ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 22/02/2008
Μια φρέσκια
εμφάνιση σε ώριμη ηλικία
Τρόποι για να
ασκήσουμε την ποιητική τέχνη
ΒΙΚΤΩΡΙΑ ΚΑΠΛΑΝΗ
Ηχοι - Απόηχοι «ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ»ΣΕΛ.
61
Οι ποιητές που έκαναν την
εμφάνισή τους στα ελληνικά γράμματα κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980
έχουν σχηματίσει την ταυτότητα μιας γενιάς η οποία δυσκολεύτηκε αρκετά, και όχι
μόνο στα πρώτα της βήματα, να βρει τα χαρακτηριστικά και το στίγμα της. Η εκφραστική
αμηχανία, οι αναφομοίωτες επιδράσεις, το εύκολο στιλ της γραφής, αλλά και η συχνή
έλλειψη ποιητικών ιδεών είναι μερικά μόνο από τα εμπόδια τα οποία υποχρεώθηκαν
να αντιμετωπίσουν
επί σειρά ετών ουκ ολίγα μέλη της γενιάς του 1980. Βέβαια, τα χρόνια πέρασαν κι
έλυσαν από μόνα τους πλήθος προβλήματα: οι αδύναμοι και οι αδιόρθωτοι πήγαν εκ
των πραγμάτων στην άκρη, οι μέσοι όροι αύξησαν τη δύναμη της σταθερότητας και
της αντοχής τους, ενώ οι προχωρημένοι έφτιαξαν με ευκρινή τρόπο τη φυσιογνωμία τους,
διανύοντας σήμερα μιαν ασφαλή περίοδο ωριμότητας. Η Βίκυ Καπλάνη είναι γεννημένη
το 1961 και ανήκει στη γενιά του 1980: έχουμε δει κατά καιρούς ορισμένες ποιητικές
δημοσιεύσεις της (πρωτότυπες και μεταφραστικές), αλλά το «Ηχοι - Απόηχοι» αποτελεί
το πρώτο της βιβλίο - την πρώτη συγκροτημένη παρουσία της σε μια φάση κατά την
οποία πολλοί από τους συνομηλίκους της έχουν να επιδείξουν μια ποσοτικά (αλλά
και ποιοτικά πλέον) αξιοσύστατη και αξιοπαρατήρητη παραγωγή.
Σαν έτοιμη από καιρό
Και λοιπόν; Η περίπτωση της Καπλάνη δείχνει
πως τίποτε δεν πρέπει να αποκλείουμε οποτεδήποτε και πως τα πάντα μπορεί,
κάλλιστα, να βρεθούν ανά πάσα ώρα σε μια καινούργια αφετηρία και να ξεκινήσουν
από την αρχή. Η Καπλάνη μπαίνει στη σύγχρονη ποιητική σκηνή σαν έτοιμη από
καιρό: με κατασταλαγμένη γλώσσα και λιτά φροντισμένη σκηνογραφία, με
ολοκληρωμένο, παρά την εγγενή αποσπασματικότητά του, βλέμμα, όπως και με μια
βαθύτερη έγνοια τόσο για τη φανέρωση όσο και για τη θεμελίωση της ποιητικής της.
Και αν προτάσσω το ζήτημα της ποιητικής, το κάνω επειδή η συλλογή της Καπλάνη, χωρισμένη
σε δύο ευδιάκριτες ενότητες («Είσοδος» και «Ηχοι - Απόηχοι»), που βρίσκονται σε
μόνιμη εσωτερική σύνδεση, αλλά και σε πάγια υπόγεια επικοινωνία, αποτελεί, μαζί
με
πολλά άλλα, ένα βιβλίο για τις μεθόδους
μέσω των οποίων κατανοείται, αλλά και βιώνεται ή ασκείται η τέχνη της ποίησης
σ' ένα πλαίσιο σαφούς υποχώρησης και συρρίκνωσης του δημόσιου λόγου της.
Εκείνο που προσπαθώ να πω είναι πως ό,τι
προέχει και προξενεί τις καλύτερες εντυπώσεις στη δουλειά της Καπλάνη πηγάζει
από την προσήλωσή της στις τεχνικές προσέγγισης και επαναπροσέγγισης του
αντικειμένου της, από την αταλάντευτη εστίαση της προσοχής της στους τρόπους
άρθρωσης και σκηνοθεσίας του λόγου της. Ως προς τις καταστάσεις και τα αισθήματα
που στοιχειώνουν τη στιχουργική της, η Καπλάνη είναι τυπικό παιδί της γενιάς της:
η ζωή έχει χάσει οριστικά (και δεν θα ξαναβρεί ποτέ) τον μυθικό της χαρακτήρα,
η ύπαρξη τριγυρίζει απεγνωσμένα γύρω από το απαστράπτον κενό της, ο χρόνος έχει
ξεφύγει από τις συμφωνημένες ακολουθίες του και στροβιλίζεται σ' ένα φάσμα
χωρίς αφετηρία και
δίχως τέρμα, η μνήμη είναι αδύνατον να
καλμάρει τον παντελώς μάταιο πόθο της για
επιστροφή σε μια πρωταρχική αθωότητα, ενώ ο
προσανατολισμός ή η όδευσή μας προς τον άλλο σκοντάφτουν κάθε τόσο πάνω στα
κοτρόνια μιας σπαρακτικής απουσίας των όντων:
«Σ' ακολουθώ / και μετά την αποχώρησή μου /
παίρνω τις μορφές του αγνώστου / με το μακρύ παλτό και το καπέλο / εμφανίζεται
στον ύπνο σου / μιλά σε ακατάληπτες γλώσσες / λόγος ιερατικός / για μυημένους /
και σ' αφήνει / πάλι στη σιωπή». Τα πάντα σε ένα τέτοιο πεδίο δείχνουν να έχουν
στραβώσει εν τη γενέσει τους και κανείς δεν θα καταφέρει ποτέ να φτάσει στην
οιαδήποτε λύση με κανέναν, ακόμη κι αν όλοι καίγονται από την ανάγκη μιας σωτήριας
(ή, έστω, απλώς ανακουφιστικής) παραμυθίας.
Τα καθημερινά υλικά του σύμπαντος
Ο ζόφος της κατάρρευσης του σύμπαντος,
αποτυπωμένος στη φτενή (κάποτε ακόμη και ευτελή) ύλη της καθημερινότητας,
αποτελεί απαραγνώριστο σημάδι της ποιητικής γενιάς της Καπλάνη και δεν θα
μπορούσε παρά να επηρεάσει και την ίδια αποφασιστικά. Ο δικός της, παρ' όλα
αυτά, δρόμος προκειμένου να απεικονίσει και, ενδεχομένως, να ξορκίσει τον ζόφο είναι
ο δρόμος μιας εκτεταμένης αποφόρτισής του, μιας αποφόρτισης η οποία πίσω από τις
εσκεμμένα αποστασιοποιημένες περιγραφές ή τις σκόπιμα ουδέτερες λέξεις και
φράσεις της κρύβει την οδύνη ή και τον θρήνο για τη διάσπαση και την απώλεια
των πραγμάτων, αποσιωπώντας με ευστροφία (για να τα διασώσει στο ακέραιο) τους
ακρωτηριασμούς ή τα τραύματά τους. Η Καπλάνη δοκιμάζει επίσης την τακτική της
ειρωνικής χρήσης των δισσών
λόγων: ονομάζοντας την ανθρώπινη συνθήκη
(στοιχεία, εν πάση, περιπτώσει, και τρίμματα μιας πολλαπλά συντετριμμένης
ανθρώπινης συνθήκης) δύο φορές, με το βλέμμα της να προέρχεται από δύο
αντικριστές σκοπιές, καταλήγει όχι στην αντιβολή ή στην αντιπαράθεσή τους, αλλά
σε μιαν όλως ιδιότυπη -δεν ξέρω αν μπορώ να την πω διαμελισμένη- ανασύνθεσή
τους.
Με μίτο τον μίτο μιας Αριάδνης η οποία
δείχνει να έχει υποστεί τις χειρότερες εκδοχές του μύθου της (τη σφαγή ή τον
εξανδραποδισμό της μετά την επιχείρηση διάσωσης του Θησέα), η Καπλάνη ρίχνει σε
όλα τα ποιήματα του βιβλίου της ένα υποβλητικό και μεταμορφωτικό φως, που
λειαίνει τις αιχμές των παθολογικών εξογκωμάτων της καθημερινής ύπαρξης, χωρίς
να μας καταπραΰνει ούτε κατ' ελάχιστον ως προς τη νοσολογία ή την πιθανότητα της
θεραπείας τους. Γυρίζω στο σημείο από το οποίο άρχισα. Τι κι αν δηλώνεται με
κάποια
χρονική υστέρηση μια σημαντική ποιητική
μονάδα; Τι κι αν οι συσχετισμοί με τις άλλες μονάδες του πεδίου οφείλουν να
γίνουν όψιμα ή και ετεροχρονισμένα; Ποιήτριες σαν την Καπλάνη διατρέχουν τις
χαμένες αποστάσεις με έναν διασκελισμό - και, βεβαίως, μας κάνουν να
προσδοκούμε τα καλύτερα.
Στυλιανή Παντελιά
Ποιητική τ. 1
Μαρτ-Αυγ. 2008
ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ
ΤΟΥ ΛΥΡΙΣΜΟΥ
Βικτωρία
Καπλάνη, Ήχοι - Απόηχοι,
Γαβριηλίδης,
Αθήνα 2007
Η ΑΤΟΦΙΑ ΦΑΝΤΑΣΙΑ, καθώς και ο επιτυχής
συνδυασμός της ζωής με την
ποίηση
στεγάζονται κάτω από τον μάλλον συμβατικό τίτλο της πρώτης ποιητικής συλλογής
της Βικτωρίας Καπλάνη Ήχοι-Απόηχοι. Το βιβλίο περιλαμβάνει δύο μέρη, την
«Είσοδο» (1998-2000) και την ομώνυμη της συλλογής ενότητα (2003-2004), πού
πρωτοδημοσιεύτηκαν στην Ποίηση (τεύχη 16 και 24, αντίστοιχα). Η εισαγωγική εικόνα,
εκείνη του σταματημένου ρολογιού πού καταργεί το χρόνο, αποκαλύπτει ένα από τα
βασικά θέματα της ποίησης: την αναστάτωση της ψυχής μπροστά στο πέρασμα του
χρόνου. Οι δύο ενότητες αναδιηγούνται με υψηλή τάση και πνοή τον τρόμο τού
λυρικού «εγώ» απέναντι στον εχθρικό και καταδυναστευτικό εξωτερικό κόσμο. Το
επίτευγμα ωστόσο της ποιήτριας είναι η νέα δράση και έκφραση αυτού του διχασμού
που διαδραματίζεται στην ανθρώπινη ψυχή. Οι Ήχοι δημιουργούν Απόηχους, τούς
όποιους η ποιητική φαντασία επιδέξια επιτυγχάνει να συντονίσει σε μία σύνθεση.
Η ιδανική και
αιώνια μορφή που κυκλοφορεί στα ποιήματα, άλλοτε ως ποδηλάτισσα και άλλοτε ως
Αριάδνη και Ευρυδίκη, δεν είναι παρά το λυρικό «εγώ» της ποιήτριας σε μερικές
από τις ποικίλες μεταμορφώσεις του. Η ίδια -σε μία αποστροφή «εις εαυτόν»-
αναζητεί επίμονα «το αίνιγμα της ζωής σου», το «κατακόκκινο αίνιγμα», τη «λύση
το καινούριο αίνιγμα». Αυτά οδηγούν στο βάθος της ύπαρξης, στην πρώτη αρχή, στη
«σκοτεινή αρχή της ζωής», στον «πρώτο πυρήνα του αίματος». Η κίνηση προς τα
βάθη της ύπαρξης ακολουθεί άλλοτε την ευθεία, άλλοτε κύκλους και μαιάνδρους και
παίρνει τη μορφή μιας ιερής αναζήτησης. Η ποιήτρια δεν μπορεί να αντιληφθεί τον
ποιητικό λόγο, αν αυτός δεν καλύπτει κάποιο «μεγάλο μυστικό», μια «μεγάλη
αναμέτρηση» και ίσως κάποιο «ζωτικό κέντρο». Χρησιμοποιεί κάποτε την ποιητική
της ιερωνυμίας, μια προσπάθεια «αποδόσεων ονομάτων ιερότητας στην πολυμορφία
και την εναντιοδρομία των συμβάντων που συνιστούν την ύπαρξη» (Β. Καραλής). Η
ποίηση αποβαίνει με αυτό τον τρόπο «λόγος ιερατικός/για μυημένους». Εδώ
υπονοείται κάποια κοσμική καταστροφή πού συνδέεται με τη δημιουργία, κάποια
πού συνδέεται με
τη θεϊκή και την ανθρώπινη δημιουργικότητα. "Ύστατο καταφύγιο απομένει ή «ουτοπία».
Έτσι κι αλλιώς ο αιώνας μας παίρνει μαζί
του
με τα ψήγματα του δικού μας χρόνου
(και ψηφίδες μνήμης απύθμενης)
να συνθέτουν μια πραγματικότητα
αυστηρώς προσωπική
έναν τόπο
με τα κοιτάσματα τού άχρονου
τη μοναδική μας εστία
εντέλει.
Η αναζήτηση του
ιδανικού παρ' όλα αυτά δεν αποκλείει την επικοινωνία με την πραγματικότητα και οι
αιώνες ποίησης πού μεσολάβησαν από την εποχή του αρχαϊκού λυρισμού, κάνουν
αισθητή την παρουσία τους στην παρούσα συλλογή, καθώς και τα επιτεύγματα τους.
Πρόκειται για έναν περίπλοκο κόσμο, μεστό από αινίγματα και μυστικά, τον όποιο
ό ποιητής καλείται να αποκωδικοποιήσει - και Ισως να αλλάξει. Η επικοινωνία με τον
άλλον -τον αναγνώστη- είναι συνεχής (με το δεύτερο ενικό πρόσωπο) και αποβλέπει
στη μετάδοση της εμπειρίας:
Παρεμβαίνεις
και αν βρεις τη δύναμη
επιτυγχάνεις τη μεταμόρφωση.
Η χρονική
στιγμή του παρόντος, ενός αιώνα σκληρού και αδυσώπητου, είναι σαφής ήδη στο
πρώτο ποίημα της συλλογής («αντί προλόγου»). Αυτή προσδίδει το στίγμα μιας
αντιηρωικής και πεζής εποχής, προς την οποία καλείται να αναμετρηθεί η ποιητική
φαντασία. Οι ενότητες α-ζ τού πρώτου μέρους αποτελούν την εκδοχή της πραγματικότητας, ενώ οι αντίστοιχες ά-ζ' σε
μια ευφυή αντιπαράθεση- την άποψη της φαντασίας. Πρόκειται για ηχώ αντήχηση,
ήχους-απόηχους, που συνθέτουν τη διπλή όψη του κόσμου. Η ποιήτρια γνωρίζει ότι
ή ιδανική μορφή δε είναι παρά προβολή του εσωτερικού της κόσμου και ότι πίσω
της καραδοκεί ο τρόμος τού κενού, πού αναδεικνύεται σε κίνητρο ζωής. Το
στοίχημα της επιστροφής στον χαμένο παράδεισο διατηρείται σταθερό παρά τις
δύσκολες συνθήκες και τις κάθε λογής αντιξοότητες. Η πραγματικότητα, παρά τις
λυρικές διαφυγές, παραμένει ισχυρή και οριοθετεί τις ποιητικές δυνάμεις. Η αλλαγή
είναι ο αδυσώπητος κανόνας μιας εποχής πού «σαρκάζει ανελέητα» και προκαλεί τις
ανθρώπινες δυνάμεις σε δοκιμασία. Οι νέοι καιροί συνθέτουν το δικό τους
τραγούδι και ζητούν τα δικά τους
παραμύθια.
Βασικός στόχος ωστόσο της ποίησης είναι η
αναζήτηση της «ουτοπίας» που εντοπίζεται σε μια άχρονη στιγμή και στην οποία εγκατοικεί
η αιώνια γυναικεία μορφή: αυτή συνδυάζει την εστία, την έμπνευση, την ηδονή, τη
«δίχως ενοχή δημιουργία». Η ίδια έχει στην κατοχή της τη γραφή της άμμου, την
«ανερμήνευτη γραφή», τη βίβλο με τα μυστήρια. Η ποιήτρια ως κάτοχος του
παλίμψηστου βιβλίου εκφράζεται με διττό τρόπο, με τους ήχους αλλά και τους
απόηχους, με την ηχώ αλλά και την αντήχηση, με την πραγματικότητα αλλά και το
είδωλο της. (Ο αναγνώστης καλείται να διαλέξει ποιόν κόσμο θεωρεί πραγματικό.)
Πρωταρχικά στοιχεία είναι το σκοτάδι και η σιωπή, ενώ όλες οι κατευθύνσεις
συγκλίνουν προς την αποκάλυψη του μεγάλου μυστικού/αινίγματος. Το μυστικό αυτό
ρίχνει βαριά τη σκιά του πάνω στα πράγματα -«μολυβένια φτερούγα τρομερή / σαν
άγγιγμα αγγέλου»- και προκαλεί τον τρόμο της λευκής σελίδας, τον τρόμο τού
κενού. Ό εσωτερικός λυρισμός μετουσιώνει τις λέξεις σε ήχο και η λυρική γλώσσα
αντιστοιχεί σε μιαν ισοδύναμη ουσία. Είναι η ίδια ουσία πού μετουσιώνεται σε
ήχο. Εκφράζεται μι αυτό τον τρόπο «η ενδότερη αντήχηση, πού βγαίνει από την
αναταραχή της ψυχής, των αγωνία της» (Γ. Θέμελης, «Μηνάς Δημάκης»).
Φοβάμαι θα φορέσω
κι εγώ
τόν σκοτεινό χιτώνα
όπως η μητέρα τόσες
φορές
όπως η μητέρα της
μητέρας
με ρόδια, λινάρι και
στάχυα
όλο και συχνότερα πια
ιέρεια
τού κύκλου
η τελική σφραγίδα
στο διαβατήριο
για το άλλο ταξίδι.
Το πρώτο μέρος του βιβλίου είναι επομένως μια μύηση
πού οδηγεί στη μεγάλη αναμέτρηση με το ανέγγιχτο / την αλήθεια / το ανομολόγητο
μυστικό της ποίησης. Οι κύκλοι ωστόσο της λυρικής πορείας προσεγγίζουν εξίσου τη
«ζωή έξω από το κέλυφος τού μύθου» - με εικόνες, αναμνήσεις, ψήγματα της προσωπικής
και συλλογικής μυθολογίας, με παραβολές. "Οπως έχει τονίσει άλλωστε κι ό
Γ. Σεφέρης, τού οποίου ή φωνή ακούγεται στο βάθος, «κι ά σού μιλώ με παραμύθια και
παραβολές/ είναι γιατί τ' ακούς γλυκότερα, κι η φρίκη / δεν κουβεντιάζεται
γιατί είναι ζωντανή /γιατί είναι αμίλητη και προχωράει». Πρόκειται για μιαν
εικονιστική ποιητική αφήγηση πού αναπαριστά τη διπλή υπόσταση του κόσμου με
κέντρο βάρους την ανθρώπινη ψυχή:
Απόψε η φωνή
πιάνεται στο ρήγμα
της ψυχής
η μνήμη φώς εξ ακανθών
και ας
χιονίζει λεύκες σ' ολόκληρη
την πόλη
χιλιόμετρα πιο πέρα
σε μια άλλη πόλη
χιονίζει φωτιά
σε μια νεφέλη ο
χρόνος διχάζεται:
η ψυχή παροπλισμένη
δεν λαμβάνει πια τα
μηνύματα.
Ο αναγνώστης πλησιάζει με αυτό τον τρόπο στην ουσία του
ζητήματος, στον εσωτερικό μονόλογο πού καλύπτει το δεύτερο μέρος του βιβλίου και
προσεγγίζει τη λεγόμενη «υπαρξιακή» ποίηση. Ο προσδιορισμός άφορα ποιητές -και
ποιήτριες- πού δημοσιεύουν ήδη στη δεκαετία τού 1930 και επιμένουν στην εσωτερική
αναζήτηση και περιπλάνηση, οι όποιες θεωρείται ότι διευρύνουν τα όρια της
ποιητικής εμπειρίας. Μόνο ή ποίηση άλλωστε, που αρνείται και καταστρέφει τα όρια
των πραγμάτων, έχει το χάρισμα να μας παραπέμπει στην απουσία ορίων της. Ή
Βικτωρία Καπλάνη είναι δυνατό να συνδεθεί με αυτό το ρεύμα, στο όποιο έχει να
συνεισφέρει την προσωπική της φωνή με τρόπο ανανεωτικό. Η ιδία έχει μεταφράσει αγγλική
ποίηση -ειδικότερα την Κάρολ Ανν Ντάφυ στό 20ό τεύχος της Ποίησης- πού
διακρίνεται για τη φεμινιστική και ανανεωτική οπτική της γωνία και την οποία
προτιμά να αφομοιώσει δημιουργικά. Η γυναικεία μορφή παρουσιάζεται μέσα από ένα
καλειδοσκόπιο σύμφωνα με τα ρομαντικά πρότυπα άλλα και ως αντικειμενικό
σύστοιχο τού Φάουστ. Καινούργια θέματα είναι ό καθρέφτης, «το κάτοπτρο»
-«μεταβλητοί καθρέφτες», «κάτοπτρα παραμορφωτικά»- πού συμμετέχουν στη διπλή
αντανάκλαση. Η ποίηση είναι η σκιά που αντανακλάται σε κάτοπτρο («ή σκιά τής
Αριάδνης καθρεφτίζεται»). Η πυκνότητα του λόγου και η υπαινικτικότατα
συνοδεύονται από υποβλητικές εικόνες και σύμβολα που δημιουργούν την αίσθηση του
μουσικού ρυθμού. Αυτός οδηγεί στα σκοτεινά βάθη της ύπαρξης και στο χαμένο
κέντρο.
ένα τυχαίο
σύμπλεγμα ιδιοτήτων
είμαστε
χρόνια παλεύουμε
ν' αλλάξουμε τούς
συνδυασμούς
να βάλουμε τη ζωή
μας σε τάξη
ή -αν το δεις ανάποδα-
άνευ όρων αταξία
καθώς απορρυθμίζεται
ό ένδον χάρτης
χωρίς συντεταγμένες
αναζητάς
Ή, όπως το έχει θέσει ό Μηνάς Δημάκης:
Νοσταλγεί το σώμα την
ουσία
της ύπαρξης
Ελευθερία από την
περιδίνηση
τού φωτός
Να κλείσουν οι
φωτεινές τού ήλιου πληγές
Να αποχωρισθείς την
ενέργεια
της κίνησης
Της βαρύτητας
Της παρουσίας
Ή, σύμφωνα με τον Πώλ "Ωστερ:
Κανείς εδώ,
και το σώμα λέει:
ό,τι λέγεται
δεν είναι για να
ειπωθεί. Ωστόσο ό
κανένας
είναι κι αυτός ένα
σώμα, κι ό,τι λέει το
σώμα
δεν το ακούει
άλλος, μόνο εσύ.
(«Λευκές νύχτες», μτφρ. Β. Καπλάνη)
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου η έκφραση είναι
περισσότερο πυκνή και συνοπτική, καθώς ακολουθεί την πνοή της ψυχής στο δρόμο της
αγωνίας της. Στοιχεία της μοντέρνας ποίησης όπως ο αυτοσχολιασμός και ο ασθματικός,
κατακερματισμένος λόγος δημιουργούν ένταση και αναπαριστούν κλιμακωτά τα στάδια
της εσωτερικής ζωής της ποιήτριας: «τις χαμένες προσδοκίες, τις λαθεμένες
ερμηνείες, τις ψευδαισθήσεις, της ουτοπίας την απώλεια των ονείρων τα όνειρα». Από
το σύνολο δεν λείπει και το στοιχείο της ειρωνείας, καθώς και τού σαρκασμού πού
άφορα καταστάσεις εξιδανικευμένες και πρόσωπα ωραιοποιημένα, όταν μάλιστα τα
φώτισε παραμορφωτικά το μαγικό φως τού έρωτα. Ένας κοινός θνητός μεταμορφώνεται
σε εξόριστο «πρίγκιπα» και μόνο η αναδρομική ματιά έρχεται εκ των υστέρων να
αποκαλύψει την πλαστοπροσωπία. Είναι ίσως αναπόφευκτη συνέπεια της εφαρμογής της
ποιητικής της ιερωνυμίας η απογύμνωση των προσώπων από την αίγλη τους, όταν αυτά
αποδεικνύονται κατώτερα από το υψηλό τους όνομα και το κύρος που τα συνοδεύει. Στη
μνήμη απομένει ο χώρος «με τα ψηλά ζωγραφιστά ταβάνια» καθώς και τα αισθήματα
δυσφορίας και αποξένωσης πού ενισχύουν το αίσθημα της απώλειας. «Διπλή πηγή,
μόνιμη παράβαση, χρόνιος δυϊσμός, μόνιμος διχασμός: όλες αυτές οι αμφιλεγόμενες
έννοιες τις μοντέρνας ειρωνείας [...] αντιστοιχούν σε μια στιγμή κρίσης της
μοντέρνας αντικειμενικότητας, η όποια (αύτο)αναγορεύεται σε μοναδικό εγγυητή της
αλήθειας και σε ακλόνητο θεμέλιο κάθε βεβαιότητας» (Δ. Πολυχρονάκης). "Όταν
η αντικειμενικότητα κλονιστεί, το λυρικό «εγώ» αναλαμβάνει να δώσει νέα ονόματα
στα πράγματα και να διευθετήσει την τάξη πού έχει διασαλευθει.
Η διάσπαση ωστόσο και ο κατακερματισμός του προσώπου
του ποιητικού αφηγητή δημιουργούν πολυπρισματικές εικόνες και αφηγήσεις.
Ξεχωριστός σταθμός αυτής της αναδρομής είναι υη εποχή της νεότητας, πού
συνδέεται με ειδικές οπτικές και ακουστικές εικόνες οι όποιες κρύβουν την
καταγωγή τους στο παρελθόν. Η μνήμη θεωρείται ατομική υπόθεση που εξασφαλίζει την
επιστροφή στην Εδέμ αλλά και την προσωπική συγκρότηση («<δεν έχεις μνήμη / δεν
έχεις κέντρο»). Η μνήμη εξάλλου συντηρεί και διασώζει τη μοναδικότητα της
στιγμής με την ικανότητα της να αναπαραγάγει τις χαμένες εικόνες και την
προσήλωση της σε ένα «ιδεατό (ανύπαρκτο) σημείο». Με αυτό τον τρόπο «ό κόσμος
καθηλώνεται σαι μια πλαστή αυθυπαρξία / [και] το εγώ σε προστατευτική
ανυπαρξία». Πρόκειται για μια καθήλωση πού δημιουργεί τον απαραίτητο χρόνο της
ποίησης, καθώς και τον προστατευτικό της χώρο όπως τον εννοεί ό ποιητής.
Το ερώτημα εντούτοις παραμένει και είναι καθοριστικό:
Πώς αντιμετωπίζει η ποιήτρια την επέλαση των νέων καιρών ; Είναι δυνατόν οι
παλιές της μνήμες και συγκινήσεις να κινήσουν το ενδιαφέρον του αναγνώστη; Στην
πραγματικότητα, η μεταμόρφωση του κόσμου είναι άρρηκτα δεμένη μι των ερμηνεία
του. Η τελευταία βασίζεται στην αναλογία, η όποια διατηρεί μιαν ανεκτίμητη επαφή
αισθήσεων με το αντικείμενο και είναι ικανή να έχει στη διάθεσή της τον
άνθρωπο, στις σχέσεις του με τον αισθητό κόσμο. Ζητήματα πού πηγάζουν από τον
σκοτεινό κόσμο της ψυχής βρίσκουν τρόπο να επανέλθουν στη μοντέρνα ποίηση,
φτάνει να βρουν την κατάλληλη έκφραση με τη βοήθεια της αναλογίας. Ως εκ
τούτου, ο αφοσιωμένος αναγνώστης μπορεί να ανταποκριθεί στη μυθοπλαστική
φαντασία του δημιουργού, στον επιδέξιο συνδυασμό του έκτακτου καί του
καθημερινού, καθώς και στον παλμό της προσωπικής του ευγλωττίας.
η γλώσσα τολμά
ανοίγει την πόρτα
ρίχνει το κουβάρι στον
δρόμο
ονομάζεις τα
πράγματα και τις σκιές
(προπάντων τις
σκιές)
παιχνίδι στοίχημα
αδήριτη ανάγκη
η εναρμόνιση των
τωρινών ήχων
και των απόηχων (εν
μέρει)
δημιουργών τους
η σύνθεση τού
προσώπου
(αγωνιά να αναγνωρίσει
τα συστατικά του)
να υπάρξει εντέλει
στην πλήρη λόγου
σιωπή
Τελικό αίτημα, η επιστροφή στην αρχή της εξέλιξης, στην
έλλογη σιωπή. Το παλίμψηστο της μνήμης φθείρεται, οι έγγραφές σβήνουν και η
διαδικασία της γραφής χρειάζεται να αρχίσει από την αρχή. Το ζητούμενο είναι νά
εναρμονιστεί το παρόν και το παρελθόν, η παρουσία και η απουσία, η αποδοχή και η
άρνηση, το όμοιο και το αντίθετο, ο λόγος και ο αντίλογος όπως στην παρούσα
συλλογή. Με λίγα λόγια, δεν υπάρχει μονάχα ένας δρόμος πού μας οδηγεί προς τα εμπρός,
προς ένα ολοκληρωμένο δράμα, διαμέσου της εμπειρίας. Η ποίηση είναι ανάγκη να ανακαλυφθεί
από τον αναγνώστη για μια ακόμη φορά.
Δημήτρης Κόκορης
Περιοδικό ΑΝΤΙ
Σύνθετη ποιητική αντίστιξη
Βικτωρία
Καπλάνη, Ήχοι-Απόηχο/, Γαβριηλίδης, Αθήνα 2007, σελ. 64
Η αντίστιξη ως
μουσικός όρος περιλαμβάνει δύο ρυθμικούς σχεδιασμούς που εκτελούνται ταυτόχρονα
και συμβάλλουν στην ανάδυση αρμονίας. Οι δύο ποιητικές καταθέσεις της Βικτωρίας
Καπλάνη (Είσοδος, Ήχοι - Απόηχοι) που συγκροτούν το βιβλίο ανταποκρίνονται στο
χαρακτηρισμό «σύνθεση για δύο φωνές» και κατορθώνουν να αναδείξουν τη γόνιμη
συλλειτουργία του έμφυλου ποιητικού λόγου, της νεωτερίζουσας εκφραστικής
δυναμικής, της υπαρξιακής αναζήτησης και θεματικής (έρωτας, μοναξιά,
διαπροσωπική επικοινωνία, φθορά του χρόνου, θάνατος).
Η έως τώρα
ποιητική παρουσία της Καπλάνη υπήρξε αισθητή και δημιουργική. Πέρα από τις δύο
συνθέσεις της, που πρωτοδημοσιεύτηκαν στο αναμφισβητήτως πιο εξειδικευμένο και
αναντιρρήτως υψηλόβαθμο ως δυναμική και ποιότητα ελληνικό λογοτεχνικό
περιοδικό, την Ποίηση, μας έχει δώσει και εμπνευσμένες ποιητικές μεταφράσεις,
στοιχειοθετώντας μια σοβαρή και συγκινησιακά ελκυστική λογοτεχνική πορεία.
Η Αριάδνη δεσπόζει
στην Είσοδο ως γυναικείο και ποιητικό σύμβολο. Ουσιαστικά, αξιοποιείται από την
ποιήτρια η μυθική μέθοδος, κατά την οποία το μυθολογικό πρόσωπο είναι το όχημα
για τη μετάδοση διαχρονικών μηνυμάτων και συναισθημάτων, οπότε το παρόν, το
παρελθόν και το μέλλον συγχωνεύονται με όρους καλλιτεχνικά δικαιωμένης
διαχρονίας:
«Το κουβάρι
ξετυλίγεται πάνω στα βήματά σου / ο χορός του θρήνου / ο θρήνος του χο¬ρού I
χαρτογραφούν αυτό που είσαι αλλά δεν γνωρίζεις / ο μίτος κι ο λαβύρινθος
ένα»(σ. 9).
Οι δύο γραμματοσειρές
(με όρθια και με πλαγιασμένα στοιχεία) εναλλάσσουν
τονικότητες και
φωνές που προέρχονται από την ίδια ποιητική κοιτίδα. Διασφαλίζεται, έτσι, η
οργανική ενότητα των στίχων, αλλά και εμπλουτίζεται η έκφραση τους με εκφορές
διαφορετικής επιφάνειας, που όμως εκπορεύονται από κοινή πηγή βιωμάτων,
προβληματισμού και συναισθηματικού βάθους.
Ο έμφυλος λόγος
της Καπλάνη δεν είναι μονοσήμαντος ή διεκδικητικά φεμινιστικός. Ενσωματώνοντας
τη γυναικεία ταυτότητα όχι σαν απλοϊκή ευαισθησία αλλά ως υπαρξιακό διακύβευμα,
εκκινεί ως έμφυλος και, χωρίς να απεμπολεί την εγγενή του θηλυκότητα,
λειτουργεί ως πανανθρώπινος:
«Τη ζωή που σου ταιριάζει να ζητάς / όσο κι αν σου
στοιχίζει: / αυτή είναι η ευχή της γης / που ξέρει τι σημαίνει γέννα και τι
επιστροφή [...] Μέσα μας μια αόρατη γραμμή / (συχνά πέφτω πάνω της, τρομάζω) /
θαρρείς κλείνει το δρόμο / από το θάνατο της σελήνης / στη γέννηση του ανθρώπου
/ το ίδιο κατακόκκινο αίνιγμα / όλο δικό σου / για πάντα» (σ. 12).
Στη σύνθεση
Ήχοι-Απόηχοι η ποιητική θεματική δεν μεταστρέφεται, ωστόσο ανιχνεύεται μία
ρυθμική μετεξέλιξη. Οι δύο ποιητικές εκφορές διαχωρίζονται με διαφορετική
γραμματοσειρά εκτύπωσης, όμως συγχωνεύονται και διεισδύουν η μία στην άλλη. Δεν
καλύπτει ολικά η καθεμία τη ρυθμική και συναισθηματική επιφάνεια των «δικών»
της ποιημάτων, αλλά στο πλαίσιο του ίδιου ποιήματος συνυπάρχουν και στηρίζουν
την αντίστιξη μιας δημιουργικής αλληλοδιαδοχής:
«Μια ολόκληρη
ζωή κυνηγάς τον ίσκιο του / όλος σου ο βίος / στον χρόνο μιας αφήγησης
ελλειπτικής / γεμάτος σκιές / να ταξιδεύει, να αλλάζει κινήσεις / δεν μπορούσα
να σε διακρίνω / στη θύελλα / να σε σκοτώσω / σπορά / στων αγγέλων τα δάκρυα /
κρυσταλλένια κόκκινα δάκρυα / Ο θάνατος δεν άλλαξε τίποτα» (σ. 38).
Τα ποιήματα της
Καπλάνη εκπέμπουν γνησιότητα, απομακρυνόμενα από τη λεκτική εκζήτηση, από τη
λογοτεχνική πόζα, αλλά και από τις δήθεν απαρασάλευτες απαντήσεις στα υπαρξιακά
ερωτήματα. Η εναλλαγή φωνών, εικόνων και λεπτών συναισθηματικών αποχρώσεων
προικίζει τους στίχους με υψηλόβαθμη δραματικότητα. Παρότι, επίσης, ο
συνθετικός άξονας σύνδεσης των ποιημάτων είναι διακριτικά φωτισμένος και
επαρκώς ανιχνεύσιμος, εντοπίζονται σποραδικές διασπάσεις της ρεαλιστικής
κανονικότητας, οι οποίες χαρίζουν στα ποιήματα
νεωτερική αύρα
και συγκινησιακή δραστικότητα:
«Χιονίζει
λεύκες σ' ολόκληρη την πόλη / χιλιόμετρα πιο πέρα / σε μια άλλη πόλη / χιονίζει
φωτιά» (σ. 18), «κόκκινα φύλλα λουσμένα φως / σταλάζουν στον ύπνο μου / κι
άξαφνα ένα αεράκι ψυχρό / με σηκώνει ψηλά / σαν τους χαρταετούς που τόσο
αγαπούσες» (σ. 31).
Η ποιητική
συνείδηση της Καπλάνη είναι εμπλουτισμένη από αξιοπρόσεκτες ποιητικές
«συνομιλίες». Οι φωνές όμως των επιφανών ομοτέχνων είναι γόνιμα και δημιουργικά
διυλισμένες από το προσωπικό φίλτρο της ποιήτριας: «Οι μεγάλες αλήθειες που
απαγγέλλει η σιωπή / τυλίγονται με το ίσως / να μην είναι κι έτσι» (σ. 13 -
Ρίτσος), «Η μεγάλη αναμέτρηση έρχεται / όταν πάψεις να καλείς / τον φόβο αγάπη»
(σ. 15-Αναγνωστάκης), «λευκό το αφήνω το χαρτί, τ' άλλο πρωί λευκότερο» (σ. 16
- Σεφέρης), «άνευ όρων αταξία / καθώς απορρυθμίζεται ο ένδον χάρτης» (σ. 29 -
Εμπειρίκος) κ.ά. Η Είσοδος και οι Ήχοι - Απόηχοι αποτελούν μία καλλιτεχνικώς
δικαιωμένη οντότητα, που υπόσχεται λειτουργική συνέχιση της λογοτεχνικής
πορείας της Καπλάνη. Τα συγκεκριμένα ποιήματα, με το θελκτικό άρωμά τους -έμφυλο
αλλά και πανανθρώπινο, ρυθμικά σύνθετο, θεματικά διαχρονικό και τεχνοτροπικά
νεωτερικό-, κατακτούν τον επιδιωκόμενο αλλά και δύσκολο ως προς την επίτευξή
του στόχο: υπηρετούν μία τέχνη που εκφράζει με σύνθετο και
λεπταίσθητο
τρόπο την υπαρξιακή περιπέτεια. Με το υψηλόβαθμο καλλιτεχνικό αποτέλεσμα
εναρμονίζονται η τυποτεχνική εμφάνιση του βιβλίου και το εξώφυλλο, το οποίο
κοσμείται από έναν φωτεινό πίνακα του Χουάν Μιρό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου