Μάρτης 2013
Η
μεγάλη έγνοια της Μπίλης όμως ήταν η ποίηση. Διατρέχει το τοπίο που το λένε
ποίημα με σεβασμό, γνώση και περιέργεια
παιδιού που η φαντασία του είναι πάντα σε δημιουργική εγρήγορση. Το τοπίο αυτό
κρύβει μέσα του εικόνες από τα βάθη του χρόνου, σύμβολα και αρχέτυπα. Αν
επιχειρήσουμε μιαν ανασκαφή θα ανακαλύψουμε τη στρωματογραφία διαφόρων εποχών,
θα βρούμε πολιτείες, πρόσωπα, μορφές, μύθους, παραβολές, μυστικά της ανθρώπινης
ψυχής. Το τοπίο αυτό δεν βάζει περιορισμούς και διασφαλίζει τη μυστική
ελευθερία του ατόμου που το περπατά.
Παιδί-θαύμα
η Μπίλη Βέμη δημοσιεύει τα πρώτα ποιήματα και τις ποιητικές της αφηγήσεις (Νέλτο 1966) σε ηλικία 12 ετών. Το
δεύτερο βιβλίο της, Ο Κόκορας των
Θεμελίων εκδίδεται το 1971. Ήδη από τότε η νεαρή έφηβος διαμορφώνει με
σοφία ένα ποιητικό υποκείμενο και το τοποθετεί στη θέση του μοναχικού
παρατηρητή, το βάζει να διατυπώνει παρατηρήσεις και σχόλια για τη μητέρα, τα
οικεία πρόσωπα και τον περιβάλλοντα κόσμο. Η μικρή αυτή Περσεφόνη
αντιλαμβάνεται βασανιστικά το φόβο, το χρόνο και την παρουσία του θανάτου
και διαμορφώνει με σύμβολα και συχνά
νέο- υπερρεαλιστικές εικόνες τη δική της γλώσσα, προκειμένου να μιλήσει για όλα αυτά. Ακολουθεί Η
σκουριά του Μεγαλέξανδρου (1978), όπου τα βιώματα της πρώτης νεότητας, ο
έρωτας, οι σπουδές, η επαφή με την επιστήμη και την τέχνη μετουσιώνονται
διακριτικά στο ποίημα. Μετά από μια παρατεταμένη παύση, επιστρέφει με το Τοπίο που σε λένε ποίημα (1987).
Ποιήματα που ακολουθούν τα ίχνη των προηγούμενων ποιημάτων, αλλά και πεζά
ποιήματα που προαναγγέλλουν τα μελλοντικά Φυτά
του Ύπνου (2000). Σ’ αυτό το τελευταίο βιβλίο η ποιήτρια καταγράφει μια
σειρά ονείρων, καθώς αυτά μεταγράφονται σε ποίημα. Εδώ η γλώσσα της έχει φτάσει
σε θαυμαστή ωριμότητα. Λιτή, διαυγής και περιεκτική προσεγγίζει τις αθέατες
όψεις του κόσμου που μας περιβάλλει, του κόσμου αυτού που έρχεται από τις
περιοχές του ασυνειδήτου. Ζητήματα όπως ο θάνατος, η αναζήτηση του προσώπου, η
ελευθερία από τα κοινωνικά επιβαλλόμενα προσωπεία, η οντολογική μοναξιά, το
ανέφικτο του έρωτα επιστρέφουν με τη γλώσσα και τη σκηνογραφία του ονείρου.
Μέσα στα ενδιαφέροντά της ήταν και η μετάφραση. Θαύμαζε πολύ τους μεταφραστές,
ιδίως της ποίησης, και η ίδια μετέφρασε, κρατώντας την ευαίσθητη ισορροπία
ανάμεσα στην ακρίβεια και την ποιητικότητα, το βιβλίο του Henri Michaux Ονειροπολώντας
με αφορμή αινιγματικές ζωγραφιές, το
2008.
Η
αγάπη της Μπίλης για την ποίηση δεν εξαντλείται στο δικό της ποιητικό και
μεταφραστικό έργο, επεκτείνεται και στο έργο άλλων ποιητών, το οποίο πάντα
ανιχνεύει και γενναιόδωρα επαινεί. Φρόντισε με ιδιαίτερη προσήλωση και πάθος να
εκδοθεί το έργου του κινέζου ποιητή Χε Γουέι: Τα ελληνικά ποιήματα - Μεταφράσεις
- Φιλοσοφικό δοκίμιο, (2003). Ήταν φίλος της, τον εκτιμούσε και τον θαύμαζε
και μετά τον αιφνίδιο θάνατό του μελέτησε τα χειρόγραφά του, ταξινόμησε το
υλικό, έκανε με σεβασμό μόνο τις απολύτως απαραίτητες διορθώσεις και επιμελήθηκε μαζί με τον Γιώργο
Κορδομενίδη την τελική έκδοση.
Η
Μπίλη αγαπούσε την αρχαιολογία, την τέχνη και την εκπαίδευση. Κι όλες αυτές οι
αγάπες διαπερνούν εμφανώς ή υπογείως τα ποιήματά της. Διατήρησε μέχρι το τέλος
εκείνη την απορία του παιδιού απέναντι στις παράδοξες συμπεριφορές του
καλλιτεχνικού και επιστημονικού χώρου, απέναντι στις αυθαιρεσίες κάθε λογής
εξουσιών, απέναντι στα λογικά και τα παράλογα του κόσμου τούτου.
Βικτωρία Καπλάνη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου