ΒΙΚΤΩΡΙΑ ΚΑΠΛΑΝΗ

ΒΙΚΤΩΡΙΑ ΚΑΠΛΑΝΗ

ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΕΛΥΘΕΡΙΟΥ

ΔΟΚΙΜΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ

"Τα ποιήματα 1978-2011" Γαβριηλίδης 2015

Η συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων της Αγγελικής Ελευθερίου, λίγους μήνες μετά το θάνατό της,  μας δίνουν την αφορμή να ξαναδιαβάσουμε και να γνωρίσουμε το ποιητικό της έργο,  που η ίδια επιμελώς αποσιωπούσε και έκανε θαρρείς ό,τι μπορούσε για να περνά απαρατήρητο. Πρόκειται για μια δημιουργό αθόρυβη, διακριτική αλλά σαφέστατα διακριτή, εκλεκτική και εκλεκτή, η οποία δημοσιοποίησε για πρώτη φορά τη δουλειά της, χάρη στην παρέμβαση φίλων στα τέλη της δεκαετίας του εβδομήντα, ενώ οι συνομήλικοι ομότεχνοί της είχαν ήδη δώσει ευκρινή δείγματα γραφής.   Έξι ποιητικές συλλογές από το 1978 μέχρι το 2011, που αν συνθέσουμε ένα ποίημα από τους τίτλους τους μπορούμε με τη φαντασία μας να φτιάξουμε μια πρώτη εικόνα για την ποίησή της.

Μια γυναίκα
Ωδίνες
Αργά το απόγευμα
Από τότε
Θα καπνίζω
Μια άδεια θέση

Η φωνή που μιλά στα ποιήματα είναι η φωνή μιας γυναίκας, που έχει βιώσει τις ωδίνες κυριολεκτικά και μεταφορικά. Μπορούμε να τη φανταστούμε αργά το απόγευμα, όταν παίρνει να σκοτεινιάζει, να αναθυμάται στιγμές από τότε, από το μακρινό ή κοντινό παρελθόν να μιλά σε μια άδεια θέση, σε κάποιον απόντα.

Γεννημένη στη Σύρα το 1940, γέννημα –θρέμμα μιας δύσκολης και σκληρής εποχής έχει κατανοήσει από μικρή τον αγώνα της επιβίωσης, τη δύσκολη μοίρα των γυναικών που αναλαμβάνουν την ευθύνη της οικογένειας και δεν έχουν την πολυτέλεια να αυτοπροσδιορίζονται με βάση τις δημιουργικές τους δεξιότητες και ανησυχίες. Από τη Σύρα στην Αθήνα, με το μικρόβιο της τέχνης να δουλεύει υπόγεια και δραστικά, γυρεύοντας  τρόπους να φανερωθεί, οι αντιστάσεις των γονιών κάμπτονται, τελειώνει το σχολείο,  σπουδάζει στο Θέατρο Τέχνης του Κουν με υποτροφία, αλλά οι άριστοι δεν έχουν πάντα την τύχη που τους αξίζει κι αυτό το μάθημα η Αγγελική το μαθαίνει καλά από νωρίς.  Στη συνέχεια Λονδίνο, Παρίσι, δικτατορία έρωτας, γάμος, μητρότητα, επιστροφή στην Αθήνα με τον ερχομό της Μεταπολίτευσης. Οι δυσκολίες της επιβίωσης σε μια ανελέητη και επιτακτική καθημερινότητα γεννούν όλα αυτά τα χρόνια την ανάγκη της έκφρασης ως μηχανισμού αποσυμπίεσης, εκτόνωσης, η γραφή λειτουργεί ως φάρμακο, ως αντίδοτο. Έτσι γεννιούνται οι στίχοι των τραγουδιών και τα πρώτα της ποιήματα.  Μιλά μια γυναίκα, σαν όλες τις άλλες, μια γυναίκα της διπλανής πόρτας και γυρεύει απ’ το λευκό χαρτί μιαν απόκριση, ένα ευήκοον ους, έναν συνομιλητή της καρδιάς της. Από το λευκό χαρτί που γεμίζει λέξεις  ζητείται η αποδοχή του εαυτού και των άλλων, η μαγική δύναμη να ληφθούν αποφάσεις, να σπάσουν τα δεσμά που την κρατούν αιχμάλωτη σε ανοίκειους ρόλους. Τα αισθητικά της κριτήρια όμως είναι εκλεκτικά και αυστηρά, καθώς ο πήχης ήδη έχει ανέβει ψηλά, μια και στο στενό οικογενειακό περιβάλλον υπάρχουν δύο άντρες συγγραφείς, δύο ισχυρές προσωπικότητες, ο Μάνος Ελευθερίου με τα διηγήματα και τους στίχους του, τις πολλά υποσχόμενες συνεργασίες με το Θεοδωράκη, το Μούτση, το Μαρκόπουλο  και ο τότε σύζυγός της Γιώργος Σκούρτης που από το ξεκίνημά του κιόλας, με το έργο Οι νταντάδες προκάλεσε αίσθηση στο χώρο του θεάτρου.
Η πρώτη ποιητική της συλλογή με τον τίτλο Μια γυναίκα (1978), τίτλο που μπορεί να λειτουργήσει πέρα από περιγραφικά κι ως σκληρό αυτοσαρκαστικό σχόλιο,   περιέχει ποιήματα αφηγηματικά εν είδει ημερολογίου σε στίχους ή σαν ανεπίδοτα γράμματα στον ιδανικό αναγνώστη, στον εαυτό ή σε μια αγαπημένη φίλη, που όλα μαζί συνθέτουν μια ιστορία που πολλές γυναίκες αντικατοπτρίζονται σ’ αυτήν και νιώθουν ότι τις περιέχει και τις εκπροσωπεί.  Η Ελευθερίου ξεκλειδώνει στο χαρτί τη σιωπή μιας γυναίκας, μιλά γι’ αυτά που τριβελίζουν τη σκέψη της, για τους λογισμούς και τις έγνοιες που ζωγραφίζουν τις ρυτίδες στο βλέμμα της, που αφαιρούν το σφρίγος και σπέρνουν τον πρώτο σπόρο της ασθένειας. Διαβάζουμε στίχους που καταγράφουν την αποξένωση, τη φθορά του έρωτα,  την απαξίωση και την εγκατάλειψη. Μια γυναίκα που βασανίζεται ν’ αποδεχτεί το ζωντανό θάνατο του έρωτα, να διαχειριστεί τα αντιφατικά συναισθήματα που διαρκώς αναδύονται, το θυμό, τον πόθο, την απόγνωση, ενοχοποιώντας και υποβιβάζοντας ενίοτε τον εαυτό της, ενώ παράλληλα περιμένει, ανέχεται και αγωνίζεται να επιβιώσει. Θέματα καθημερινά, συνηθισμένα, ειπωμένα με λόγο απλό, γυμνό, χωρίς μελοδραματισμούς με αφοπλιστική ειλικρίνεια και αξιοπρέπεια.  Λόγος αρθρωμένος με τόλμη και διακριτό ύφος, εξομολογητικός, ρεαλιστικός, άμεσος, όπως παράγεται στο εργαστήρι του μυαλού και της καρδιάς, χωρίς να κρύβεται μέσα σε σύμβολα και μύθους. Από αυτό το πρώτο βιβλίο της μέχρι το τελευταίο θα υπάρχει στους στίχους της, μια αντρική φιγούρα, ο αγαπημένος, ο αδελφός, ο φίλος,  ο άντρας ως παρουσία, αλλά κυρίως ως απουσία θα κρατά πρωταγωνιστικό ρόλο σε πολλά ποιήματά της.
Τέσσαρα χρόνια αργότερα έρχεται το δεύτερο βιβλίο με τον τίτλο Ωδίνες (1982).  Μοιάζει να συνεχίζει το προηγούμενο, μολονότι ο αφηγηματικός λόγος είναι πιο ελλειπτικός, πιο αφαιρετικός. Εδώ, συντελείται ένα εσωτερικό επώδυνο ξεκαθάρισμα, ένας απολογισμός που ονειρεύεται να φτάσει στην κάθαρση. Η αδικία πονά κι η εκδίκηση, αφενός δεν πραγματοποιείται, αφετέρου αδυνατεί να θεραπευτεί μέσω της συγχώρεσης κινδυνεύει να εσωτερικευτεί και να προκαλέσει αυτοτραυματισμό και αυτοτιμωρία. Οι ωδίνες της γέννας, της μνήμης, του απολογισμού.
Την εποχή που κυκλοφορεί το πρώτο της βιβλίο, την ίδια αυτή περίοδο, 78-82, ο Μίκης Θεοδωράκης επιλέγει στίχους της Αγγελικής Ελευθερίου για να γίνουν τραγούδια. Έτσι προκύπτουν οι Χαιρετισμοί το 1982 και η Φαίδρα το 1985. Οι στίχοι αυτοί έχουν έκδηλη ποιητικότητα, δραματικό βάθος, αυτονομία, εσωτερική δύναμη πηγάζουν από την ίδια ρίζα και κινούνται στην ίδια θεματική με τα ποιήματα αυτής της περιόδου.
Μετά από οχτάχρονη σιωπή, επανέρχεται η Αγγελική Ελευθερίου με το βιβλίο Αργά το απόγευμα (1990). Εδώ έχουμε κάποιες αξιοσημείωτες διαφορές από τα πρώτα βιβλία. Τα προσωπικά βιώματα που  δίνουν την αφορμή των ποιημάτων αυτών φιλτράρονται πολύ προσεκτικά, το κατακάθι μένει στην άκρη κι εκείνο που ενδιαφέρει είναι το απόσταγμα  του βιώματος. Ο λόγος πηγαίνει σε βαθύτερα στρώματα, κερδίζει σε πολυσημία και  αποτελεσματικότητα. Το ποιητικό υποκείμενο χρησιμοποιεί το πρώτο και δεύτερο  ρηματικό πρόσωπο, ενισχύοντας τη θεατρικότητα του λόγου. Τα ποιήματα της συλλογής μοιάζουν σκηνές  ενός μονόλογου, όπου μια γυναίκα  κάθε βράδυ αφηγείται θραύσματα ιστοριών, έτσι όπως αυτά έρχονται στη μνήμη της, συνομιλεί με όνειρα και με την ανάμνηση του έρωτα,  καταδύεται στα βάθη της συνείδησης, έχοντας αποδεχτεί την τραγικότητα της ζωής και τη σκιά του θανάτου. Κύκλοι  ζωής κλείνουν, τοπία κι άνθρωποι αλλοιώνονται, αλλάζουν και χάνονται.
Ακολουθεί η σειρά ποιημάτων με τίτλο Από τότε το 1996.Μια σειρά ποιημάτων απολογισμού και αναστοχασμού,  μια προσέγγιση κριτική του μέχρι τώρα βίου. Το πέρασμα του χρόνου δείχνει εμφανώς τα ίχνη του, όνειρα παραμένουν ανεκπλήρωτα, οι νεκροί αγαπημένοι αυξάνονται. Τον πρώτο λόγο εδώ έχει η μνήμη. Η ποιήτρια επιστρέφει σε μνήμες παιδικές, ένδον σκάπτει  και ανασύρει χαμένες ψηφίδες του χρόνου, αισθήσεις και αισθήματα από τότε θαμμένα που τώρα  επιστρέφουν, εμπειρίες επώδυνες, έρωτες, αρρώστιες, γέννες και θάνατοι, μικρές λεπτομέρειες της καθημερινότητας, βλέμματα, αγγίγματα, ξαναγυρίζουν  μέσω των στίχων και ανασυνθέτουν το δικό της πρόσωπο.  
Οχτώ χρόνια αργότερα, το 2004, η Αγγελική Ελευθερίου επανέρχεται με ένα νέο βιβλίο με τον πρωτότυπο τίτλο Θα καπνίζω. Το τσιγάρο και ο καπνός πολλές φορές εμπλέκεται στους στίχους των ποιητών, αλλά αυτή τη φορά  ονοματίζει μια ολόκληρη συλλογή. Τίτλος -δήλωση που παραπέμπει σε ένα πάθος, μια ανυπακοή, μια ελεύθερη επιλογή, αλλά και μια πρόκληση της μοίρας και του μοιραίου. Η Ελευθερίου συνεχίζει τη θεματική των δύο προηγούμενων συλλογών και υφολογικά ακολουθεί την ίδια γραμμή. Ελλειπτικές  βιωματικές αφηγήσεις συμπυκνώνουν γεγονότα και αναμνήσεις και παραπέμπουν κρυπτογραφικά σε μια προσωπική ιστορία.  Ήδη από το μότο της συλλογής, που περιέχει λόγια του χαμένου αδελφού της ποιήτριας, είναι εμφανές ότι ο θάνατος προσφιλών προσώπων και η αντιμετώπιση αυτής της απώλειας   ανθρώπων αλλά και τόπων, πραγμάτων αλλά  ακόμη  και αυτών των νεανικών χρόνων θα έχουν ένα πρωταγωνιστικό ρόλο. Ο αιφνιδιασμός κι όλη η ανατροπή που φέρνει στη συνείδηση η απώλεια, η ματαίωση ονείρων και επιθυμιών αποτυπώνονται  καίρια στους στίχους της Ελευθερίου,   αποκαλύπτοντας έναν άνθρωπο με ισχυρό έως θανάτου πάθος για τη ζωή και την αγάπη, έναν άνθρωπο που μάχεται με τους ίσκιους του ιδανικού.  Το τσιγάρο συντροφεύει την Ελευθερίου δια βίου στην καθημερινότητα και την ποίηση, έχει γίνει μια αντιπροσωπευτική εικόνα,  ένα σταθερά επαναλαμβανόμενο μοτίβο που διατρέχει όλο της το έργο.  Είναι συντροφιά, φάρμακο, ρολόι που μετράει τις στιγμές κι εδώ έχει κι ένα σχεδόν τελετουργικό ρόλο λειτουργεί ως σημείο επαφής, ως συνδετικό στοιχείο με το νεκρό αδελφό.
Η τελευταία συλλογή της Ελευθερίου  εκδόθηκε το 2011 με τίτλο Μια άδεια θέση. Ίσως η πλέον υπαρξιακή συλλογή της Ελευθερίου, που συγκεντρώνει τους προβληματισμούς και τη γενικότερη στάση της απέναντι στη ζωή, το θάνατο και την τέχνη. Ένας απολογισμός ζωής μοιάζει να γίνεται εδώ, μια ανθρώπινη αναδρομή στο χρόνο, το χαμένο σπίτι, η μητέρα, η κρατημένη συγνώμη που ταλανίζει τις ψυχές, κι ακόμη η τραγική επίγνωση ότι η κλεψύδρα αδειάζει είναι φανερή και κινητοποιεί τη γραφή της να κάνει τα αναγκαία ξεκαθαρίσματα,  αντιμέτωπη πλέον  με το όριο, που καλεί για το πέρασμα σε μια άλλη κατάσταση.  Η νεανική χίμαιρα έχει σωματοποιηθεί, το αδικαίωτο εγώ δεν μάχεται, δεν διεκδικεί , γίνεται φιγούρα ονείρου και ξεκινά  έναν απαρηγόρητο αποχαιρετισμό.  Ζητά ένα ρόλο στην τελευταία παράσταση. Ο τίτλος του βιβλίου διατηρεί μια έκδηλη πολυσημία.  Προσδοκία και απουσία. Η προσδοκία να βρεθεί επιτέλους για την ποιήτρια μια άδεια θέση σ’ αυτό το θέατρο της ζωής, αλλά κοντά στην πόρτα για να μπορεί, όποτε νιώσει πίεση να φύγει κι από την άλλη ο τίτλος σηματοδοτεί ήδη μια απουσία που ακολουθεί σαν σκιά την Ελευθερίου σε όλο το βίο της. Μια απουσία και την ίδια στιγμή μια προσμονή, η αίσθηση της απώλειας και η επιθυμία του θανάτου ως λύτρωση, ως η άδεια θέση που επιτέλους την περιμένει.
Η Αγγελική Ελευθερίου μπήκε στην περιπέτεια της γραφής απρογραμμάτιστα, υπακούοντας σε μια εσωτερική ανάγκη, χωρίς ιδιαίτερες  φιλοδοξίες. Πολύ γρήγορα όμως η ποίηση έγινε  ο δικός της χώρος, το σπίτι της,  το οποίο φρόντισε με μεγάλη επιμέλεια. Η τελειομανία που τη χαρακτήριζε δεν της επέτρεψε ποτέ να καταφεύγει σε εύκολες λύσεις. Τα ποιήματά της έχουν την απλότητα, την  αμεσότητα, την τόλμη  και την ειλικρίνεια του ικανού και σοφού τεχνίτη, που, σμιλεύοντας υπομονετικά το υλικό του, μέσα από την τέχνη του, βρίσκει το δικό του παραμελημένο πρόσωπο. Ενίοτε αυτοσαρκάζεται κι ο λόγος της τότε γίνεται εξόχως δραστικός και ανελέητος. Από τους ομοτέχνους της επιλέγει να συνομιλεί με όσους αντιστρατεύονται τη λογική της αγοράς, τους αθόρυβους ποιητές της σκιάς.

Η ποίηση της Ελευθερίου πηγάζει μέσα από τη ζωή μιας γυναίκας  παλαιάς κοπής που έχει αποδεχτεί τις αρετές του φύλου της, την αγάπη, τη σύνδεση, την προσφορά, την υπομονή, την ανθεκτικότητα και την ανιδιοτέλεια. Μια ποίηση βιωματική, γήινη, ουσιαστικά ερωτική, ζυμωμένη με χώμα και νερό, βγαλμένη μέσα από τις οριακές στιγμές του βίου: τον έρωτα  και το θάνατο.  Ποίηση ατμοσφαιρική, ποίηση του κλειστού εσωτερικού χώρου, της μνήμης και της απουσίας γραμμένη με λόγο καθημερινό, λιτό, που αποπειράται να εκφράσει την υπαρξιακή αγωνία μιας φωνής που γυρεύει απεγνωσμένα την επικοινωνία και τη συνάντηση με τον άλλο.

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Το Κοράλλι τεύχος 8 / Μάρτιος 2016









Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου