Η Αλεξάνδρα Δεληγιώργη εμφανίζεται στα
ελληνικά γράμματα, στα τέλη της
δεκαετίας του 60 και από τότε μέχρι σήμερα έχει εκδώσει οκτώ βιβλία
λογοτεχνίας, πέντε μυθιστορήματα και τρεις συλλογές διηγημάτων, όλα κείμενα
αντιπροσωπευτικά μιας πεζογραφίας στοχαστικής που επιδιώκει τη δύσκολη
ισορροπία ανάμεσα στο στοχασμό και τη φαντασία. Η φιλοσοφική κατάρτιση, η
δύναμη και η συγκρότηση του θεωρητικού λόγου της Δ. διεισδύουν και στα
πεζογραφήματά της, αποκλείοντας τους επιδερμικούς λογοτεχνισμούς, δίνοντας μια
γλώσσας στέρεη, που ακριβολογεί στην καταγραφή και την ανάλυση καταστάσεων,
προσωπικοτήτων και συναισθημάτων. Η παρατήρηση
της πραγματικότητας, η φαντασία ως δύναμη μεταμόρφωσης και μετασχηματισμού, οι
διακειμενικές αναφορές, η ισότιμη συνομιλία με συγγραφείς της παγκόσμιας
λογοτεχνίας και της φιλοσοφίας, η χρήση ενίοτε μυθολογικών συμβόλων, τα διαρκή
ερωτήματα για τη ζωή και την ύπαρξη όλα συγκλίνουν σε κείμενα που μεριμνούν για
την αναζήτηση νοήματος. Για τη Δεληγιώργη η γραφή δεν είναι μόνο πειραματισμός
της γλώσσας αλλά η περιπέτεια της γλώσσας στην υπηρεσία του νοήματος. Η
λογοτεχνία λειτουργεί ως το αντίδοτο στην εργαλειακή σκέψη που σχηματοποιεί τον
κόσμο με απώτερο σκοπό να τον ελέγξει. Η πεζογραφία της Α.Δ διηγήματα και
μυθιστορήματα δε βασίζονται πρωτίστως στην πλοκή, αλλά στις ιδέες, στο λόγο του αφηγητή και των ηρώων.
Ξεκινώντας από την αφήγηση μιας ιστορίας, πραγματεύονται την ανθρώπινη κατάσταση,
την ανθρώπινη περιπέτεια του σύγχρονου κόσμου. Δεν αρκείται στην αναπαράσταση
και την καταγραφή, αλλά επιδιώκει την έρευνα των ανθρωπίνων συμπεριφορών, την
αλληλεπίδραση του ατομικού με το συλλογικό, τις συγκλίσεις και τις αποκλίσεις
του ατομικού με τον ιστορικό χρόνο. Για τη Δεληγιώργη η λογοτεχνία αναλαμβάνει
να μας οδηγήσει στον πυρήνα των πραγμάτων, κλονίζει βεβαιότητες, μέσω της
μυθοπλασίας διασώζει τη δύναμη της σκέψης, δοκιμάζεται στην αναζήτηση της
αλήθειας, υλοποιεί όλα τα ενδεχόμενα όσο επικίνδυνα κι αν είναι.
Διαβάζοντας τα διηγήματα και τα
μυθιστορήματα της Δεληγιώργη μπορούμε να διακρίνουμε τα νήματα που τα συνδέουν.
Οι ιστορίες της τοποθετούνται σε αστικό περιβάλλον, οι ήρωές της κι οι ηρωίδες
της είναι κατά κανόνα άνθρωποι των πόλεων, νοήμονες και ευαίσθητοι κρύβουν μέσα
τους έναν ιππότη έτοιμο να τα δώσει όλα για την αλήθεια και τη δικαιοσύνη.
Είναι πρόσωπα που έχουν αξίες, ιδανικά, μάχονται με ρομαντική διάθεση να τα
πραγματώσουν και δε διστάζουν να πληρώσουν το ακριβό τίμημα του αγώνα τους. Τη
μοναξιά και περιθωριοποίηση από τις δομές της εξουσίας, από το ανελέητο σύστημα
αλλά και από το οικείο περιβάλλον τους που αδυνατεί να συμπορευτεί μαζί τους,
να κατανοήσει το επίμονο αίτημά τους για την αλήθεια και την ουσία των
πραγμάτων, την ασφυξία που υφίστανται στην προοπτική ενός ανέντιμου
συμβιβασμού. Για τους ήρωές της η ελευθερία και η αξιοπρέπεια είναι οι ύψιστες
αρετές. Απεχθάνονται το ψέμα, μάχονται να αποκαλύπτουν την αλήθεια όσο σκληρή
κι αν είναι κι όσο κι αν η αποκάλυψή της μπορεί να καταστρέψει και τους ίδιους.
Έχουν την τραγικότητα των ηρώων του μύθου που καλούνται κάποια στιγμή να
αντιμετωπίσουν μιαν ουσιώδη σύγκρουση και να βαδίσουν μόνοι τους χωρίς
ερείσματα στην αναγκαία κάθαρση. Οι ήρωες και οι ηρωίδες της Δεληγιώργη βαθιά
συναισθηματικοί, μολονότι πιστεύουν ότι ελέγχουν το παιχνίδι της ζωής τους,
κατευθύνονται από την σκοτεινή ύλη του ψυχισμού τους, χάρη σ’ αυτή δημιουργούν,
αλλά και παγιδεύονται από την αόρατη ακτινοβολία της και δυσκολεύονται να βρουν
την έξοδο, αδέξιοι συχνά να εκφράσουν τη μεγάλη ανάγκη τους για επαφή,
απομονώνονται, περιπλανιούνται και χάνονται, ενώ αναζητούν με πάθος τη φιλία,
τον έρωτα και την αγάπη. Δεν έχουν στηρίγματα σε κανενός είδους εξουσία. Δεν
έχουν τις πλάτες μιας οικογένειας, ενός μεγάλου ονόματος, πασχίζουν με τις
δικές τους δυνάμεις. Δε διαθέτουν διπλωματικότητα και δυνατότητες ελιγμών, δεν
έχουν μάθει να χειρίζονται τους άλλους και έχουν την αγωνία της γραφής και της
δημιουργίας. Κινούνται κατά κανόνα στο λογοτεχνικό πεδίο ή στο πεδίο των ιδεών,
θεωρώντας τα ως το μόνα πεδία ελευθερίας που μας έχει αφήσει ο πολιτισμός μας.
Ενδιαφέρον
παρουσιάζει και η αφηγηματική τεχνική των μυθιστορημάτων της. Σε όλα η
κατασκευή της αφήγησης δηλώνεται καθαρά, ο εκάστοτε αφηγητής δηλώνει τους
προβληματισμούς του για την αφηγηματική πράξη και για τους ίδιους τους ήρωές
του. Παύει ο αφηγητής να είναι μια απλή σύμβαση, αλλά έχει έναν εμφανή και
διακριτό ρόλο δηλώνοντας ή όχι την ταυτότητά του. Έτσι διατηρείται ο
αναστοχασμός πάνω στην εσωτερική και εξωτερική δράση, επιτυγχάνεται ελεγχόμενα
και προσεκτικά η αναγκαία αποευαισθητοποίηση, ώστε να ενεργοποιηθεί η κριτική
στάση του αναγνώστη.
Ο λόγος της Δ
πολυποίκιλος, ευρηματικός κινείται με άνεση σε διάφορα είδη. Οι αφηγήσεις της
πλούσιες, περιεκτικές και ισορροπημένες, οι περιγραφές της διεισδυτικές, οι εξομολογήσεις
των ηρώων διατηρούν στο λόγο τους την αναγκαία συναισθηματική φόρτιση. Πέρα από
την ακρίβεια της έκφρασης που χαρακτηρίζει τα δοκιμιακού χαρακτήρα αφηγήματά
της, ο λόγος της διακρίνεται για το χιούμορ, τη λεπτή ειρωνεία και τις εύστοχες
αιχμές στην παρατήρηση και το σχολιασμό των κακώς κειμένων της πραγματικότητας.
Οι διακειμενικές συνομιλίες γίνονται με έξυπνο τρόπο η ευρυμάθεια της δε
γίνεται ποτέ επιδεικτική, τουναντίον αποδεικνύεται δελεαστική, καθώς εμπνέει
τον αναγνώστη να επιδιώξει νέες αναγνωστικές περιπέτειες.
Η Δεληγιώργη
έχει υψηλά λογοτεχνικά πρότυπα και το ενδιαφέρον της στρέφεται προς μια
λογοτεχνία που τείνει στο οικουμενικό. Ξεκινώντας τις δικές της λογοτεχνικές
απόπειρες μεριμνά για τη συγκρότηση της συγγραφικής της υποκειμενικότητας με
επίγνωση των δυσκολιών αυτού του εγχειρήματος. Παράλληλα έχει, όπως κάθε νέος
συγγραφέας να αποφορτίσει και να ξεκαθαρίσει το ψυχικό του τοπίο, αλλά και το
κατανοήσει, θέτοντας στο χαρτί και τα βασανιστικά ερωτήματα για τη ζωή,
την ύπαρξη και την κοινωνία. Ερωτήματα που ο μέσος
άνθρωπος τα προσπερνά, γιατί δυσκολεύεται να τα προσεγγίσει. Με αυτά τα θέματα
και αυτούς τους προβληματισμούς ξεκινά τη συγγραφή των διηγημάτων της, την
εποχή της δικτατορίας, όπου το αίτημα της ελευθερίας του λόγου ήταν βασανιστικό
και επιτακτικό. Δημοσιεύει τις Ιστορίες στο πρώτο πρόσωπο (1969) και διηγήματα σε διάφορα
περιοδικά. Το 1982 εκδίδεται η πρώτη
συλλογή διηγημάτων της με τον τίτλο Φωνές. Με διηγήματα θα επανέλθει το 1991
Ιστορίες μιας ελάχιστης εποχής και το 2008 με το βιβλίο Μια δική σου ζωή. Το
τελευταίο περιλαμβάνει καινούρια διηγήματα, αλλά και μια επιλογή από παλαιότερα
που είχαν δημοσιευτεί στις δύο προηγούμενες συλλογές.
Τα
διηγήματα της Δεληγιώργη αφηγήσεις δοκιμιακού χαρακτήρα στη πλειοψηφία τους με
υποτυπώδη πλοκή, παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον και θα τα ταξινομούσα σε δύο
ομάδες. Η πρώτη ομάδα περιλαμβάνει διηγήματα για τη γυναικεία ταυτότητα και
αυτοσυνείδηση, που συνομιλούν άμεσα ή έμμεσα με τα κείμενα της Βιρτζίνια Γουλφ
και στη θεματική και στο ύφος, όπου είναι έκδηλη η ανάγκη του ομιλούντος υποκειμένου να συνθέσει
το πρόσωπό του, δίνοντας φωνή σε όλα τα πρόσωπα που περιέχει, στις ενίοτε
αντιφατικές φωνές που συγκρούονται εντός του κείμενα για την εναγώνια
αναμέτρηση του συγγραφέα με το λευκό χαρτί. Η γραφή είναι υπαρξιακή ανάγκη που
η εκπλήρωσή της δικαιώνει τη ζωή της συγγραφέως και της επιτρέπει να κερδίσει
την αυτοεκτίμησή της. Να βρει το συγγραφικό εγώ της. Η διαδικασία της γραφής, η
ανάγκη να ξεπεραστούν τα εσωτερικά εμπόδια που ο πόθος της γραφής υψώνει και
ταλανίζει τη συγγραφέα, τη γεμίζει αμφιβολίες και υπονομευτικά ερωτήματα.
Υπάρχουν διηγήματα στο έργο της που στη συνέχεια αναπτύχθηκαν, διατηρώντας την
αυτονομία τους, σε μυθιστορήματα
Υπάρχει και μια
άλλη μεγάλη ομάδα διηγημάτων της που δραπετεύουν στο φανταστικό, προκειμένου να
σχολιάσουν μια διάθεση ή ένα ζήτημα της πραγματικότητας. Ευρηματικές αφηγήσεις,
τόποι ελεύθερης συνύπαρξης του πραγματικού, του φανταστικού και του συμβολικού.
Με τη συνδρομή του παράδοξου η συγγραφέας στήνει με φαντασία, γνώση και τόλμη
κι άλλοτε με διακριτικό χιούμορ μικρές ιστορίες, στιγμιότυπα της
καθημερινότητας, αλλά και της εν δυνάμει πραγματικότητα του ονείρου και σχολιάζει
συμπεριφορές, νοοτροπίες, αντιλήψεις και στάσεις ζωής, αλλά και κάποια κακώς
κείμενα της εποχής μας, ασκεί κριτική σε μορφές εξουσίας με ένα λόγο ευρηματικό
που ρέει απρόσκοπτα. Το παράδοξο και το στοιχείο του ονείρου μπλέκονται στο
πραγματικό, υπονομεύοντας τη ρεαλιστική δοκιμιακή σκευή του λόγου, μπολιάζοντάς
τον με τα ποιητικά πετάγματα της φαντασίας, που έρχεται να συνδράμει ώστε το
πραγματικό να ιδωθεί στις ευρύτερες διαστάσεις του και να περιλάβει την ουσία
της ύπαρξης.
Πάμε τώρα πιο
αναλυτικά στα μυθιστορήματά της. Το πρώτο της μυθιστόρημα ο Ανδρόγυς (1980) δείχνει ένα συγγραφέα που βγαίνει μέσα από τα
σπλάχνα του μοντερνισμού με περισσή ωριμότητα και έλεγχο των εκφραστικών του
μέσων. Ένα εσωστρεφές κείμενο, ρευστό που έχει συνείδηση της κατασκευής του,
πραγματεύεται παράλληλα με το βασικό του θέμα και την περιπέτεια της γραφής
του. Αφηγείται έναν αποτυχημένο και καταστροφικό έρωτα, κάπου στη δεκαετία του
70 τριων ανθρώπων μετασχηματίζοντας και
ανατρέποντας το μύθο του Μινώταυρου, του Θησέα και της Αριάδνης. Η έξοδος από
το λαβύρινθο δεν επιτυγχάνεται, συντρίβοντας και τους τρεις πρωταγωνιστές αυτής
της τριγωνικής ερωτικής σχέσης, εφόσον κανένα από τα τρία πρόσωπα δεν μπορεί να
σταθεί στο ύψος του ρόλου του. Ο αφηγητής
βλέπει την ιστορία ως ένα βαθμό μέσα από τα μάτια της Μαριάνθης και κάποιες
άλλες στιγμές αποστασιοποιείται και σχολιάζει, κρίνει τους χαρακτήρες και την
ιστορία τους, ενώ παράλληλα εκφράζει τους προβληματισμούς του για την ίδια την
κατασκευή και τη σύνθεση του μύθου. Δε διστάζει μάλιστα να αυτοϋπονομεύεται,
αλλά και να αντιμετωπίζει με σκεπτικισμό την περιορισμένη δράση των προσώπων
και του μύθου, επειδή περιορίζει αυτός ο μύθος τη φαντασία σε ένα χώρο μικρών διαστάσεων,
σ’ ένα σπίτι κι έτσι μικραίνει τον κόσμο και τη θέα μας. Η συγγραφέας
χαρακτηρίζει το μυθιστόρημα αυτό ιδεολογικό ρομάντζο με αρκετή δόση ειρωνείας,
τηρώντας τις αποστάσεις της από αυτό το ερωτικό δράμα το ενσωματωμένο στις
συνθήκες και το πνεύμα της εποχής.
Το 1987
επιστρέφει στο μυθιστόρημα και γράφει «Το τέλος του χρυσού φεγγαριού», ένα
μυθιστόρημα με θέμα την κατασκευή ενός μυθιστορήματος. Η αφηγήτρια είναι μια
συγγραφέας που αναζητά θέμα για το καινούριο βιβλίο της, καταπονημένη από την
απουσία έμπνευσης αναλαμβάνει να γράψει την ιστορία της Ελένης, μιας γυναίκας
που προσπαθεί να συνέλθει
επιβιώσει μετά την άσχημη κατάληξη του γάμου της και η ίδια έχει δώσει
στο παρελθόν δείγματα γραφής. Η αφηγήτρια καθώς βιογραφεί, βιογραφείται. Παράλληλα
με την ιστορία της Ελένης, που σκιαγραφείται και η ιστορία του Χρυσού Φεγγαριού
Χρυσό φεγγάρι ονομάζεται ένα μίζερο και παρακμιακό μπαρ, δίχως αίγλη, δίχως
αστραφτερές φαντασιώσεις και υποσχέσεις
στο οποίο για ένα χρονικό διάστημα η αφηγήτρια της ιστορίας συχνάζει και
εκεί συναντά και την ηρωίδα του βιβλίου της. Μολονότι η συγγραφέας έσπασε τη βασανιστική
σιωπή και ξεπέρασε προσωρινά την αδυναμία της να γράψει, βρίσκεται
ανικανοποίητη από το δημιουργικό της αποτέλεσμα. Η ηρωίδα δραπέτευσε και
πρόδωσε τις αναλύσεις και το μελλοντικό σενάριο που έστησε η δημιουργός του. Οι
συμβολισμοί του φεγγαριού με τη γυναίκα είναι γνωστοί και πολυσυζητημένοι. Το
σύμβολο του χρυσού παραπέμπει στην έννοια της καθαρότητας, αλλά και στην
αλχημεία, στη μεταμόρφωση, που στην περίπτωσή μας ούτε η ζωή ούτε η τέχνη
κατάφεραν να επιφέρουν.
Στο μυθιστόρημα
Γυναίκες ή Σκοτεινή ύλη η Δεληγιώργη, το 2004
αναπτύσσει θέματα που είχαμε πρωτοσυναντήσει σε κάποια διηγήματά της,
αλλά και στα δύο προηγούμενα μυθιστορήματά της. Το βασικό θέμα είναι η
συγκρότηση της υποκειμενικότητας, η συμφιλίωση των εσωτερικευμένων αντιθέσεων
της γυναικείας ταυτότητας, η δημιουργική συνέχεια της ζωής μετά από
αλλεπάλληλες ήττες στο πεδίο των ανθρωπίνων σχέσεων. Η Δωροθέα η ηρωίδα του
βιβλίου αναστοχάζεται την πορεία της μέσα στο χρόνο, τον εσωτερικό και τον
εξωτερικό, συνειδητοποιεί τα λάθη της, αποδέχεται πλέον τον εαυτό της ως έχει
και συνεχίζει την αναζήτηση μιας αυθεντικής ζωής. Η συγγραφέας με υποδειγματικό
τρόπο αναλύει πώς η ηρωίδα υλοποιεί το παιδικό της σενάριο. Το ζήτημα του
φύλου, το πώς ένας άνθρωπος αναγνωρίζει τις ιδιότητες του φύλου του και στη
συνέχεια πώς το κοινωνικό, πολιτισμικό και ιστορικό περιβάλλον έρχεται να
συμπορευτεί ή να συγκρουστεί με αυτή την εσωτερικευμένη εικόνα δίνονται με αναλυτικό
τρόπο. Η ηρωίδα ταυτίζεται με το πρότυπο του Δον Κιχώτη, που δίνει μάχες να
πολεμήσει το Κακό, κόντρα στο κυρίαρχο ρεύμα με δυνατότερους και αποτυγχάνει.
Αναζητά τον έρωτα στο πρόσωπο ενός αληθινού ιππότη, επιμένοντας να παραβλέπει
την αλήθεια ότι οι ιππότες έχουν εκλείψει. Βέβαια, η ηρωίδα μεγαλώνοντας δεν
αγνοεί τη σκοτεινή ύλη που εκτός από την αθέατη επιρροή της στο σύμπαν, επιδρά
ανεξέλεγκτα και καθοριστικά στις ζωές των ανθρώπων, δισυπόστατη αντιφατική,
άλλοτε φαινομενικά αδρανής μπορεί να προκαλέσει τη δημιουργία ή την καταστροφή.
Μαζί με την ιστορία της ηρωίδας εξετάζονται οι
ιδέες και οι αντιλήψεις μιας ολόκληρης εποχής. Η μεταπολεμική Θεσσαλονίκη των
δεκαετιών 50-60 και 60-70, η Ελλάδα που προσπαθεί να εκσυγχρονιστεί, οι
μορφωμένοι νέοι που θέλουν ν’ αλλάξουν τον κόσμο, αλλά δεν μπορούν ν’ αλλάξουν
τον εαυτό τους. Η ιστορία μιας γενιάς που ενστερνίστηκε τα όνειρα και την
ουτοπία της δεκαετίας του 60 και πολύ γρήγορα την εξαργύρωσε με θώκους
εξουσίας. Μια μεταπολεμική κοινωνία που ένα εν δυνάμει ισχυρό διανοητικό της
κομμάτι απεμπόλησε το ήθος, συμβιβάστηκε και βολεύτηκε στη λογική της
ίντριγκας, της ήσσονος προσπάθειας και του θεάματος. Κι ο έρωτας μπήκε κι αυτός
σ’ αυτό το μηχανισμό. Οι άντρες εγκατέλειψαν την ιπποσύνη, τις μάχες για τον
έρωτα, τη χρησιμοποιούσαν εν μέρει ως είδος στρατηγικής, η αφοσίωση ως αξία
εγκαταλείφθηκε. Οι γυναίκες βυθισμένες σε αντιφάσεις, ενστερνίζονται επιπόλαια
τις τρέχουσες αποδεχτές φεμινιστικές αντιλήψεις. Η συγγραφέας απογυμνώνει τις
ψευδαισθήσεις των ανθρώπων της γενιάς της, προβάλλοντας το αίτημα μιας
αυθεντικής ζωής αγάπης και δημιουργικότητας.
Η Δεληγιώργη
επανέρχεται το 2011 με τον Τρυφερό Σύντροφο. Μια μυθιστορία για τον Γεώργιο
Σκληρό, έναν ξεχωριστό διανοούμενο των αρχών του 20ου αιώνα, ξεχασμένο στους σύγχρονους καιρούς. Εδώ η
θεματική της Δ. διευρύνεται. Το ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο
τοποθετείται η πλοκή, η σχέση και η επίδρασή του πλαισίου αυτού στη ζωή των
ηρώων της δίνουν στη συγγραφέα τη δυνατότητα να αναπτύξει ικανό εύρος των ιστορικών
και φιλοσοφικών της προβληματισμών, να φύγει από το εγώ στο εμείς, να αγγίξει
ερωτήματα και προβληματισμούς της εποχής εκείνης αλλά και του καιρού μας, που
αφορούν ευρύτερα αναγνωστικά στρώματα. Στο βιβλίο αυτό προστίθεται στη θεματική
του λογοτεχνικού της έργου και το θέμα του θανάτου, ως βιώματος, ως απειλής κι
ενίοτε ωε λύτρωσης που συνοδεύει πάντα τις ζωές των ανθρώπων. Στον Τρυφερό
Σύντροφο η Δεληγιώργη αναπαριστά μιαν εποχή, δεν προδίδει και δεν παραποιεί τα
ιστορικά στοιχεία, ωστόσο διατηρεί το δικαίωμα της υποκειμενικής ματιάς στη
συγκρότηση της ιστορίας της.
Το βιβλίο αυτό βραβεύτηκε
με το βραβείο Θέμελη, διαβάστηκε και αγαπήθηκε πολύ. Ήρθε στο ξεκίνημα της
κρίσης, σε μια εποχή που άρχισε να γίνεται αντιληπτό σε πολλούς ότι ένας τρόπος
ζωής κλείνει τον κύκλο του. Σε τέτοιες εποχές αναζωπυρώνονται αντιθέσεις, τίθενται πάλι στο προσκήνιο
ιδεολογικές αντιπαραθέσεις που έμοιαζαν τελειωμένες. Ζητήματα εθνικών και
θρησκευτικών ταυτοτήτων, φανατισμοί, το θέμα της γλώσσας αναβιώνουν και
επανέρχονται, οι φωνές της κριτικής και της αλήθειας παραγκωνίζονται, διώκονται
και λοιδορούνται. Ο αναγνώστης βρίσκει αντιστοιχίες και αναλογίες του τότε με
το σήμερα και το ενδιαφέρον του για το βιβλίο αυτό μεγαλώνει.
Και περνάμε στο
τελευταίο βιβλίο της Α. Δ ο Ανέστιος που είναι γραμμένο σε μορφή ημερολογίου
και κυκλοφόρησε πρόσφατα. Ένα μονοφωνικό μυθιστόρημα με έκδηλη θεατρικότητα, μια
και ο ήρωας γράφει τα ημερολόγιά του σαν να μιλά σε κάποιον ακροατή. Το θέμα
του βιβλίου επίκαιρο αλλά και διαχρονικό
ταυτόχρονα. Επίκαιρο γιατί καταπιάνεται με τη ζωή ενός άστεγου στη σημερινή
Αθήνα της κρίσης, επομένως θίγει ένα κοινωνικό και πολιτικό θέμα που γίνεται
ολοένα και περισσότερο αντιληπτό τα τελευταία χρόνια και στη χώρα μας.
Διαχρονικό γιατί αντιμετωπίζει τον ήρωά της όχι απλώς ως άστεγο αλλά ως
ανέστιο, γεγονός που της δίνει την ευκαιρία να θίξει το υπαρξιακό ζήτημα της
ανεστιότητας και τους παράγοντες που το πριμοδοτούν και το ενισχύουν στο
σύγχρονο κόσμο.
Κλείνοντας αυτή
τη γενική και περιοριστική επισκόπηση του πεζογραφικού έργου της Δεληγιώργη θα
έλεγα ότι το έργο της μας κάνει απαιτητικότερους αναγνώστες, ζητά την εγρήγορση
και τη συμμετοχή μας. Μας φέρνουν απέναντι σε δικά μας αναπάντητα ερωτήματα,
μας δείχνουν πτυχές του εαυτού μας και
κάποιες αλήθειες που επιμελώς επιμένουμε να αγνοούμε.
Βικτωρία Καπλάνη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου