ΒΙΚΤΩΡΙΑ ΚΑΠΛΑΝΗ

ΒΙΚΤΩΡΙΑ ΚΑΠΛΑΝΗ

Χε Γουέι (1967-1996)









Χε Γουέι (2002). Τα Ελληνικά Ποιήματα, Μεταφράσεις, Φιλοσοφικό Δοκίμιο, (επιμ. Γιώργος Κορδομενίδης- Μπίλη Βέμη), Θεσσαλονίκη: Εντευκτήριο.

           
Όπου και να πας
κάθε τόπος σε υποχρεώνει με τη δική του
γλώσσα να μιλάς
δεν είναι μήτε οι άνθρωποι, μήτε οι θεοί.

Την άνοιξη του 1987, δυο χρόνια μετά την άφιξή του στην Ελλάδα, ο Χε Γουέι, ένας νεαρός Κινέζος φοιτητής της Φιλοσοφικής Σχολής του Α.Π.Θ., ξεκινά τις πρώτες του ποιητικές απόπειρες στην ελληνική γλώσσα και συν τω χρόνω, μέχρι την αιφνίδια στιγμή του θανάτου του, τον Μάιο του 1996, δημιουργεί μερικά ενδιαφέροντα δείγματα ποιητικού λόγου στη γλώσσα μας. Τα ποιήματά του μιλούν για ουσιώδη ζητήματα της ανθρώπινης ύπαρξης: το θάνατο, τη μοναξιά, τη νοσταλγία της πατρίδας και της παιδικής ηλικίας, τη ματαίωση του έρωτα, την απώλεια της φιλίας. Ποιήματα  γραμμένα με τρόπο απλό και ανεπιτήδευτο καταφεύγουν συχνά στη χρήση σταθερών συμβόλων, δίνοντας την εντύπωση πως έρχονται από τα βάθη του χρόνου, δημιουργούν κλίμα οικειότητας και εμπιστοσύνης στον αναγνώστη και αγγίζουν την ευαισθησία ενός ευρύτερου κοινού, όχι απαραίτητα εξοικειωμένου με την ποίηση.
Ο Χε Γουέι γεννήθηκε το 1967 στην επαρχία Hubei της Κεντρικής Κίνας. Το 1985 ήρθε ση Θεσσαλονίκη με υποτροφία του Ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών και σπούδασε στο τμήμα Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Α.Π.Θ. Στη συνέχεια έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη Φιλοσοφία, ξεκίνησε και διδακτορική διατριβή, ενώ παράλληλα, όλα αυτά τα χρόνια, έγραφε ποίηση, μετέφραζε κινεζική λογοτεχνία στα ελληνικά και μετείχε πάντοτε πρόθυμα σε εκδηλώσεις και δραστηριότητες, που του έδιναν την ευκαιρία να ενημερώνει το ελληνικό κοινό για την πολιτισμική παραγωγή της σύγχρονης Κίνας αλλά και για την παράδοση και την ιστορία της.
Το πρόβλημα όμως της επιβίωσης τον πιέζει επιτακτικά και οι υποτροφίες δεν εξασφαλίζουν πάντα τη λύση του, εφόσον υπάρχει επιπλέον και η ανάγκη να συνδράμει οικονομικά την οικογένειά του στην Κίνα, γεγονός που τον αναγκάζει να διαθέτει μεγάλο μέρος του χρόνου του, εργαζόμενος, κατά καιρούς, σε διάφορες δουλειές. Στη Θεσσαλονίκη γίνεται γρήγορα γνωστός στην πανεπιστημιακή κοινότητα, γνωρίζεται με ανθρώπους της πόλης, επώνυμους και μη, που τον αγαπούν, τον θαυμάζουν και επιδιώκουν τη συναναστροφή μαζί του, αποκτά φίλους. Ωστόσο ο ίδιος αντιλαμβάνεται καλά πως σε μια επαρχιακή πόλη μιας μικρής χώρας του εγωκεντρικού δυτικού κόσμου δεν παύει να είναι ο εξωτικός ξένος, ο περίεργος "άλλος". Η Ελλάδα είναι για αυτόν μια χώρα οικεία από τη μελέτη της αρχαίας ελληνικής σκέψης και κάποιων δειγμάτων του νεοελληνικού λόγου, αλλά δεν παύει, την ίδια στιγμή, να είναι και μια χώρα ξένη, καθώς τον φέρνει συχνά αντιμέτωπο με συνήθειες, νοοτροπίες και αξίες διαφορετικές από εκείνες της γενέθλιας γης. Ζει και κινείται πλέον ανάμεσα σε δύο διαφορετικούς κόσμους, γι' αυτό και  η σκέψη του δεν παύει διαρκώς να αναζητά και να ανιχνεύει τα σημεία σύγκλισης των δύο αυτών κόσμων μέσα από εκλεκτικές συγγένειες ανθρώπων, στη μακρά διάρκεια της Ιστορίας αλλά και στον καθημερινό σύγχρονο βίο, πεπεισμένος για την ενότητα του ανθρώπινου πεπρωμένου.
Ο Γουέι υπήρξε ένας άνθρωπος πολυτάλαντος και πολύπλευρος, όπως μαρτυρούν τα γραπτά του αλλά και οι εξομολογήσεις των ανθρώπων που τον συναναστράφηκαν. Ο θάνατος, σύντροφος, συνομιλητής και συνοδοιπόρος στο μεγαλύτερο μέρος της ποίησής του, τον βρήκε ξαφνικά, όπως μοιάζει να τον περίμενε, ενώ περπατούσε στους δρόμους της Θεσσαλονίκης, στις 31 Μαΐου 1996. Η διάγνωση: έμφραγμα μυοκαρδίου.

Τώρα τον θάνατο τον περιμένω απλά
όπως μια γάτα στη μέση του δρόμου
γνωρίζοντας ίσως τι μέλλει να συμβεί
όταν θα τη χτυπήσει ένα βιαστικό
αυτοκίνητο.

Μετά το θάνατό του, επειδή όλα τα προσωπικά αντικείμενα του Γουέι μαζί με τη σορό του θα ταξίδευαν στην Κίνα, η Μπίλη Βέμη από φιλικό ενδιαφέρον και εκτίμηση στη σκέψη του Γουέι, σκέφτηκε ν' αναζητήσει τα κείμενα που εκείνος είχε γράψει όλα αυτά τα χρόνια στα ελληνικά, προκειμένου να διασωθούν και να μείνουν στην Ελλάδα, εφόσον η οικογένειά του δεν θα μπορούσε να τα αξιοποιήσει ούτε καν να τα διαβάσει. Ανάμεσα στα συγγραφικά κατάλοιπα του Γουέι, ανακαλύπτει, πέρα από τις αναμενόμενες φιλοσοφικές εργασίες και τις μεταφράσεις, τα τετράδια των ποιημάτων. Φαίνεται πως η ενασχόλησή του με την ποίηση, και μάλιστα στην ελληνική γλώσσα, δεν ήταν γνωστή σε όλους τους φίλους του, αν και είχαν δημοσιευτεί κάποια πρωτόλειά του στην "Οδό Πανός", (τχ. 49, Μάιος-Ιούνιος 1990). Έτσι, λοιπόν, από μιαν αυθόρμητη φιλική ενέργεια συγκεντρώθηκαν όλα τα ελληνικά κείμενα του Γουέι και αυτή τη στιγμή υπάρχει στα χέρια της Μπίλης Βέμη το αρχείο Χε Γουέι, οργανωμένο με τη δική της φροντίδα και σύντομα θα παραδοθεί στο "Αρχείο Λογοτεχνών του Τομέα Μεσαιωνικών και Νεοελληνικών Σπουδών" του Τμήματος Φιλολογίας του Α.Π.Θ.
Η ύπαρξή αυτών των ποιημάτων αποτέλεσε το κύριο ερέθισμα  για να αποφασιστεί η έκδοση ενός βιβλίου με ικανά δείγματα γραφής από όλα τα είδη λόγου με τα οποία καταπιάστηκε ο Γουέι: ποιήματα, μεταφράσεις, φιλοσοφικό δοκίμιο, ώστε να παρουσιαστεί ολοκληρωμένα η φυσιογνωμία ενός ώριμου ποιητή -φιλοσόφου. Κινεζικά του χειρόγραφα δεν βρέθηκαν και δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε αν και κατά πόσο τα χρόνια της διαμονής του στην Ελλάδα ο Γουέι έγραφε ποιήματα ή φιλοσοφικά δοκίμια και στην κινεζική γλώσσα.
Η πρωτοβουλία, λοιπόν, της Μπίλης Βέμη για την έκδοση ενός τέτοιου βιβλίου βρήκε ανταπόκριση στον Γιώργο Κορδομενίδη, ο οποίος ανέλαβε την εκδοτική επιμέλεια  του όλου εγχειρήματος και η έκδοση πραγματοποιήθηκε στις αρχές του 2003. Το βιβλίο αυτό περιλαμβάνει μια επιλογή ποιημάτων, μεταφράσεων και άλλων κειμένων του Γουέι, τη μεταπτυχιακή του εργασία, στην οποία επιχειρεί μια συγκριτική μελέτη της πολιτικής φιλοσοφίας του Πλάτωνα και του Μάο, καθώς και κείμενα για την προσωπικότητα και το έργο του, γραμμένα από ανθρώπους που τον γνώρισαν και, με διάφορες αφορμές, συνεργάστηκαν μαζί του.
Η Μπίλη Βέμη μελέτησε τα ποιητικά χειρόγραφα του Γουέι με σεβασμό και αγάπη και φρόντισε, όχι με τη σχολαστικότητα του φιλολογικού επιμελητή αλλά με την ευαισθησία, τη γνώση και το ταλέντο του ομοτέχνου, να επιλέξει τα αρτιότερα ποιήματα για να παρουσιαστούν σ' αυτήν την έκδοση. Η πρότασή της ήταν να μη δημοσιευτούν αδιακρίτως όλες οι ποιητικές απόπειρες του Γουέι αλλά μόνον ποιήματα στα οποία διαφαίνεται ήδη ένα διαμορφωμένο προσωπικό ύφος. Ασχολήθηκε με τα ποιήματα του Γουέι, πάνω από δύο χρόνια, με προσοχή και αφοσίωση έφτασε στον πυρήνα της γλώσσας και της σκέψης τους και κατόρθωσε να τα φέρει σε μια "τελική" μορφή, επιχειρώντας μικρές διακριτικές παρεμβάσεις, θεμιτές, κατά την άποψή μου, ώστε τα ποιήματα να πάρουν μια πλήρως αναγνώσιμη μορφή και να αναδεικνύουν απρόσκοπτα τις ποιητικές αρετές του δημιουργού τους.
Τα ποιήματα του Γουέι διακρίνονται για την εκφραστική τους λιτότητα και τη στοχαστική τους διάθεση. Αυτή η εγγενής σ' αυτόν στοχαστική διάθεση πιθανότητα είναι και το κοινό στοιχείο που τον ελκύει και τον φέρνει κοντά στην ποίηση του Κωνσταντίνου Καβάφη, τον οποίο, όπως γνωρίζουμε,  μεταφράζει το 1987 στα κινεζικά και από τον οποίο, συνειδητά ή ασυνείδητα, αφομοιώνει στοιχεία ύφους, ανιχνεύσιμα και σε κάποιες δικές του ποιητικές απόπειρες. Στη συνέχεια, καθώς η γνώση της ελληνικής γλώσσας βελτιώνεται και προχωρούν η μελέτη της ελληνικής και της ξένης ποίησης, ο λόγος του Γουέι διευρύνεται, αποκτά διαφορετικούς ρυθμούς, δοκιμάζει ποικίλους τόνους, χωρίς όμως να παρεκκλίνει από τη βασική γραμμή του ύφους του, τη λιτή και περιεκτική έκφραση.
Διαβάζοντας τα ποιήματά του, διακρίνουμε έναν σεβασμό απέναντι στη ζωή, στη φύση και στα πράγματα, μιαν ανιδιοτελή αγάπη εξίσου για τα ταπεινά και τα σπουδαία αυτού του κόσμου και ταυτόχρονα μιαν καρτερική αποδοχή του θανάτου. Είναι φανερό πως ο Γουέι φέρει μέσα του αφομοιωμένη την παραδοσιακή κινεζική ποίηση και τη φιλοσοφία της μακρινής του πατρίδας που δεν θεωρεί τον άνθρωπο κέντρο του σύμπαντος, πιστεύει πως ο κόσμος είναι ενιαίος και αδιάσπαστος και πως τα ανθρώπινα πλάσματα βρίσκονται σε στενή αλληλεπίδραση και συνομιλία με τον ουρανό και το σύμπαν.

Η Άνοιξη

Περπάτησα τη νύχτα στον δρόμο
           και ο δρόμος μού άνοιξε.
Περπάτησα τη νύχτα στην πόλη
           και η πόλη μού φανερώθηκε.
Περπάτησα τη νύχτα στη βροχή
           και η βροχή πάνω μου έπεσε.

Έτσι περπάτησα στον χρόνο
          Και ο χρόνος, μέσα μου, γέμισε.

Στον ποιητικό μικρόκοσμο του Γουέι, ενώ είναι έκδηλη η αγάπη για τον άνθρωπο, οι άνθρωποι είναι απόντες. Υπάρχουν μόνο ως νοσταλγική ανάμνηση ή ως βασανιστική απουσία, δεν συνομιλεί μαζί τους, δεν τους απευθύνει το λόγο, όπως κάνει με τα πράγματα και τα στοιχεία της φύσης, ενώ μοιάζει να αποδέχεται και να εντάσσει στους συνομιλητές του τον Θεό, με εμπιστοσύνη και σεβασμό, απευθυνόμενος, κυρίως, στο ανθρώπινό του πρόσωπο και λιγότερο στη θεϊκή παντοδυναμία του.

Ω, Κύριε των λεωφόρων και των μηχανών
συγχώρεσέ με που δεν ήξερα να συγχωρέσω
και να χαρώ, πάρε τη λύπη μου να τη φυλάξεις,
αν δεν μπορώ να τη βαστάξω.

Συχνά κυριαρχεί στον ποιητικό κόσμο του Γουέι μια ατμόσφαιρα μελαγχολική και νοσταλγική τόσο για τις απώλειες του ιδιωτικού του βίου όσο και για την απώλεια του παρελθόντος χρόνου, που, πέρα από τις όποιες δυσκολίες του, διέθετε σταθερά σημεία αναφοράς, πρόσωπα, πράγματα και σύμβολα. Το πέρασμα του χρόνου και  η ωρίμανση τον φέρνουν αντιμέτωπο με την τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, που αναμένει καρτερικά την παραμυθία του θανάτου. Το ποιητικό υποκείμενο εκφράζει την προσωπική και υπαρξιακή του μοναξιά και υποβάλλει την εναγώνια αναζήτηση της γαλήνης με μια ποικιλία τόνων, που ξεκινά από την χαμηλόφωνη εξομολόγηση, συνεχίζει με την εναγώνια έκκληση και την προσευχή και φτάνει στην κραυγή. Η ποίηση μοιάζει να λειτουργεί ως ασφαλιστική δικλείδα συναισθηματικής ισορροπίας μέσα σε μια καθημερινότητα εξαιρετικά πιεστική και συχνά αδιέξοδη.

Πανόραμα

Έπινα νερό κι η αλυσίδα μ' έσερνε
Έπινα κρασί και το φεγγάρι γέμιζε
Θέριζα κορμιά κι η απελπισία μ' έπνιγε
Αν ήμουνα νερό μες στο νερό ποιος θα πνιγόταν;

Να γίνω σκοτάδι να διαλυθώ στης γης τα φώτα
Όχι δεν θέλω δεν θέλω δεν θέλω
Τους σταυρούς τους γυάλινους πνιγμένους δεν τους θέλω
Ούτε εδώ ούτε εκεί πού τέλος πάντων;
Μα η νύχτα λησμονεί
Θα σύρω την κουρτίνα στο φεγγάρι γυμνή να μη με δει
Μην τύχει κι απαγγείλει θανατική ποινή
Πέτρινος ήλιος στα θεμέλια του καιρού κι ίχνη μου τ΄
  άστρα
ίχνη που χάθηκαν× ποιος θα τα βρεί;

Νερό σαν έγινα την αλυσίδα έσερνα
Αν ήμουνα νερό μες στο νερό ποιος θα μιλούσε;

Ο Γουέι παρακολουθεί από μακριά την πορεία της χώρας του στη μετά τον Μάο εποχή και το ζήτημα του εκδημοκρατισμού της Κίνας δεν παύει να τον απασχολεί και να τον προβληματίζει ως στοχαστή, γι' αυτό και επιχειρεί να το διερευνήσει με τη συνδρομή των εργαλείων και των μεθόδων, που του παρέχει η επιστήμη της φιλοσοφίας. Πιστεύει πως για να προχωρήσει η Κίνα δεν πρέπει να υιοθετήσει άκριτα τα εκσυγχρονιστικά δυτικά πρότυπα, αλλά να ξεκινήσει την αναζήτηση του δικού της δρόμου μέσα από τη μελέτη του παρελθόντος και της παράδοσης. Η εύρεση της δικής της ταυτότητας περνά αναγκαστικά από την κατανόηση των βασικών αξόνων της κινεζικής  σκέψης, δηλαδή από τη μελέτη του Λάο Τσε, του Κομφούκιου, του Τσόαν Τσε, του βουδισμού αλλά και του Μάο, χωρίς όμως προκαταλήψεις και έτοιμα ερμηνευτικά σχήματα. Η αρχαία ελληνική σκέψη διευρύνει τους προβληματισμούς του Γουέι και του χρησιμεύει ως ένα πεδίο συγκριτικής μελέτης  για τη βαθύτερη κατανόηση της κινεζικής πολιτικής σκέψης και φιλοσοφίας
Στον κύκλο του σύντομου βίου του ο Χε Γουέι διαμόρφωσε ένα προφίλ ποιητή και στοχαστή πολλά υποσχόμενου. [1] Δεν γνωρίζουμε, ασφαλώς, ποια θα ήταν η πορεία του στην ποίηση, αν θα προχωρούσε σε ευρύτερες συνθέσεις, αν θα εφάρμοζε συνθετότερες τεχνικές, αν, εντέλει, θα διαμόρφωνε ένα δικό του ιδιότυπο ποιητικό σύμπαν, το οποίο θα μπορούσε να λειτουργήσει παραδειγματικά για τους έλληνες ποιητές. Το έργο που έχουμε στη διάθεσή μας μάς συγκινεί, γιατί μάς γυρίζει πίσω στην αθωότητα και τον αυθορμητισμό μιας νεανικής γραφής, ενώ παράλληλα αναγνωρίζουμε σ' αυτό την ωριμότητα μιας ήδη διαμορφωμένης προσωπικότητας με σταθερές αξίες και ενσυνείδητες αισθητικές επιλογές.


ΒΙΚΤΩΡΙΑ ΚΑΠΛΑΝ


[1] Οι φιλοσοφικές αναζητήσεις του Γουέι, οι προσανατολισμοί της σκέψης του και η μετουσίωσή τους σε φιλοσοφικό λόγο παρουσιάζονται και αξιολογούνται με ευκρίνεια και ευστοχία στο κείμενο της Αλεξάνδρας Δεληγιώργη : "Το τραγικό, η πλαστικότητα και ο διάλογος", που βρίσκεται στις σελίδες 239-243 του βιβλίου.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου