Ο ποιητής Κλείτος Κύρου υπήρξε, κατά δική του ομολογία,
«εκτιμητής χρόνου» (Προσωπείο, σελ. 147). Αυτή
την ταυτότητα έδωσε ο ίδιος στο ποιητικό του εγώ, δηλώνοντας πως ο δημιουργός είναι αυτός που εκτιμά την αξία
του χρόνου, που αξιολογεί το χρόνο. Δραστηριότητα πρωτίστως στοχαστική και
κριτική. Ο Κύρου συνομιλεί, αντιπαρατίθεται, διαπραγματεύεται, αποδέχεται την
εξουσιαστική παρέμβαση αλλά και το δημιουργικό
ρόλο του χρόνου, ενώ παράλληλα τον αμφισβητεί ως αυθύπαρκτη οντότητα και επιχειρεί να λυτρωθεί από τα δεσμά του. Από τις πρώτες
συλλογές του μπορούμε να διαπιστώσουμε τα ίχνη αυτής της συνομιλίας η
οποία συνεχίζεται, παρουσιάζοντας μια
σταθερά αυξητική τάση, μέχρι που φτάνουμε στα τελευταία ποιήματα όπου έχει
εμφανώς πρωταγωνιστικό ρόλο. Είναι φανερό πως η ποίηση του Κύρου βρίσκεται σε
διαλεκτική σχέση με το χρόνο.
Ξεφυλλίζοντας τη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του Εν όλω, Άγρα 1997, με μια πρώτη ματιά
στους τίτλους των ποιητικών του συλλογών
(Κραυγές της νύχτας, Περίοδος Χάριτος, Ο Πρωθύστερος Λόγος )και σε τίτλους επιμέρους ποιημάτων θα δούμε την
έννοια «χρόνος» ρητά ή υπαινικτικά,
άμεσα ή με διάφορες παραλλαγές να έχει
μια επίμονη παρουσία. Τίτλοι όπως: Μέρες δυσκίνητες, Ασυμπλήρωτη χρονολογία,
Αίτημα αιωνιότητας, Ώρα βουβή, Μέρες απόλυτης λησμονιάς, Χρόνος ανύποπτος
Αναμονή, Χρονοκύκλωμα, Η πορεία της μνήμης, Διάλειμμα, Αργία, Πέρα από το
χρόνο, Τα διαφυγόντα χρόνια, Το παιχνίδι του τέλους, Η ηλικία του ρόδου, Το
λίγο του χρόνου, Άνθρωποι του μέλλοντος,
δείχνουν το σημαίνοντα ρόλο του χρόνου.
Σε όλο το έργο του ο
Κύρου πραγματεύεται ζητήματα όπως η
ύπαρξη ή η ανυπαρξία του χρόνου, η εξουσία του στον καθημερινό μας βίο, καταγράφει
την αγωνία για τον βραχύ βιολογικό χρόνο που μας φέρνει αντιμέτωπους με το
πεπερασμένο της ύπαρξής μας, θέτει το
μάταιο ή μη αίτημα της αιωνιότητας, ασχολείται με το χρόνο ως νοηματοδότη της
ζωής μας αλλά και ως πηγή που τροφοδοτεί την ποιητική δημιουργία.
Η πρώτη συνειδητοποίηση του χρόνου γίνεται μέσω της μνήμης
και της προσμονής. Η μνήμη αναβιώνει στιγμές που έχουν παρέλθει και η προσμονή
προβάλλει τις ποθούμενες στιγμές στο ερχόμενο. Η νοσταλγία είναι ένας
επιλεκτικός συγκερασμός μνήμης και προσδοκίας. «Παιδιά σαν ήμασταν δεν παίξαμε
ποτέ/έφηβοι δεν κλάψαμε/σαν γίναμε άντρες λησμονήσαμε το γέλιο/πώς θέλετε να πάψουμε
να νοσταλγούμε» ( Όταν στους δρόμους, σελ.65). Η μνήμη γίνεται συχνά πεδίο
σύγκρουσης του ατόμου με το χρόνο «ένα μνημονικό που δεν υποτάσσεται πεισματικά
στις εξισώσεις που του υποβάλλει ο χρόνος» (Όταν αφήνεσαι νωχελικά, σελ. 91),
«όμως το χρόνο που συνωμοτεί κατόπι σου/μπροστά σου πλάι σου μέσα
σου/δαγκώνοντάς σου την καρδιά ακρωτηριάζοντας πώς να τον ξολοθρέψεις» (Κραυγή
Πέμπτη, σελ. 110).
Στις «Αναμνήσεις μιας αμφίβολης εποχής» υπάρχουν ως μότο οι στίχοι του Ezra Pound: «What
is the use of talking, and there is no end of talking, There is no end of
things in the heart». Ο
προβληματισμός για την ύπαρξη ή όχι του τέλους παραπέμπει στην έννοια του
χρόνου και στο φιλοσοφικό ερώτημα αν αυτός υπάρχει ως διακριτή οντότητα. Η
έννοια του τέλους ανακινεί στη συνείδηση το μέγιστο φόβο του θανάτου και
υποβάλλει σκέψεις και ερωτηματικά για την ύπαρξη, ενώ στους δημιουργούς προστίθεται
επιπλέον και η αγωνία για την τύχη των δημιουργημάτων τους. Η αιωνιότητα ως
αίτημα καταργεί το χρόνο, μας
υπενθυμίζει ότι αυτός δεν υπάρχει ως απόλυτο μέγεθος.
Ο χρόνος γίνεται αντιληπτός πρωτίστως μέσα από τη γλώσσα. Η
ροή του ως διαφορά μεταξύ δύο χρονικών στιγμών, ως μεταβολή αντικατοπτρίζεται
στους χρόνους των ρημάτων. Η γλώσσα μάς παγιδεύει στο χρόνο. Με τις έννοιες παρελθόν, παρόν και μέλλον
αντιλαμβανόμαστε τη ζωή μας. Έτσι, παρά την αμφισβήτηση, ο Κύρου μπαίνει κι
αυτός στο παιχνίδι να μιλήσει με τους ίδιους όρους. Μιλά για «διάβρωση
του χρόνου» (Κραυγή Δωδέκατη, σελ.120) και ομολογεί «ταλαντεύομαι
ανάμεσα στους χρόνους των ρημάτων» (Κραυγή Δέκατη, σελ.117). Παράλληλα όμως ελέγχει τη συμβατική αντίληψη για το χρόνο,
την κίνηση και τη ροή του, αντιλαμβάνεται ότι αυτά που μετράμε είναι νοητικά
κατασκευάσματα των αισθήσεών μας, αντιστέκεται και αμφισβητεί το φάντασμα του
χρόνου «Ο χρόνος πισωδρόμησε με αμφιβολία» (Πλοκή, σελ. 95).
Ο Κύρου προβληματίζεται για τη σχέση του έργου του με το χρόνο. Το παρόν γίνεται αισθητό και βασανιστικό στη ζωή του
ποιητή, γιατί αντικατοπτρίζει τον προσωπικό διχασμό του. Η ζωή της μέρας συμβατική, με το προσωπείο του καλού
υπαλλήλου να αναποδογυρίζεται από τη ζωή της νύχτας, όπου τότε ο ονειροπόλος, αντάρτης εαυτός βγαίνει και
ανατρέπει τα δεδομένα της ημέρας. «Τη
μέρα κοιμούνται τα όνειρα/ τη νύχτα συνήθως ξυπνούν[…] Τότε παίρνουν άλλη
μορφή/Άλλες διαστάσεις/ Μιας τρίτης ζωής/Πού δεν καταχωρείται/Σε ημερολόγια» (Η
αγωγή των ονείρων, σελ.150). Τα ποιήματά του διαφυλάττουν τη μνήμη του
παρελθόντος και δηλώνουν τον πόθο να συνεχίσουν να ζουν στο μέλλον «δεν ξέρει
πως τα ευρήματα/ θ’ ανήκουν στην κυριότητα του χρόνου» (Ψιλή Κυριότης, σελ.148).
Η ποίηση είναι αίτημα αιωνιότητας. Ο δημιουργός παλεύει με το υλικό και με την
αντοχή του υλικού στο χρόνο, παλεύει το θάνατο και την ανυπαρξία μέσω του έργου
του, επομένως η μελλοντική διάσταση του χρόνου είναι παρούσα στο λόγο του ποιητή. Υπάρχει η έγνοια το έργο
του να αφορά τους επόμενους δυνάμει αναγνώστες του, να δικαιωθεί από τους μελλούμενους εκτιμητές του χρόνου.
Εκτός από την ποιητική του δραστηριότητα ο Κύρου ασχολήθηκε
με τη φωτογραφία[1],
άλλο ένα πεδίο συνομιλίας με το χρόνο, μια απόπειρα διάσωσης στιγμών, έστω
ακινητοποιημένων, που θα λειτουργούν ωστόσο ως σήματα αφύπνισης της μνήμης,
ώστε να επαναβιώνονται στιγμές, να μετατίθεται το φοβικό τέλος όλο και πιο πέρα
στο νοητό άξονα του χρόνου. Η φωτογραφία πέρασε και ως λόγος στην ποίησή του.
Στο ποίημα «Παραινέσεις» τα νήματα τα
κινεί ο χρόνος και εδώ φαίνεται η απατηλή φύση του « Η κυτταρίνη αποκαλύπτει
την απάτη/του χρόνου μεγεθύνοντας τον άλλο χρόνο/πού παραμένει ακέραιος χωρίς
τα ελάχιστα/Σημεία χαλασμού» (Παραινέσεις, σελ.178)
Στη δεύτερη φάση της ποίησής του από το 1987 Τα Πουλιά και η αφύπνιση μέχρι το τέλος,
η παρουσία του χρόνου κερδίζει μεγαλύτερο έδαφος. Ο βιολογικός χρόνος, όσο
λιγοστεύει, υπαγορεύει την προσέγγιση της ζωής με τους δικούς του πιεστικούς όρους,
ωθεί σε επανεξέταση και σε απολογισμούς, βαθαίνει τους προβληματισμούς και ο ποιητής επιχειρεί να θέσει επί τάπητος τους
προσωπικούς του λογαριασμούς με το χρόνο. «Όλα τα επιφωνήματα πνίγονται/Στα
στενά περιθώρια του χρόνου/Τώρα δεν έχεις καιρό δεν είχες/Ποτέ σου καιρό
έτρεχες από μικρό/Παιδί» (Ίσως μια κίνηση σωστή,205).Αντιλαμβάνεται και αποτιμά
τη λειτουργία του χρονοκυκλώματος μέσα στο οποίο κινούμαστε, τον καταλυτικό
ρόλο του Χρόνου, με κεφαλαίο το αρχικό
γράμμα, και του Μεγάλου Χρονοκράτορα (Χρονοκύκλωμα,
σελ.201). Παρατηρώντας τη ζωή μας μέσα
στις συντεταγμένες του χωροχρόνου, μέσα σ’ αυτό που ονομάζουμε καθημερινότητα
αντιλαμβάνεται πως είναι μια εργώδης,
περιοριστική και ανελεύθερη δράση «’Ολος
ο κόσμος μια κλειστή/Κι απέραντη αίθουσα αναμονής/Κι όλοι εκτίουν την ποινή
τους/Εξορύσσοντας υπόκωφα το χρόνο» (Αίθουσα αναμονής, σελ. 216). Καθώς ο βιολογικός χρόνος συστέλλεται, αυτό
που απομένει είναι μια περίοδος χάριτος και αυτή η διαπίστωση δίνει τον τίτλο στην
επόμενη συλλογή. Ο βίος επανεξετάζεται με αποδοχή της σχετικότητας των αντιλήψεων, των αισθήσεων και των
αισθημάτων μας για τα γεγονότα που μας προσδιορίζουν και προσδιοριζόμαστε μέσα
από αυτά. Η αυτογνωσία δομείται με
περισσότερη ειλικρίνεια και λιγότερες βεβαιότητες και γίνεται πλέον αντιληπτή και
αποδεκτή εντός του διαρκώς μεταβαλλόμενου χωροχρόνου. Τα γεγονότα του βίου μας δεν έχουν διαστάσεις
την ώρα που τελούνται, αλλά τις αποκτούν με το χρόνο. Αυτός νοηματοδοτεί (Σπουδή Τρίτη, 253) και τροφοδοτεί,
συνεισφέρει με το υλικό του στη δημιουργία των ποιητικών κειμένων.
Στη συλλογή Ο
Πρωθύστερος Λόγος ο ποιητής με αυξανόμενη τη συνειδητότητα αποτιμά τα
πεπραγμένα του βίου, κατανοεί με γενναιότητα στάσεις, συμπεριφορές και εμμονές.
Η σπουδαιότητα των πραγμάτων επαναπροσδιορίζεται και συχνά αλλάζει, η εσωτερική ανάπλαση των βιωμάτων και των
ονείρων περιπλέκει τους χρόνους, χάνεσαι
μέσα σ’ αυτούς και η εξουσία του χρόνου αποδυναμώνεται και τείνει να καταργηθεί
(Εκδοχή τέταρτη, σελ.308)
Ο χρόνος έχει τον πρώτο και τελευταίο λόγο στα Ακροτελεύτια ποιήματα του Κύρου και
συμπορεύεται με την αγωνία του θανάτου.
Το αναπόφευκτο τέλος περιέχει και
την επανεξέταση του ζητήματος του χρόνου βιωματικά και θεωρητικά ως μια βαθιά
εσωτερική ανάγκη. «είναι ο λόγος/που υπό την επήρειαν του μέλλοντος/Αναπολούμε
το παρελθόν». Ήδη σε παλαιότερα ποιήματα, όπως η Αναμονή (σελ.184), η Διαδοχή
(σελ.185) εμπεριέχονται παρόμοιοι προβληματισμοί. Ο ποιητής επιχειρεί να
αποδεχτεί την ανυπαρξία των χρονικών ορίων «πώς είναι δυνατόν να υπάρξει τέλος
σε κάτι που δεν είχε ποτέ αρχή» (Άνθρωποι
του μέλλοντος, σελ.321), ενώ απευθύνεται
στους ανθρώπους που θα ακολουθήσουν, ζητώντας την κατανόηση, τη δικαίωση
ή την ψευδαίσθηση της αιωνιότητας (ποιος ξέρει) μέσα απ΄ αυτούς, έτσι
ξορκίζοντας για λίγο τον ανθρωπίνως κατανοητό φόβο του θανάτου. Στο τελευταίο ποίημα αυτής της ενότητας αλλά
και ταυτόχρονα το τελευταίο της συγκεντρωτικής έκδοσης (Η Μεγάλη Εμβέλεια, σελ.
323), ο Κύρου προτάσσει ως μότο μια φράση από επιστολή του Αϊνστάιν που μιλά
για την αυταπάτη των χρονικών ορίων. Στο ίδιο ποίημα καταδεικνύει την πλήρη πλέον αποδοχή της ανυπαρξίας του
χρόνου και βιώνει τη λύτρωση από τα βασανιστικά δεσμά του που τον ταλάνιζαν σε
όλη τη διάρκεια του βίου του «δώσε μια απάντηση στη σύγχυση που σε τυλίγει
εξήγησε την πολυφωνία του χρόνου μήπως θυμάσαι αν ταξίδευες σε αλλοτινούς
καιρούς μέσα στη φυλακή κάποιου άλλου κέλυφους ισοπεδώνοντας το σήμερα με το
χτες και το αύριο». Η γνώση αυτή γίνεται μέσω της ποίησης βίωμα και ο
ποιητής ολοκληρώνει το έργο που ανέθεσε
στο ποιητικό του εγώ: να είναι εκτιμητής χρόνου.
Δημοσιεύτηκε το "ΚΟΡΑΛΛΙ" τεύχος 6 * 4-9/2015
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου