουσέ, Ρενέ Σαρ, Ζακ Ντυπέν, ποιητών που επηρέασαν τη γραφή του. Η κριτική αναγνωρίζει στο έργο του και επιρροές από τους αμερικανούς ποιητές του αντικειμενισμού αλλά και από τον Τσέλαν, τον Μάντελσταμ και τον Μπέκετ. 
Με την έκδοση αυτή ο Όστερ επιστρέφει στην αφετηρία του. Επανέρχεται κι ο ίδιος ως αναγνώστης στα κείμενα αυτά, καθώς τα παρουσιάζει τη φετινή χρονιά σε διάφορες δημόσιες εμφανίσεις του. Το αν θα προκύψει κάτι απ’ αυτή την επιστροφή, θα το δείξει η συνέχεια. Ο ίδιος πάντως ποτέ δεν έχει πάψει να δηλώνει:  «Αγαπώ την ποίηση που έγραψα. Τη διεκδικώ πάντα. Σε τελική ανάλυση θα μπορούσε να είναι ό,τι καλύτερο έχω κάνει»[3].



Ακτίνες τροχού[4]




2.

Εντός του ύδατος- άνυδρη η απουσία μου. Ένα λουλούδι
Ένα λουλούδι περιγράφει τον αέρα.
Στο πιο βαθύ πηγάδι, θρυαλλίδα το σώμα σου.


***


4.

Ίχνος νερού δεν βρέχει τον κορμό, ίχνος νερού δεν αναλώνει η πέτρα.
Ο λόγος αδυνατεί να στρώσει με βότσαλα το έλος,
Επομένως χορεύεις για μιά πιο λαμπερή σιωπή.
Το φως κόβει το κύμα, βυθίζεται, παραπλανά -
Ο αγέρας βροντερά ηχεί, κεραυνός.
Σε ονομάζω έρημο.


***



5.

Σωροί καλύπτουν το λατομείο - διαβρωμένα σημάδια
Δεν μπόρεσαν να κρυπτογραφήσουν το μήνυμα.
Η διαμάχη απελευθέρωσε το δικό της αλφάβητο,
Και οι πέτρες μέσα στον κλοιό της προσβολής,
Έχουν απομνημονεύσει την ήττα.

  
***



6.

Μεθυσμένος, η λευκότητα συσσωρεύει τη δύναμή της,
Όταν σε παίρνει ο ύπνος, μεθυσμένος ήλιος, σαν τον σπόρο
Που κρατά την ανάσα του
Κάτω από το χώμα. Να ονειρεύεσαι στη ζέστη
Τα πάντα θερμότητα
Που καταστρέφει την ηρεμία
Του χεριού που γεννά
Το θαύμα της ξηρασίας…
Σε κάθε τόπο που εγκατέλειψες
Οι λύκοι τρελαίνονται
Από τα φύλλα που επιμένουν να σιωπούν.
Να πεθάνεις. Να καλωσορίσεις τους κόκκινους λύκους
Καθώς γδέρνουν τις αυλόπορτες με τα νύχια τους : τη σελίδα
Που ουρλιάζει - ή αλλιώς αποκοιμιέσαι, και ο ήλιος
Δεν θα τελειώσει ποτέ
Το πράσινο διαφεντεύει εκεί που ανασαίνει ο μαύρος σπόρος.


***


11.

Να βλέπεις είναι ένα άλλο βάσανο, πληρωμένο ακριβά
Με τον πόνο να είσαι ορατός: ό,τι  έχει ειπωθεί
Ό,τι έχει αντικρίσει το βλέμμα, περιέχεται σ’ αυτή την άρνηση
Να μιλήσεις, κι ο σπόρος μιάς μόνης φωνής,
Ενταφιασμένος σε μιά τυχαία πέτρα.
Τα ψέματα που είπα δεν υπήρξαν ποτέ ολότελα δικά μου.


***


12.

Στο κέντρο του τροχού το περίβλημα σπάζει από μέσα,
επιβιώνει ως ένα παιγνίδι λέξεων από χώμα, κοπριά και βραχώδη πέτρα
Ορθώνεται ως ράβδος, για να εισβάλλει, να διώξει
τη φλυαρία που ενέδυσε με λέξεις το σώμα του
αίφνης να πεταχτεί, να περιμένει τα μελλοντικά
χτυπήματα - πόλη εν σπέρματι, στην πράξη, μη αναφυόμενη ούτε καν έξω
από την πόλη. Φύγε. Ο τροχός
ήταν μιά απάτη. Δεν γυρίζει.


***

Από τη συλλογή «Ξεθάβω»[5]


1.

Συνοδεύοντας τις στάχτες σου, μόλις και μετά βίας
διατυπωμένες, εξαλείφοντας
την ωδή, τις ανήσυχες ρίζες, το αλλότριο
βλέμμα - με αδέξια χέρια, σ’ έσυραν
στην πόλη, σε περιόρισαν στον
κόμπο μιάς ακατανόητης γλώσσας, και δεν σου έδωσαν
τίποτα. Το μελάνι σου έχει μάθει
τη βία του τοίχου. Διωγμένος,
αλλά πάντοτε στην καρδιά
μιάς συμφιλιωτικής ηρεμίας, αναποδογυρίζεις τις πέτρες
μιάς ανίδωτης γης και απαλύνεις τη θέση σου
ανάμεσα στους λύκους. Κάθε συλλαβή
είναι έργο δολιοφθοράς.

***


6.

Αδάμαστος
σ’ αυτή την πλημμυρίδα γης -
όπου καταλήγουν οι σπόροι
και προμηνύουν την εγγύτητα - θα κάνεις να ηχήσει
η εν χορώ μεγαλοστομία
της μνήμης, και θα βαδίσεις τον δρόμο
που ακολουθούν τα μάτια. Δεν υπάρχει πια
για σένα μονοπάτι: από τη στιγμή
που θα κόψεις τις φλέβες σου, οι ρίζες θα αρχίσουν
ν’ αφηγούνται το μακελειό
της πέτρας. Θα ζήσεις. Θα χτίσεις
το σπίτι σου εδώ - θα λησμονήσεις
το όνομά σου. Η γη
είναι η μοναδική εξορία.


***
   


9.

Ανάμεσα σ’ αυτούς τους σπασμούς
του φωτός, στην εύθραυστη φτέρη, στα σκοτεινά
σύδεντρα: αναμένοντας
στον λαβύρινθο του αφτιού σου
τον κεραυνό
να ηχήσει: το βρυχηθμό της Βαβέλ,
τη σιωπή. Δεν θα
είναι ο τόπος που περιπλανήθηκες
αυτός που θ’ ακουστεί. Αλλά το βήμα,
τρυπώνοντας κάτω
απ’ αυτόν τον κομματιασμένο ουρανό, που κρατιέται τελείως
σε απόσταση. Κι αυτός διευρύνεται μέσα σου
στο άνοιγμα
της ραγισμένης γης, από όπου παρατηρείς
αυτούς τους διάττοντες αστέρες
ν’ αγωνίζονται να συρθούν πίσω σ’ εσένα,
υπομένοντας τα δώρα της κόλασης.


***


14.

Από τη μία πέτρα που στηρίχτηκε
στην επόμενη πέτρα
δόθηκε το όνομα: γήινη επικράτεια: η απρόσιτη
καυτή στάχτη. Θα
κοιμηθείς εδώ, μία φωνή
αγκυροβολημένη στην πέτρα, κινούμενη μέσα από
αυτό το άδειο σπίτι που ακούει
τη φωτιά που το κατέστρεψε. Θα
κάνεις την αρχή. Να σύρεις το σώμα σου
από τις στάχτες. Να μεταφέρεις το φορτίο
του βλέμματος.



***

  
  
19.

Χαρακιές
στον φλοιό του πεδίου - τη μέρα
που έρχεται μετά από μας,
όπου είδες τη γη
σχεδόν πάλι να δημιουργείται: τα ηχηρά
αυλάκια έχουν κλείσει,
και γι’αυτήν τη μία – επιπλέον - ζωή σε έχουν απελευθερώσει
ενάντια στην άπληστη βουή
των δρεπανιών. Συνέχισε, λοιπόν, να με λογαριάζεις
με τις λέξεις σου. Τίποτα,
ούτε και σήμερα, δεν θα αλλάξει.
Ώμο τον ώμο με το χώμα, πριν από
τη λεπίδα, και πέρα από
το ψηλό στεγνό χόρτο
που αλλάζει κατεύθυνση μαζί μου, είμαι ένα λείψανο
του αέρα που τραυλίζει.


***



21.

Αρουραίοι ξυπνούν στον ύπνο σου
και μιμούνται την πορεία
της στέρησης. Η φωνή μου επιστρέφει
στη λαχτάρα που εκείνη γεννά,
ζευγαρώνοντας με τις πέτρες
που προεξέχουν από τους κόκκινους τοίχους: η καρδιά
ροκανίζει, αλλά αδυνατεί να γνωρίσει
τη λεία της∙ η γδαρμένη γλώσσα
είναι τραχιά. Βρισκόμαστε
βαθιά στο μεδούλι της γης, κι αφουγκραζόμαστε
την ανάσα των αγγέλων.
Τα οστά μας έχουν στραγγίξει.
Σ’ όποιο τόπο η νύχτα έχει μιλήσει,
αγέννητα αγόρια περιφέρονται στο κενό
ανάμεσα στ’ άστρα.


***


    
24.

Καμιά φωνή, αταίριαστη
στο φθινόπωρο, και μία μόνο φορά
συγκεντρωμένη στο μάτι που αιμορράγησε
τέτοια λάμψη. Ο τένοντάς σου
δεν γιατρεύεται, είναι ένα
άλλο σχοινί, πλεγμένο
με μελάνι, και προκαλώντας πόνο
σ’αυτό το γδαρμένο χέρι - που οδηγεί τις εικόνες
πίσω σε μας: το πτώμα
που προβλέπει την έκβαση των πραγμάτων, τραγουδώντας
από το δικό του καθρέφτη - αγχόνη∙ ένα βλέμμα,
πιο βαρύ κι από πέτρα, εκσφενδονίστηκε
κάτω στον πάγο
του Απρίλη, κάνοντας να ηχήσει ο βυθός
της δικής σου ανάσας - πηγαδιού∙ ένα βλέμμα,
κι έπειτα
ένα ακόμη. Μέχρι που γύπας
είναι η λέξη
που τρέφεται με σκύβαλα, η νύχτα
θα είναι η λεία σου.

***



25.

Νομάδας-
μέχρι το πουθενά, ανθίζοντας
στο δεσμωτήριο του στόματος σου, γίνεται
ο εκάστοτε τόπος που είσαι:
διάβασες τον μύθο
που έχει γραφτεί στα μάτια
των ζαριών: (ήταν
ο μετεωρίτης - η λέξη, τη χάραξε το φως
ανάμεσά μας, ενώ εμείς, εντέλει,
δεν είχαμε κανένα σημάδι, δεν
μπορούσαμε να δημιουργήσουμε
την πέτρα). Το ένα ζάρι και τ’ άλλο ζάρι
τώρα αναγνωρίζουν το όνομά σου. Σαν να λέμε,
όπου και να βρίσκεσαι
η έρημος είναι μαζί σου. Θαρρείς,
όπου κι αν πας, η έρημος
είναι καινούρια,
ταξιδεύει μαζί σου.

***



Από τη συλλογή «Γραφή στον τοίχο» (1971-1975)




Λευκές Νύχτες


Κανείς εδώ,
και το σώμα λέει: ό,τι λέγεται
δεν είναι για να ειπωθεί. Ωστόσο ο κανένας
είναι κι αυτός ένα σώμα, κι ό,τι λέει το σώμα
δεν το ακούει άλλος
μόνο εσύ.

Χιονόπτωση και νύχτα. Η επανάληψη
του φονικού
ανάμεσα στα δέντρα. Η πένα
διασχίζει τη γη: δεν γνωρίζει πια
τι θα συμβεί, και το χέρι που την κρατά
έχει εξαφανιστεί.

Παρόλα αυτά, γράφει.
Γράφει: στην αρχή,
ανάμεσα στα δέντρα, ένα σώμα έρχεται
από τη νύχτα. Γράφει:
η λευκότητα του σώματος
είναι το χρώμα  της γης. Είναι γη
και η γη γράφει: το καθετί
είναι το χρώμα της σιωπής.

Δεν είμαι άλλο πια εδώ. Ποτέ δεν είπα
ό,τι ισχυρίζεσαι
πως έχω πει. Κι ωστόσο, το σώμα είναι ο τόπος
όπου εκεί τίποτα δεν πεθαίνει. Και κάθε νύχτα,
από τη σιωπή των δέντρων, το ξέρεις
η φωνή μου
βαδίζει κατευθείαν επάνω σου.







Μήτρα και Όνειρο



Ανήκουστα πράγματα, λαξευμένα
στη διάρκεια της νύχτας :
ανάσα, υπογείως
μέσα από τον χειμώνα : λέξεις-πηγάδια
κάτω το φως του λατομείου
ένα μικρό αυλάκι λικνιστικό
και κενό.

Περνάς.
Ανάμεσα στη μνήμη και τον φόβο,
ο αχάτης
της περπατησιάς σου παίρνει χρώμα
βυσσινί
στη σκόνη της παιδικής ηλικίας.

Δίψα: και κώμα: και φύλλο-
από τα χάσματα
εκείνου που δεν είναι πλέον γνωστό: το ανυπόγραφο μήνυμα,
θαμμένο στο σώμα μου.

Τα λευκά λινά
κρέμονται στο σχοινί. Η αρτεμισία
συντριμμένη
στον αγρό.

Μυρωδιά μέντας
από τα ερείπια.




Εσωτερικό



Σάρκα τυραννισμένη
από το ολότελα διαφορετικό.
Και το καθετί εδώ, σαν να ήταν το τελευταίο πράγμα
να ειπωθεί: ο ήχος μιάς λέξης
ενωμένης με τον θάνατο, και η ζωή
αυτή η δύναμη μέσα μου
να χαθώ.

Τα παραθυρόφυλλα κλειστά. Η σκόνη
κάποιου προηγούμενου εαυτού, αδειάζει τον χώρο
που δεν καλύπτω.  Αυτό το φως
δυναμώνει στη γωνία του δωματίου,
εκεί όπου όλο το δωμάτιο
έχει μετακινηθεί.

Η νύχτα επαναλαμβάνει. Μία φωνή μου μιλά
μόνο για τα πιο μικρά πράγματα.
Ούτε καν για πράγματα - αλλά για τα ονόματά τους.
Κι όπου δεν υπάρχουν ονόματα -
για πέτρες. Το κοπάδι με τις γίδες
αναρριχάται μέσα από τα χωριά
του απογεύματος. Ένας σκαραβαίος
καταποντισμένος στη σφαίρα
της κοπριάς του. Και το βιολετί σμήνος
από πεταλούδες πέρα.

Στο αδύνατο των λέξεων,
στην ανείπωτη λέξη
που ασφυκτιά,
βρίσκω τον εαυτό μου.




Παλμός



Ό,τι απομακρύνεται
θα έρθει πάλι κοντά μας
από την άλλη πλευρά της μέρας.

Φθινόπωρο: ένα φύλλο μοναχό
φαγωμένο από το φως: και το πράσινο
βλέμμα του πράσινου πάνω μας.
Όπου η γη δεν τελειώνει,
κι εμείς θα γίνουμε αυτό το φως,
την ώρα που το φως
πεθαίνει
στο σχήμα του φύλλου.

Ορθάνοιχτα μάτια
στη λαχτάρα της μέρας.
Όπου δεν έχουμε βρεθεί
θα βρεθούμε. Ένα δέντρο
θα ριζώσει μέσα μας
και θα ανεβεί στο φως
του στόματός μας.

Η μέρα θα βρίσκεται μπροστά μας.
Η μέρα θα μας ακολουθήσει
μέσα στη μέρα.





Ψέματα. Διατάγματα. 1972



Φαντάσου:
η ρήση που καλεί στα όπλα
αυτή που στρατοπέδευσε στην αθλιότητα
του αβυσσαλέου από τους θρήνους, απρόσιτου
δικού του παραδείσου
συνεχίζει τον πόλεμο
στο πέρασμα του χρόνου.

Φαντάσου:
ακόμη και τώρα
δεν μετανιώνει για
τον όρκο του, ακόμη και
τώρα, ξαναγυρίζει τραυλίζοντας, δίχως μάρτυρα, στον
αναστημένο θρόνο του.[6]

Φαντάσου:
οι δολοφονημένοι,
καταραμένοι και λαμπεροί κάτω από τα πόδια του,
κατευθύνουν τα μαχαίρια
της ταπεινωμένης και σημαδεμένης από τη γέννηση σιωπής τους, βαθιά
στα σοκάκια
του στόματός του.

Φαντάσου:
σου το λέω αυτό,
από το απόγευμα της πρώτης μέρας,
αδιάκοπα,
ακολουθώντας τη μικρή, ανθρώπινη θρυαλλίδα
αντίστασης.






Γραφή στον τοίχο



Τίποτα λιγότερο από το τίποτα.

Μέσα στη νύχτα που έρχεται
από το τίποτα,
για κανέναν μέσα στη νύχτα
που δεν έρχεται.

Κι ό,τι βρίσκεται στο όριο της λευκότητας,
αόρατο
στο βλέμμα εκείνου που μιλά.

΄Η μία λέξη.

Ερχόμενη από το πουθενά
μέσα στη νύχτα
εκείνου που δεν έρχεται.

Ή η λευκότητα μιάς λέξης,
γραμμένης βιαστικά
πάνω στον τοίχο.





Ιερογλυφικό



Η γλώσσα των τοίχων.
Ή μιά τελευταία λέξη -
αποκομμένη
από το ορατό.

Πρωτομαγιά. Η μεταμόρφωση
της σφραγίδας του Σολομώντα
σε πέτρα. Η δίκαιη
καταδίκη του διατυπωμένου
δρόμου, ξεφτισμένου στη δίνη
της γύρης-μνήμης
και του σπόρου. Μην
βγαίνεις στο φως,  Εδέμ. Μείνε
στο στόμα των απολωλότων
που σε ονειρεύονται.

Στον κεραυνό πάνω και το αγκάθι: φυγάς ο αέρας
οπλίζει
κάτω την αστραπή-σπάρτο και τη σιωπή
κάθε πυρόξανθου
ουρανού. Εβραϊκό αίμα. Ή ό,τι
σημαίνει
η επιστροφή του σώματός μου
σε μιά εικόνα γήινη.

Αυτό το μαχαίρι
κρατώ απειλητικά στο λαιμό σου.





Εμπρηστικό



Ώρες από πυρόλιθο. Το βουβό άπλωμα
των λίθων γύρω μας, στήθος
με στήθος, εμείς, στο σαθρό
κουφάρι του πλοίου
που κακοφορμίζει από τα υγρά
χάσματα της νύχτας.

Τίποτα δεν έμεινε. Το παγερό βλέμμα
ανοίγεται στο κρύο,
όπως μιά εικόνα φωτιάς
κατατρώει
τη λέξη
που παλεύει στο στόμα σου. Ο κόσμος
είναι
ό,τι αφήνεις σ’ αυτόν, είναι μόνο
εσύ
στον κόσμο που το σώμα μου
εισχωρεί: αυτός ο χώρος
όπου τα πάντα είναι έλλειψη.





  Εξαφανίσεις [7]



1.

Από τη μοναξιά, αρχίζει πάλι -

σαν να ήταν η στερνή φορά
που θα μπορούσε να ανασάνει,

κι επομένως τώρα είναι

που ανασαίνει για πρώτη φορά
απρόσβλητος
από το μοναδικό.

Είναι ζωντανός, κι επομένως δεν είναι τίποτα
παρά ό,τι βυθίζεται στο απύθμενο άνοιγμα
του ματιού του,

κι ό,τι βλέπει
είναι τα πάντα που αυτός δεν είναι: μιά πόλη

του γεγονότος
που δεν έχει αποκρυπτογραφηθεί,

και κατά συνέπεια μιά γλώσσα από πέτρες,
μιας και γνωρίζει ότι σε όλη τη διάρκεια της ζωής
μιά πέτρα
θα ενδώσει σε μιά άλλη πέτρα

να φτιάξουν ένα τοίχο

κι ότι όλες εκείνες οι πέτρες
θα σχηματίσουν  το τερατώδες σύνολο

των επιμέρους λεπτομερειών.

***



 2.

Τοίχος. Κι ο τοίχος θάνατος.

Δυσανάγνωστο
κακογράφημα δυσαρέσκειας, στην εικόνα

και στη μετά-εικόνα της ζωής -

και οι πολλοί που βρίσκονται εδώ
μολονότι πάντα αγέννητοι,
κι εκείνοι που θα μιλούσαν

για να γεννήσουν τους εαυτούς τους.

Θα μάθει τον λόγο αυτού του χώρου.
Και θα μάθει να σιωπά.

Γιατί αυτή είναι η νοσταλγία του: ένας άνθρωπος.



***



3.

Να ακούς τη σιωπή
που διαδέχεται τον λόγο του. Ψίθυρος

της πιο μικρής πέτρας

το σχήμα της η εικόνα
της γης, κι εκείνοι που θα μιλούσαν
για να μην υπάρχει τίποτα

παρά η φωνή που τους μιλά
στον αέρα.

Και εκείνος θα μιλήσει
για κάθε πράγμα που βλέπει σ’ αυτό τον χώρο,
και θα το πει στον ίδιο τον τοίχο
που υψώνεται μπροστά του:

και γι’ αυτό, επίσης, θα υπάρξει μία φωνή,
αν και δεν θα είναι η δική του.

Ακόμη κι αν εκείνος μιλά.

Κι επειδή εκείνος μιλά.


***




4.


Είναι οι πολλοί – και είναι εδώ:

και για κάθε πέτρα που μετρά ανάμεσά τους
αποκλείει τον εαυτό του,

θαρρείς, κι ο ίδιος ακόμη, θα μπορούσε ν' αρχίσει να ανασαίνει
για πρώτη φορά

στον χώρο που τον χωρίζει
από τον εαυτό του.

Γιατί ο τοίχος είναι λέξη. Και δεν υπάρχει λέξη
που δεν τη λογαριάζει
σαν πέτρα στον τοίχο.

Επομένως, ξεκινά πάλι,
και κάθε λεπτό που αρχίζει ν’ ανασαίνει

νιώθει ότι δεν έχει υπάρξει ποτέ άλλος
χρόνος - θαρρείς και μέσα στον χρόνο που έζησε
θα μπορούσε να βρίσκει τον εαυτό του

σε κάθε πράγμα μέσα στο οποίο εκείνος δεν υπάρχει.

Ό,τι εκείνος ανασαίνει, επομένως,
είναι χρόνος, και γνωρίζει τώρα
ότι αν ζει

υπάρχει μόνο σε ό,τι ζει

και θα συνεχίσει να ζει
χωρίς αυτόν.


***


  
5.

Στην πρόσοψη του τοίχου-

μαντεύει το τερατώδες άθροισμα
των επιμέρους λεπτομερειών.

Δεν είναι τίποτα.
Κι είναι όλα αυτά που εκείνος είναι.
Κι αν δεν θα ήταν τίποτα, τότε άφησέ τον ν’ αρχίσει
εκεί όπου βρίσκει τον εαυτό του, και σαν οποιοσδήποτε άλλος άνθρωπος
να μάθει τη γλώσσα αυτού του τόπου.

Γιατί κι εκείνος, επίσης, ζει στη σιωπή
που προηγείται του δικού του
λόγου.

***



6.


Και για το καθετί που έχει δει
θα μιλήσει -

η τυφλή
απαρίθμηση των λίθων,
ακόμη και μέχρι τη στιγμή του θανάτου -

θαρρείς όχι γι’ άλλο λόγο
παρά για το ότι εκείνος μιλά.

Επομένως, λέει εγώ,
και λογαριάζει τον εαυτό του
σε όλα εκείνα που αποκλείει,

που είναι τίποτα,

κι επειδή αυτός είναι τίποτα
μπορεί να μιλά, που σημαίνει να λέει
δεν υπάρχει καμιά διαφυγή

από τη λέξη που γεννήθηκε
στο βλέμμα. Κι είτε το πει
είτε όχι,

δεν υπάρχει διαφυγή.



***


  
7.

Είναι μόνος. Κι από τη στιγμή που αρχίζει να ανασαίνει,

δεν βρίσκεται πουθενά. Πολλαπλός θάνατος, γεννημένος

στα σαγόνια του μοναδικού,

και η λέξη που θα έχτιζε έναν τοίχο
από την πιο ενδόμυχη πέτρα
της ζωής.

Για κάθε πράγμα για το οποίο εκείνος μιλά
εκείνος δεν υπάρχει -

και παραβλέποντας τον εαυτό του
λέει εγώ, όπως αν θα άρχιζε κι εκείνος
να ζει μέσα σ' όλους τους άλλους

που δεν υπάρχουν. Γιατί η πόλη είναι ένα τέρας
και το στόμα της δεν ανέχεται
να βγει προς τα έξω τίποτα

που δεν έχει αφομοιώσει το δικό της
λόγο.

Επομένως, υπάρχουν οι πολλοί,
και όλες αυτές οι πολλές ζωές
στο σχήμα των λίθων
ενός τοίχου,

κι εκείνος που επιθυμεί ν’ αρχίσει ν’ ανασαίνει
θα μάθει πως δεν έχει πουθενά να πάει
παρά εδώ.

Επομένως, αρχίζει πάλι,

σαν να ήταν η τελευταία φορά
που θα ανάσαινε.

Γιατί δεν υπάρχει πια χρόνος. Κι είναι το τέλος του χρόνου

που ξεκινά


***



Ομοιώματα[8]




1.

Δρόμοι του ευκάλυπτου: απομεινάρι του ωχρού ουρανού
ριγά στο λαρύγγι μου. Μέσα από το υπόστρωμα του δρόμου
η βοή του καλοκαιριού

τ’ αγριόχορτα που επιβάλλουν τη σιωπή
ακόμη και στο βήμα σου.

***


2.


Τα μύρια λημέρια του φωτός.
Και καθετί χαμένο - μιά ανάμνηση

εκείνου που ποτέ δεν υπήρξε. Οι λόφοι. Οι απίθανοι
λόφοι

χαμένοι στη λάμψη της μνήμης.


***


3.


Σαν όλα να επρόκειτο

ακόμη να γεννηθούν. Άφθαρτα στο μάτι
εκεί όπου το μάτι ανοίγει τώρα στον θόρυβο

της ζέστης: μιά σφήκα, ένα αγκάθι λικνίζεται στις αιχμηρές προεξοχές

του συρματοπλέγματος.


***
  

4.

Εσύ που παραμένεις. Κι εσύ
που δεν είσαι εκεί. Ο βορειότατος λόγος διασκορπισμένος
στις λευκές

ώρες του απογυμνωμένου από εικόνες κόσμου -

όπως μιά λέξη μόνη

που ο άνεμος αρθρώνει και καταστρέφει.


***

5.

Το ερωτικό τραγούδι της αυγής. Το απέραντο φως και οι προσχώσεις του. Η
   κωδωνοκρουσία
των συννέφων την αυγή. Και οι βάρκες
δεμένες στην ομίχλη του μόλου

αόρατες. Και να βρίσκονται εκεί

είναι αόρατες.





Από τη συλλογή «Αποσπάσματα από το Κρύο», 1976-1977



Φώτα του Βορρά


Αυτές είναι οι λέξεις
που δεν επιβιώνουν στον κόσμο. Να τις προφέρεις
σημαίνει ν' αφανίζεσαι

μέσα στον κόσμο. Φως
απρόσιτο
προβάλλει πάνω στη γη, προκαλώντας
το σύντομο θαύμα

του ανοικτού βλέμματος -

και η μέρα που θα απλωθεί
σαν μιά φωτιά από φύλλα
μέσα από τον πρώτο ψυχρό αέρα
του Οκτώβρη

αναλώνοντας τον κόσμο

στην απλή γλώσσα
του πόθου.




  

Νοσταλγία του σπιτιού



Ο αληθινός βοράς. Ο βοράς του Βικέντιου
Ο φευγαλέος

αντί-τόπος του φωτός. Και μέσα από κάθε ρωγμή
της γης, οι αγροί
σε χρώμα λουλακί φλέγονται
στον άνεμο που ξεχειλίζει απ’ άστρα.

Ό,τι είναι κλειδωμένο
στο βλέμμα που σε διαπέρασε
ακόμη χρησιμεύει
ως μιά εικόνα του σπιτιού: το εμπόδιο
μιάς άδειας καρέκλας, κι ο πατέρας, απών,
ακόμη θαλερός στην τεφροδόχο
της τιμιότητας.[9]

Θα κλείσεις τα μάτια.
Στο μάτι του κόρακα που πετάει μπροστά σου,
θα παρατηρήσεις τον εαυτό σου
να αφήνει τον εαυτό σου πίσω του.



  

Ηλιακό ρολόι



Ο ήλιος του Σεπτέμβρη, δίχως αυταπάτες. Ο αγρός
κατακόκκινος πλημμυρισμένος φως
τις ώρες της πρώτης ανάσας. Δεν θα
υποταχτείς σ’ αυτό το φως, ή δεν θα κλείσεις τα μάτια σου
στο άγρυπνο
θρυμμάτισμα του φωτός στα μάτια σου.

Το στερέωμα του πραγματικού. Κι εσύ
όπως το καθετί
που κινείται. Σπόρος που έχει αναλυθεί
και μιά δαχτυλήθρα αέρα. Σύννεφο
ραγισμένο και σκουλήκι: η ατέλειωτη
φράση που σε καταποντίζει
τη στιγμή που αρχίζω
να είμαι σιωπηλός.

Ίσως, τότε, ένας κόσμος
που κρατά κρυφή στους πνεύμονες
τη συγκομιδή του, ένα μέσο
επιβίωσης μόνο
με την ανάσα. Κι αν τίποτα,
τότε άσε το τίποτα να είναι
η σκιά
που βαδίζει εντός της σκιάς σου, το σώμα
που θα ρίξει
την πρώτη πέτρα, έτσι ώστε την ίδια στιγμή που βαδίζεις
μακριά από τον εαυτό σου, να μπορείς να τη νιώσεις
άπληστη για σένα, κάθε ώρα,
να διασχίζει τους τεράστιους
αμπελώνες των ζωντανών.




 Εωθινό



Ούτε καν ο ουρανός.
Αλλά μιά ανάμνηση του ουρανού,
και το γαλάζιο της γης
στα πνευμόνια σου.

Γη
λιγότερη γη: να παρατηρείς
πώς ο ουρανός θα σε κλείσει μέσα του, θα γίνει τεράστιος
με τις λέξεις
που αφήνεις ανείπωτες - και τίποτα
δεν θα χαθεί.

Είμαι η θλίψη σου, ο αρμός
στον τοίχο
που ανοίγει στον άνεμο
και το τραύλισμά του, πολλαπλή
καταιγίδα - αυτό το άλλο όνομα
που δίνεις στον κόσμο σου: εξορία
στα δωμάτια του σπιτιού.

Η αυγή αναδιπλώνεται, γεννά
τη μαρτυρία,
την άγρια λεύκα και τη μελιά
που πέφτουν. Επιστρέφω σ’ εσένα
μέσα από αυτή τη φωτιά, ένα απομεινάρι
της εποχής που έρχεται,
και θα είμαι για σένα
κάτι σαν τη σκόνη, σαν τον αέρα,
σαν το τίποτα
που δεν θα σε καταδιώκει.

Στο σημείο πριν από την ανάσα
νιώθουμε τις σκιές μας να διασταυρώνονται.



  


Λαθραίος



Να θυμηθείς μαζί μου σήμερα - τον λόγο
και τον αντί-λόγο
της μαρτυρίας: απτή στα δάχτυλα η αυγή, ξεπροβάλλοντας
από το σφιγμένο χέρι μου: το ερμητικό κλείσιμο
των βλεφάρων του ήλιου : το άπλωμα του σκοταδιού
έγραψα
πάνω στο τραπέζι του ύπνου.

Τώρα
είναι η ώρα να έλθεις.
Όλα όσα έχεις έλθει
να πάρεις από μένα, πάρε τα
μακριά από μένα τώρα. Μην
ξεχάσεις
να λησμονήσεις. Γέμισε
τις τσέπες σου με χώμα
να σφραγίσεις το άνοιγμα
της σπηλιάς μου.

Ήταν εκεί όπου
ονειρεύτηκα τη ζωή μου
μέσα σ' ένα όνειρο
φωτιάς.






Λατομείο



Τίποτα περισσότερο από το τραγούδι αυτό. Θαρρείς και
μόνο το τραγούδι
μάς οδήγησε πίσω σ’ αυτό τον τόπο.

Έχουμε έρθει εδώ, και ποτέ δεν έχουμε έρθει εδώ.
Έχουμε έρθει από τον δρόμο από τον οποίο ξεκινήσαμε,
κι έχουμε χαθεί.

Δεν υπάρχουν όρια
στο φως. Και η γη
δεν μας  αφήνει ούτε μία λέξη
για να τραγουδήσουμε. Γιατί το θρυμμάτισμα της γης
κάτω απ’ τα πόδια μας

είναι από μόνο του μιά μουσική, και το να βαδίζουμε ανάμεσα σ’ αυτές τις πέτρες
σημαίνει να μην ακούμε τίποτα
παρά τους εαυτούς μας.

Τραγουδώ, επομένως, το τίποτα,

σαν να ήταν ο τόπος
στον οποίο δεν επιστρέφω -

κι αν επέστρεφα, τότε λογάριασε τη ζωή μου
μέσα σ’ αυτές τις πέτρες: λησμόνησε
πως ήμουν κάποτε εδώ. Ο κόσμος
που μέσα μου πορεύεται

είναι ένας κόσμος απρόσιτος.











Από τη συλλογή «Απέναντι στη θύελλα», 1978-79





Credo


Το άπειρο

πράγματα μικροσκοπικά. Μία φορά μόνο ν’ ανασάνεις
στο φως του απείρου

πράγματα μικροσκοπικά
που μας περιβάλλουν. Ή αλλιώς τίποτα
δεν μπορεί να ξεφύγει από

τη γοητεία αυτού του σκοταδιού, το βλέμμα
θα ανακαλύψει ότι είμαστε
μόνο ό,τι μας έχει κάνει να είμαστε λιγότερο
από ό,τι είμαστε. Μη λες τίποτα. Να λες:
η ίδια η ζωή μας

στηρίζεται σ’ αυτό.





Νεκρολογία σε χρόνο ενεστώτα



Όλα ένα για αυτόν -
όπου η αρχή

εκεί και το τέλος. Το ασπράδι του αβγού, το ασπράδι
του ματιού του: λέει
πουλιού γάλα, σπέρμα

που γλιστρά από τη δική του
λέξη. Γιατί το βλέμμα
φευγαλέο,
προσκολλάται μόνο σ’ αυτό που υπάρχει, όχι περισσότερο εδώ

ή λιγότερο εκεί, αλλά παντού, σε κάθε

πράγμα. Εκείνος δεν απομνημονεύει
τίποτα. Ούτε καταγράφει

τίποτα. Κρατιέται μακριά
από την καρδιά

των ζωντανών πραγμάτων. Αναμένει.

Κι αν αρχίσει, θα τελειώσει,
όπως εάν τα μάτια του ήταν ανοικτά μέσα στο στόμα

ενός πουλιού, όπως εάν δεν είχε ποτέ ξεκινήσει

να βρίσκεται πουθενά. Μιλά

από αποστάσεις
όχι λιγότερο μακρινές από αυτές εδώ.







Αφήγηση



Επειδή ό,τι συμβαίνει ποτέ ξανά δεν θα συμβεί,
κι επειδή ό,τι έχει συμβεί
ατελεύτητα συμβαίνει πάλι,

είμαστε όπως ήμασταν, τα πάντα
μέσα μας έχουν αλλάξει, αν μιλάμε
για τον κόσμο
είναι μόνο για ν’αφήσουμε τον κόσμο

ανείπωτο. Πρώιμος χειμώνας: κίτρινα μήλα ακόμη
κρεμασμένα
σ' ένα δέντρο γυμνό, ίχνη
αθέατου ελαφιού

στο πρώτο χιόνι, κι έπειτα το χιόνι
που δεν σταματά. Δεν μετανιώνουμε
για τίποτα. Σαν να μπορούσαμε να παραμείνουμε
σ' αυτό το φως. Σαν να μπορούσαμε να παραμείνουμε στη σιωπή
αυτής της μοναδικής στιγμής

του φωτός.







SA. 1911-1979[10]



Από την απώλεια. Και από μιά τέτοια απώλεια
που λεηλατεί το νου - μέχρι και την ίδια την απώλεια

του νου. Να ξεκινάς με αυτή τη σκέψη: χωρίς καμιά

λογική. Κι έπειτα απλώς ν’ αναμένεις. Σαν η πρώτη λέξη
να έρχεται μόνο μετά την τελευταία, έπειτα από μιά ζωή
αναμονής για τη χαμένη

λέξη. Να μη λες τίποτα περισσότερο
από τη σκληρή αλήθεια : οι άνθρωποι πεθαίνουν, ο κόσμος εκπίπτει,
οι λέξεις

δεν έχουν νόημα. Και κατά συνέπεια να αναζητάς
μόνο λέξεις.

Τοίχος από πέτρα. Καρδιά από πέτρα. Σάρκα και αίμα.

Τόσο μόνο.
Και κάτι περισσότερο.






Ανάμεσα στα όρια



Πέτρινο προσκέφαλο, οι δρόμοι
της απομάκρυνσης. Και γραμμένος στην παλάμη σου
ο δρόμος.

Το σπίτι, τότε, δεν είναι το σπίτι
αλλά η απόσταση ανάμεσα στον
ευλογημένο
και τον ανευλόγητο. Κι όποιος βάλει τον εαυτό του
στο πετσί
τον αδελφού του, θα μάθει
τι πόνος είναι
να φτάνει ο έβδομος χρόνος
πέρα από τον έβδομο χρόνο
του εβδόμου χρόνου.

Και να χωρίζει τα παιδιά του στα δύο.

Και να παλεύει στο σκοτάδι
με τον άγγελο.



  


Εις ανάμνησιν του εαυτού μου




Μόνο να έχω πάψει να μιλώ.

Σαν να μπορούσα να αρχίσω πάλι
από κει που η φωνή μου σταμάτησε, εγώ
ο ήχος μιάς λέξης 

που αδυνατώ να προφέρω.

Τόση σιωπή
να γεννηθεί
σ' αυτή τη σκεπτόμενη σάρκα, ο ήχος
από το τύμπανο των λέξεων
μέσα της, τόσες πολλές λέξεις

χαμένες στον απέραντο κόσμο
μέσα μου, κι έτσι να αντιλαμβάνομαι
ότι παρά τη θέλησή μου

είμαι εδώ.

Θαρρείς αυτό είναι ο κόσμος.





Λευκοί χώροι [11]


(αποσπάσματα)

Κάτι συμβαίνει, κι από τη στιγμή που αυτό το κάτι αρχίζει να συμβαίνει, τίποτα ποτέ δεν μπορεί να είναι το ίδιο ξανά.

Κάτι συμβαίνει. Ή αλλιώς, κάτι δεν συμβαίνει. Ένα σώμα κινείται. Ή αλλιώς, δεν κινείται. Κι αν κινείται, κάτι αρχίζει να συμβαίνει. Κι αν πάλι δεν κινείται, κάτι αρχίζει να συμβαίνει.

Πηγάζει από τη φωνή μου. Ωστόσο αυτό δεν σημαίνει ότι αυτές οι λέξεις θα είναι ποτέ αυτό που συμβαίνει. Έρχεται και φεύγει. Αν συμβαίνει να μιλώ αυτή τη στιγμή, αυτό γίνεται μόνο επειδή ελπίζω πως θα βρω έναν τρόπο να προχωρήσω, να τρέξω παράλληλα προς καθετί άλλο που προχωρά, κι έτσι να ξεκινήσω να βρω έναν τρόπο να γεμίσω τη σιωπή δίχως να τη σπάσω.

Κάτι αρχίζει, και ήδη δεν είναι πια το ξεκίνημα, αλλά κάτι άλλο, που μας προωθεί μέσα στην καρδιά αυτού που συμβαίνει. Αν επρόκειτο αίφνης να σταματήσουμε και ν' αναρωτηθούμε, " Πού πηγαίνουμε;" ή "Πού βρισκόμαστε τώρα;", θα χανόμαστε, γιατί την κάθε στιγμή δεν είμαστε πια εκεί που ήμασταν, αλλά έχουμε αφήσει τους εαυτούς μας πίσω, αμετάκλητα, σ' ένα παρελθόν δίχως μνήμη, ένα παρελθόν ατελεύτητα σβησμένο από μιά κίνηση που μας μεταφέρει στο παρόν.  

Να σκέφτεσαι την κίνηση όχι απλώς ως μιά λειτουργία του σώματος αλλά ως μιά επέκταση του νου. Με τον ίδιο τρόπο, να σκέφτεσαι τον λόγο όχι απλώς ως μιά επέκταση του νου αλλά ως μιά λειτουργία του σώματος. Ήχοι αναδύονται από τη φωνή για να εισέλθουν στον αέρα, και τριγυρνούν και αναπηδούν και εισέρχονται στο σώμα που καταλαμβάνει αυτόν τον αέρα, και παρόλο που δεν μπορούν να γίνουν ορατοί, οι ήχοι αυτοί λειτουργούν ως μιά χειρονομία ακριβώς όπως ένα χέρι όταν αυτό τεντώνεται στον αέρα κατευθυνόμενο προς ένα άλλο χέρι, και σ' αυτή τη χειρονομία μπορεί να διαβαστεί όλο το αλφάβητο του πόθου, η ανάγκη του σώματος να γίνει αποδεκτό πέραν του εαυτού του, τη στιγμή που κατοικεί στη σφαίρα της δικής του κίνησης.

Στο βασίλειο του γυμνού βλέμματος τίποτα δεν συμβαίνει που να μην έχει την αρχή και το τέλος του. Κι ωστόσο πουθενά δεν μπορεί να βρεθεί ο τόπος ή η στιγμή όπου μπορούμε να ισχυριστούμε, χωρίς μιά σκιά αμφιβολίας, ότι αυτή είναι η αρχή, ή αυτό είναι το τέλος. Για μερικούς από εμάς έχει αρχίσει πριν από την αρχή, και για άλλους θα συνεχίσει να συμβαίνει και μετά το τέλος. Πού θα βρεθεί; Μην κοιτάς. Ή είναι εδώ ή δεν είναι. Κι όποιος επιχειρήσει να βρει καταφύγιο σε ένα οποιοδήποτε τόπο ή σε μιά οποιαδήποτε στιγμή, ποτέ δεν θα βρεθεί εκεί που νομίζει πως βρίσκεται. Μ' άλλα λόγια. Κάνε τους δικούς σου αποχαιρετισμούς. Ποτέ δεν είναι πολύ αργά. Πάντα είναι πολύ αργά.


Να πω το πιο απλό πράγμα. Να μην πάω μακρύτερα απ΄ οτιδήποτε είναι αυτό που συμβαίνει να βρω μπροστά μου. Να ξεκινήσω, για παράδειγμα, μ' αυτό το τοπίο. Ή ακόμη να σημειώνω τα πράγματα που είναι πιο κοντά, σαν να μπορούσα στον μικροσκοπικό κόσμο μπροστά στα μάτια μου να βρω μιά εικόνα της ζωής που υπάρχει πέρα από μένα, σαν κατά κάποιο τρόπο να μην κατανοώ εντελώς ότι κάθε πράγμα στη ζωή μου είναι συνδεδεμένο με όλα τα άλλα πράγματα, τα οποία με τη σειρά τους συνδέουν εμένα με τον κόσμο γενικά, τον ατέλειωτο κόσμο που προβάλλει στο νου, τόσο φονικός κι ακατανόητος όπως ο ίδιος ο πόθος.

Παραμένω στο δωμάτιο στο οποίο γράφω αυτό το κείμενο. Βάζω το ένα πόδι μπροστά από το άλλο. Βάζω τη μία λέξη μπροστά από την άλλη, και για κάθε βήμα που κάνω προσθέτω και μία άλλη λέξη, σαν να πρέπει για κάθε λέξη που θα ειπωθεί ένας άλλος χώρος να διασχιστεί, μιά απόσταση να καλυφθεί από το σώμα μου καθώς αυτό κινείται μέσα σ’ αυτόν τον χώρο. Είναι ένα ταξίδι μέσα στον χώρο, ακόμη κι αν δεν φτάσω πουθενά, ακόμη κι αν καταλήξω στο ίδιο μέρος απ' όπου ξεκίνησα. Είναι ένα ταξίδι μέσα στον χώρο, σαν να κινούμαι εντός και εκτός διαφόρων πόλεων, σαν να διασχίζω ερήμους, σαν να φτάνω στην άκρη κάποιου φανταστικού ωκεανού, όπου η κάθε σκέψη βυθίζεται στα αμείλικτα κύματα του πραγματικού.

Αφιερώνω αυτές τις λέξεις στα πράγματα που δεν καταλαβαίνω στη ζωή, σε καθετί που πεθαίνει μπροστά στα μάτια μου. Αφιερώνω αυτές τις λέξεις στην απιθανότητα να βρεθεί μιά λέξη ισοδύναμη με τη σιωπή εντός μου.

Στην αρχή, ήθελα να μιλήσω για χέρια και πόδια, για άλματα, για σώματα που           κατρακυλούν και στροβιλίζονται, για πολύ μεγάλα ταξίδια στον χώρο, για πόλεις, για ερήμους, για οροσειρές που απλώνονται πέρα από κει που μπορεί να δει το μάτι. Λίγο- λίγο, όμως, καθώς αυτές οι λέξεις άρχισαν να μου επιβάλλονται, τα πράγματα που ήθελα να κάνω έμοιαζαν εντέλει ασήμαντα. Απρόθυμα, εγκατέλειψα όλες τις πνευματώδεις ιστορίες μου, όλες τις  περιπέτειες μου σε μέρη μακρινά, και άρχισα, αργά και επώδυνα, να αδειάζω το μυαλό μου. Τώρα ό,τι απέμεινε είναι αυτή η κενότητα: ένας χώρος, δεν έχει σημασία πόσο μικρός, στον οποίο οτιδήποτε συμβαίνει μπορεί να επιτρέπεται να συμβαίνει.

Τίποτα δεν συμβαίνει. Κι ωστόσο, δεν υπάρχει το τίποτα. Το να επικαλείσαι πράγματα που ποτέ δεν έχουν συμβεί είναι υπέροχο, αλλά πόσο πιο απολαυστικό να παραμένεις στο βασίλειο του γυμνού βλέμματος.

Αυτό καταλήγει στο εξής: ότι το καθετί θα έπρεπε να μετράει, το καθετί θα έπρεπε να είναι μέρος αυτού, ακόμη και τα πράγματα που δεν καταλαβαίνω ή δεν μπορώ να καταλάβω. Ο πόθος, για παράδειγμα, να καταστρέψω ό,τι έχω γράψει μέχρι τώρα. Όχι από κάποια αντίδραση στην ανεπάρκεια αυτών των λέξεων (αν και αυτό παραμένει μιά ξεκάθαρη δυνατότητα), αλλά περισσότερο από την ανάγκη να υπενθυμίζω στον εαυτό μου, κάθε στιγμή, ότι τα πράγματα δεν είναι υποχρεωτικό να συμβαίνουν μ’ αυτόν τον τρόπο, ότι υπάρχει πάντοτε ένας άλλος τρόπος, ούτε καλύτερος ούτε χειρότερος, με τον οποίο τα πράγματα θα μπορούσαν να διαμορφωθούν. Συνειδητοποιώ στο τέλος ότι ενδεχομένως είμαι αδύναμος να επηρεάσω το αποτέλεσμα ακόμη και του πιο μικρού πράγματος που συμβαίνει, αλλά παρόλα αυτά, και σε πείσμα του εαυτού μου, σαν σε μιά πράξη τυφλής πίστης, θέλω να αναλάβω την πλήρη ευθύνη. Και κατά συνέπεια αυτός ο πόθος, αυτή η ανάγκη που με κατακλύζει, να πάρω αυτά τα χαρτιά και να τα σκορπίσω στο δωμάτιο. Ή αλλιώς, να συνεχίσω. Ή αλλιώς, να ξεκινήσω πάλι από την αρχή. Ή αλλιώς, να συνεχίσω, σαν η κάθε στιγμή να ήταν η αρχή, σαν η κάθε λέξη να ήταν η αρχή μιάς άλλης σιωπής, μιά άλλη λέξη πιο σιωπηλή από την τελευταία.

Μερικές σκόρπιες σημειώσεις. Ένα τελευταίο τσιγάρο πριν πάω για ύπνο. Το χιόνι που πέφτει αδιάκοπα στη χειμωνιάτικη νύχτα. Να παραμείνω στο βασίλειο του γυμνού βλέμματος, τόσο ευτυχής όσο είμαι αυτή τη στιγμή. Κι αν αυτό είναι υπερβολικό να το ζητήσω, τότε ας έχω δεδομένη την ανάμνησή του, έναν τρόπο να επιστρέφω σ' αυτό μέσα στο σκοτάδι της νύχτας που χωρίς αμφιβολία θα με καταβυθίσει πάλι. Ποτέ να μη βρίσκομαι πουθενά αλλού παρά εδώ. Και το απέραντο ταξίδι μέσα στον χώρο που συνεχίζεται. Παντού σαν ο κάθε τόπος να βρίσκεται εδώ. Και το χιόνι που πέφτει αδιάκοπα στη χειμωνιάτικη νύχτα.

1979




Σημειώσεις από ένα βιβλίο σύνθεσης (1967)



1.

Ο κόσμος είναι στο κεφάλι μου. Το σώμα μου είναι στον κόσμο

2.

Ο κόσμος είναι η ιδέα μου. Εγώ είμαι ο κόσμος. Ο κόσμος είναι η ιδέα σου. Εσύ είσαι ο κόσμος. Ο κόσμος μου κι ο κόσμος σου δεν είναι ίδιοι.

3.

Δεν υπάρχει κόσμος εκτός από τον ανθρώπινο κόσμο. (Με τον όρο ανθρώπινο εννοώ οτιδήποτε μπορεί να γίνει αισθητό και αντιληπτό με την όραση, το αίσθημα, την ακοή, τη σκέψη, και τη φαντασία).

4.

Ο κόσμος δεν έχει αντικειμενική ύπαρξη. Υπάρχει μόνο στον βαθμό που είμαστε ικανοί να τον αντιληφθούμε. Κι οι αντιλήψεις μας είναι αναγκαστικά περιορισμένες. Αυτό σημαίνει ότι ο κόσμος έχει ένα όριο, ότι σε κάποιο σημείο σταματά. Αλλά εκεί που σταματά για μένα δεν είναι απαραίτητα εκεί που σταματά για σένα.

5.

Καμιά θεωρία για την τέχνη (αν είναι δυνατόν) δεν μπορεί να χωριστεί από μιά θεωρία της ανθρώπινης αντίληψης.

6.

Ωστόσο, όχι μόνο οι αντιλήψεις μας είναι περιορισμένες, αλλά και η γλώσσα (το δικό μας μέσο έκφρασης αυτών των αντιλήψεων) είναι επίσης περιορισμένη.

7.

Η γλώσσα δεν είναι εμπειρία. Είναι ένα μέσο οργάνωσης της εμπειρίας.

8.

Τι είναι, λοιπόν, η εμπειρία της γλώσσας; Εκείνη μας δίνει τον κόσμο και εκείνη μας τον παίρνει μακριά. Με μιάν ανάσα.

  


9.

Η πτώση του ανθρώπου δεν είναι ζήτημα αμαρτίας, παράβασης, ή ηθικής εξαχρείωσης. Είναι ζήτημα γλώσσας που κατακτά την εμπειρία: η κάθοδος του κόσμου στη λέξη, εμπειρία καθόδου από το μάτι στο στόμα. Μιά απόσταση περίπου τρεις ίντσες.

10.

Το μάτι βλέπει τον κόσμο σε συνεχή μεταβολή. Η λέξη αποπειράται να συλλάβει τη ρευστότητα, να τη σταθεροποιήσει. Κι ωστόσο επιμένουμε να προσπαθούμε να μεταφράσουμε την εμπειρία στη γλώσσα. Για αυτό τον λόγο υπάρχει η ποίηση, για αυτό τον λόγο οι εκφράσεις της καθημερινής ζωής. Αυτή είναι η πίστη που εμποδίζει την παγκόσμια απελπισία - κι αυτή επίσης τη δημιουργεί.

11.

Η τέχνη είναι ο καθρέφτης του ανθρώπινου πνεύματος (Μάρλοου). Η εικόνα στον καθρέφτη είναι ταιριαστή- και εύθραυστη. Σπάσε τον καθρέφτη κι επανατοποθέτησε τα κομμάτια. Το αποτέλεσμα θα είναι πάλι η αντανάκλαση κάποιου πράγματος. Οποιοσδήποτε συνδυασμός είναι δυνατός, οποιοσδήποτε αριθμός κομματιών μπορεί να βρεθεί εκτός. Η μόνη αξίωση είναι ότι τουλάχιστον ένα  θραύσμα παραμένει. Στον Άμλετ, η τοποθέτηση του καθρέφτη απέναντι στη φύση, καταλήγει στο ίδιο πράγμα μ’ αυτό που διατύπωσε ο Μάρλοου - εφόσον τα παραπάνω επιχειρήματα έχουν γίνει κατανοητά. Γιατί όλα τα πράγματα στη φύση είναι ανθρώπινα, ακόμη κι αν η ίδια η φύση δεν είναι. (Δεν θα υπήρχαμε, αν ο κόσμος δεν ήταν η ιδέα μας γι’ αυτόν). Με άλλα λόγια ανεξάρτητα από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα (αρχαία ή μοντέρνα, Κλασική ή Ρομαντική), η τέχνη είναι προϊόν του ανθρώπινου νου. (Ο άνθρωπος μιμείται).

12.

Πίστη στη λέξη είναι ό,τι ονομάζω Κλασικό. Αμφιβολία για τη λέξη είναι ό,τι αποκαλώ Ρομαντικό. Ο Κλασικιστής πιστεύει στο μέλλον. Ο Ρομαντικός γνωρίζει ότι θα απογοητευτεί, ότι οι επιθυμίες του ποτέ δεν θα εκπληρωθούν. Γιατί πιστεύει πως ο κόσμος είναι άφατος, οι λέξεις αδυνατούν να τον συλλάβουν.

13.

Να νιώθεις αποξενωμένος από τη γλώσσα σου, σημαίνει να χάνεις το ίδιο σου το σώμα. Όταν οι λέξεις σε εγκαταλείπουν, διαλύεσαι στην εικόνα του τίποτα. Εξαφανίζεσαι.












[1] Σχεδόν όλο το πεζογραφικό έργο του Πολ Όστερ είναι μεταφρασμένο στα ελληνικά. Στα βιβλία αυτά, που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος, μπορεί ο αναγνώστης να βρει πληροφορίες για τη ζωή και το έργο του Όστερ και μετά το 1979.
[2] Η δήλωση αυτή του Πολ Όστερ έγινε το 1987 σε μία συζήτηση με τον  Joseph Mallia. Η συνέντευξη δημοσιεύεται στη συλλογή δοκιμίων του Όστερ, The Art of Hunger ( Η Τέχνη της Πείνας ).
[3] Απόσπασμα από μία συνέντευξη του Πολ Όστερ στους Larry McCaffery και Sinda Gregory, που δημοσιεύεται στη συλλογή δοκιμίων του Όστερ, The Art of Hunger ( Η Τέχνη της Πείνας ).

[4] Τα ποιήματα της ενότητας αυτής πρωτοδημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Poetry, τον Μάρτιο του 1972
[5] Περιλαμβάνει ποιήματα γραμμένα από το 1970-1972.
[6] Αναφέρεται στην επανεκλογή του προέδρου Νίξον, την εποχή του σκανδάλου Γουότεργκεϊτ
[7] Τα επτά ποιήματα της ενότητας αυτής γράφτηκαν το 1975
[8] Χρόνος γραφής 1976
[9] Στο πρωτότυπο υπάρχει η λέξη honesty. Έχει δύο σημασίες.: 1.εντιμότητα, τιμιότητα. 2. το φυτό λουναρία. Πιθανότατα ο Όστερ χρησιμοποιεί τη φράση καταρχάς περιγραφικά urn of honesty = τεφροδόχο από ξύλο λουναρίας, αποβλέποντας παράλληλα να ενεργοποιήσει και τους συνειρμούς που προκαλεί η άλλη σημασία της λέξης honesty. Επειδή αυτό το παιγνίδι στη μετάφραση δεν είναι εφικτό να επαναληφθεί, προτίμησα να θυσιάσω την περιγραφική χρήση της λέξης και να αναδείξω τη μεταφορική της διάσταση.
[10] Τα αρχικά αναφέρονται στον πατέρα του, τον Samuel Auster, που πέθανε το 1979.
[11] Το κείμενο αυτό, όπως μας πληροφορεί ο ίδιος ο ΄Οστερ,  είναι μιά απόπειρα  να αποδώσει με λέξεις την εμπειρία που δοκίμασε, παρακολουθώντας την πρόβα μιάς παράστασης χορού, τον Δεκέμβρη του 1978. Η ποιητική αυτή πρόζα περιλαμβάνεται και στην παλαιότερη έκδοση των Selected Poems του Πoλ Όστερ και στην τωρινή των Collected Poems.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου