Ο Ανέστιος
Παρουσίαση στη Διεθνή έκθεση βιβλίου 9 Μαΐου 2014
The Books Jourmal τευχ. 45 Ιούλιος 2014
Το νέο μυθιστόρημα της Αλεξάνδρας Δεληγιώργη είναι
γραμμένο σε μορφή ημερολογίου. Συντάκτης
του είναι ένας άστεγος, ο Ηλίας Κυριακούλης. Ζει στους δρόμους της Αθήνας τη
δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα, όπου η οικονομική κρίση είναι πλέον εμφανής
και έχει επιβάλει τις δυσβάσταχτες συνθήκες της. Ο ήρωας κατά διαστήματα, όποτε
νιώθει την ανάγκη, καταγράφει τις σκέψεις του,
χωρίς όμως να αναφέρει με ακρίβεια την ημερομηνία και τη χρονολογία, ως
είθισται να συμβαίνει σε ένα ημερολόγιο.
Η συγγραφέας επιλέγει για τον εαυτό της τεχνηέντως το ρόλο της
επιμελήτριας του βιβλίου που περιλαμβάνει τις ημερολογιακές σημειώσεις του Ηλία Κυριακούλη, καταγεγραμμένες σε πέντε τετράδια, τα οποία βρέθηκαν μετά το
θάνατό του, παραδόθηκαν στην κόρη του και με την άδειά της εκδόθηκαν.
Τα ημερολόγια αυτά ο Ηλίας Κ. άρχισε να τα γράφει
κάποιον Οκτώβρη, είκοσι μήνες αφότου είχε βγει στο δρόμο και συνέχισε για τα
επόμενα τέσσερα χρόνια. Από την αφήγησή του συμπεραίνουμε ότι ανήκει στη μέση
ηλικία, ενώ επιμελώς δεν αναφέρονται πουθενά
τα ατομικά του χαρακτηριστικά. Όλο αυτό το χρονικό διάστημα των έξι χρόνων
οδεύει χωρίς πρόγραμμα και χωρίς προορισμό και προσπαθεί, όπως όλοι οι
άστεγοι, να επιβιώσει αντιμέτωπος με τις
εκάστοτε καιρικές συνθήκες, με την πείνα, την αρρώστια και κυρίως παλεύει να
μην τρελαθεί, καθώς μέρα νύχτα προσπαθεί να καταλάβει πώς έφτασε να ζει σε ένα
ατέρμονο παρόν, έχοντας με πολλή προσπάθεια επιχειρήσει να αποκλείσει από μέσα
του το παρελθόν, να το καταστρέψει και ταυτόχρονα να μπλοκάρει ανεπανόρθωτα και
το μέλλον. Ο Ηλίας περιφέρεται στην πόλη
με ένα σάκο που περιέχει όλο του το βιος, τα τετράδιά του και το μοναδικό
αποδεικτικό στοιχείο της ταυτότητάς του, το βιβλιάριο των επικουρικών
επιδομάτων και κατακλύζεται από σκέψεις, ενοχές, αμφιβολίες, λογισμούς. Αν βρει
κάποια εγκαταλελειμμένα βιβλία διαβάζει, εμπλέκεται σε μια προσπάθεια να
βοηθήσει στη δημιουργία ενός περιοδικού αστέγων, μια απόπειρα κάπου να φανεί
χρήσιμος, να νιώσει ότι υπάρχει.
Ο Ηλίας Κυριακούλης ήταν ηλεκτρολόγος μηχανολόγος,
συγγραφέας τεχνικών συγγραμμάτων με ιδιαίτερη κλίση στις ανθρωπιστικές σπουδές
και στη φιλοσοφία, λάτρης της λογοτεχνίας, επίκουρος στο τμήμα Ηλεκτρολόγων
Μηχανολόγων του Πολυτεχνείου, δίδασκε με μεράκι τους φοιτητές του και παράλληλα
υπήρξε συνεργάτης και συνεταίρος σε μια τεχνική εταιρία. Αυτοδημιούργητος,
παντρεμένος με τη Μαίρη, μια γυναίκα του κόσμου τούτου και της μεταμοντέρνας
καταναλωτικής εποχής, που αγαπά το χρήμα, τις ανέσεις, την καλοζωία, χωρίς
ιδιαίτερους προβληματισμούς για το πώς και το γιατί. Έχουν δυο παιδιά, ένα γιο
και μια κόρη. Ο Ηλίας έχει κατά κόσμον όλα αυτά που η κοινωνία θεωρεί προϋποθέσεις ευτυχίας. Ωστόσο ο ίδιος αδυνατεί να παρακολουθήσει και να υποστηρίξει
αυτό το κοινωνικά αποδεκτό σενάριο ζωής. Είναι ένας άνθρωπος που βασανίζεται
από τη σκέψη του. Θέτει ερωτήματα που αμφισβητούν τις απόλυτες βεβαιότητες και
δεν αποδέχεται το κοινωνικά αυτονόητο, δεν μπαίνει στο παιχνίδι με τους
προκαθορισμένους κανόνες, δεν έχει μάθει την τέχνη του συμβιβασμού, παραμένει
ένας αναζητητής του ιδανικού, αδέξιος στις σχέσεις του με τους άλλους από τα
παιδικά του ήδη χρόνια, μια ζωή αποσυρμένος, νοήμων και ευαίσθητος. Δε
συμμερίζεται το καταναλωτικό μοντέλο ζωής, που έχουν ενστερνιστεί η γυναίκα και
οι φίλοι του και ως ερευνητής και δάσκαλος αναζητά τη γνώση που ελευθερώνει και
δεν παγιδεύει σε μορφές εξουσίας. Η διαφορετικότητα αυτή πολύ γρήγορα τον
φέρνει σε σύγκρουση με το πανεπιστημιακό κατεστημένο, εφόσον ολισθαίνει στον ανθρωπισμό και στην τέχνη και
δεν πληροί την εικόνα του τεχνοκράτη, αλλά και σε συγκρούσεις με το προσωπικό
και ευρύτερο περιβάλλον, που οδηγούν σε μια ναυαγισμένη ζωή. Χωρίς να
αποπειραθεί να την ξαναφτιάξει, βγαίνει στο δρόμο. Γιατί;
Γιατί έχει αποδεχτεί την ανεστιότητά του. Η εστία δεν
είναι οι τοίχοι του σπιτιού, ο μαλακός καναπές, η τηλεόραση και το τζάκι. Εστία
υπάρχει εκεί που υπάρχει αγάπη, άνθρωποι να προστρέξεις, να συναναστραφείς
(βασική ανθρώπινη ιδιότητα η συναναστροφή), εστία σημαίνει να βρίσκεσαι εκεί
που μπορείς να είσαι ο εαυτός σου και να αναπτύσσεις τις δυνατότητές σου, να
έχεις κέντρο, ώστε η ψυχή να τροφοδοτείται, να δυναμώσει και να συνεχίζει τον
αγώνα της ζωής. Όταν αυτή η εστία χαθεί, η απώλεια του συμβόλου που είναι το
σπίτι δεν σηματοδοτεί καμία επιπλέον συμφορά. Ο Ηλίας έχει συνειδητοποιήσει ότι
η ανεστιότητα είναι μια επιδημική ασθένεια που εξαπλώνεται ραγδαία. Έχει ήδη
προσβάλει πολλούς που δεν την αντιλαμβάνονται, καθώς οχυρώνονται τρομαγμένοι
μέσα στα σπίτια τους. Η ασθένεια αυτή δεν έχει εμφανή συμπτώματα και ξεγελά. Η
κόπωση και η προσβολή των συναισθημάτων, το σκοτείνιασμα της φαντασίας και της
κρίσης δεν τους βάζει σε υποψία. Ο σύγχρονος άνθρωπος δεν επιθυμεί πια την
έξοδο από το λαβύρινθο, αλλά μια γωνιά εντός του να κουρνιάσει. Δεν του
χρειάζεται ο μίτος της Αριάδνης, γι’ αυτό και δεν τον αναζητά πια. Σε έναν
κόσμο που έχει τελειοποιήσει τα εμπόδια
και τις διαχωριστικές γραμμές, οι άνθρωποι υπακούουν σε προκαθορισμένες πορείες.
Έτσι, λοιπόν, η μόνη διέξοδος που βρήκε ο Ηλίας ήταν η
έξοδος από την αναζήτηση διεξόδου. Αποδέχτηκε μιαν εξορία που μοιάζει φαινομενική,
αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι, είναι εξοστρακισμός, εφόσον σε αναγκάζουν
να διώξεις τον εαυτό σου από την εστία του. Ο ίδιος βιώνει τη ζωή του στο δρόμο
ως ένα αργό βάσανο, μια αργή αυτοεξόντωση, ως τιμωρία προς τον εαυτό του κι
άλλοτε ως ευκαιρία να νιώσει την απόλυτη φτώχεια, τον απόλυτο πόνο, τον απόλυτο
πόθο μιας άλλης ζωής. Η ανάγκη ν’ αφήσει
πίσω τον εαυτό του προς στιγμήν έμοιαζε
ως ευκαιρία να συναντήσει τους άλλους και να γνωρίσει τα ανθρώπινα όχι όπως
φαίνονται αλλά όπως είναι αληθινά, ανάγκη που αποδείχτηκε γρήγορα φαντασιακή κι
ως εκ τούτου παρέμεινε ανικανοποίητη.
Εκείνο που τον βοηθά να μην τρελαθεί σ’ αυτή τη νέα
συνθήκη είναι η πράξη της γραφής, η εξομολόγηση, ο διάλογος με τον εαυτό του,
αναγκαίος για την αποφόρτιση της σκέψης του. Σύμμαχος η γραφή για να κρατήσει τη σκέψη του σε μια ευθεία, γιατί αλλιώς
ιλιγγιωδώς περιστρέφεται. Η γραφή υποκαθιστά το συνομιλητή, το φίλο που
απουσιάζει. Μέσα του υπάρχει και η ελπίδα πως αν κάποτε αυτά τα τετράδια
φτάσουν στα χέρια της κόρης του, ίσως, διαβάζοντάς τα, να τον κατανοήσει. Ο
Ηλίας, λοιπόν, γράφει όχι για να μαρτυρεί τις δυσκολίες αλλά το νόημα του
φυγόδικου βίου του. Η σκέψη του ξεκινά από την προσωπική του περιπέτεια, αλλά
εξακοντίζεται και στα προβλήματα της υφηλίου, που ως ένα βαθμό εξηγούν και τα
δικά του.
Δεν αυτοβιογραφείται ο ήρωας, τον συναντάμε στη φάση
της ζωής του που βρίσκεται σε κρίση από την οποία αδυνατεί να βγει. Κάνει την
κριτική του, αποδέχεται τις ευθύνες και τα λάθη του, προσπαθώντας να «χωνέψει»
πώς έφτασε να απορριφθεί από τα πρόσωπα που λάτρεψε, τα παιδιά του. Οι πληροφορίες που μας δίνει για τον εαυτό
του, είναι αυτές που αιτιολογούν το παρόν του και δίνονται μόνο για αυτό το
λόγο, ενσωματωμένες μέσα στις σκέψεις και τους προβληματισμούς του για τις
βασικές αρχές της ύπαρξης, για τη σημερινή κοινωνία, « τον κακοχυμένο κόσμο που
κακοφόρμισε» για τη χαμένη ιστορικότητα
αλλά και για την έννοια του κακού και
τις απαρχές του. Παρατηρεί, αναλύει εύστοχα, αλλά και καταδικάζει με
επιχειρήματα τον κυρίαρχο τρόπο σκέψης που υποτάσσεται στο μηδενισμό και την
ασημαντότητα.
Καθώς περιπλανιέται στην Αθήνα του 21 ου αιώνα,
παρατηρεί την πόλη με διαφορετική πλέον ματιά, καταγράφει τις συμπεριφορές των
άλλων ανέστιων με τους οποίους κάποιες στιγμές συγχρωτίζεται, την καθημερινότητά
τους στις αίθουσες των συσσιτίων καθώς
και τα αναδυόμενα πρακτικά προβλήματα που προκύπτουν από την ραγδαία αύξηση του
αριθμού των αστέγων. Διακρίνει με οξυδέρκεια και σχολιάζει τις αντιδράσεις των
ανυποψίαστων πολιτών που κοιτούν τους άστεγους είτε με φόβο, γιατί στο πρόσωπό
τους καθρεφτίζεται το ενδεχόμενο μέλλον τους είτε με αποστροφή, θεωρώντας τους
ηττημένους, δειλούς, αδύναμους και
ανίκανους. Κάποιοι σκληρότεροι τους θεωρούν ακόμη και περιττούς που δεν
χρειάζεται γι’ αυτούς να απασχολείται η δημόσια υγεία και η παιδεία. Σχολιάζει
τη συναλλαγή της φιλανθρωπίας, τη δημοσιοϋπαλληλική νοοτροπία της βοήθειας. Η
πολιτεία βρίσκεται ανέτοιμη να δεχτεί και να υποστηρίξει αυτή την αναδυόμενη
κοινωνική ομάδα των άστεγων, ωστόσο αρχίζει να την αναγνωρίζει ως μέρος του
γενικότερου προβλήματός της.
Το μυθιστόρημα της Δεληγιώργη θίγει την υπαρξιακή,
κοινωνική και πολιτική διάσταση ενός ζητήματος
βιωματικά πλέον αντιληπτού και
στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια, μια κι ο αριθμός των αστέγων αυξάνεται
και το κοινωνικό και ψυχολογικό προφίλ των ανθρώπων που έχουν σπίτι τους το
δρόμο αλλάζει. Όπως και τα προηγούμενα
μυθιστορήματά της, έτσι και αυτό είναι ένα δείγμα στοχαστικής πεζογραφίας και
παράδειγμα λογοτεχνικού κειμένου όπου συναντώνται και συντονίζονται δημιουργικά
η λογοτεχνία και η φιλοσοφία. Ο Ηλίας και η ιστορία του είναι το πρόσχημα για
να μιλήσει η συγγραφέας για την έννοια του ανέστιου και για τη διάλυση των
ουσιαστικών κοινωνικών δεσμών, μέσα σε έναν ανελέητο μεταμοντέρνο κόσμο που
έχει υποταχτεί στο μηδενισμό, ενώ
παράλληλα έχει θεοποιήσει την τεχνολογία, καταργεί τη μνήμη, εγκλωβίζει
τη φαντασία και αδιαφορεί για τις ιδέες, μετατρέποντας τα πάντα σε ένα αιώνιο
παρόν το οποίο αναπαράγει τον εαυτό του χωρίς όραμα. Η συγγραφέας ασκεί κριτική στον παραλογισμό
του ορθολογισμού που μέσω των επιστημών κατακρεουργεί το πραγματικό,
δικαιολογεί τα αδικαιολόγητα και τα νομιμοποιεί στην κοινή συνείδηση, ενώ
παράλληλα αποκαλύπτει την αδυναμία μιας κοινωνίας η οποία εγκλωβίζει τα μέλη
της σε ένα παράλογα εξορθολογισμένο πλαίσιο ζωής, ώστε επιμένουν να αγνοούν το
γίγνεσθαι και φαντασιώνουν την αλώβητη αναπαραγωγή του εαυτού τους,
αποφεύγοντας να αναλάβουν το παραμικρό
ρίσκο.
Η απουσία σαφούς χρονολογικής ένδειξης στα ημερολόγια
μας υπενθυμίζει πως χωρίς τις σταθερές του καθημερινού βίου, χωρίς την ύπαρξη
προορισμού και στόχου ο χρόνος ως χρηστικό εργαλείο μέτρησης και ταξινόμησης καταργείται, γίνεται και πάλι κυκλικός, δίνει το στίγμα
του μόνο με την αλλαγή των εποχών. Καθώς ο νέος αιώνας μας επιστρέφει σε
προτέρων εποχών τη βαρβαρότητα, ο αριθμός των ανθρώπων που εξορίζονται από το
χρόνο δυσοίωνα μεγαλώνει.
Παρατηρώντας και εμβαθύνοντας στην προσωπική ιστορία
του ανέστιου, συνειδητοποιούμε ότι κάθε άνθρωπος που καταλήγει να ζει στο δρόμο
έχει μια ιστορία, άφησε πίσω του μια ζωή, βίωσε μια ήττα και μιαν ανατροπή. Το
σύστημα που κατατροπώνει τις ζωές αυτών των ανθρώπων, τις ζωές όλων μας
εντέλει, δεν είναι πρωτίστως αφηρημένοι μηχανισμοί, αλλά αποτελείται από
ανθρώπους γονείς, παιδιά, συναδέλφους, φίλους, εργοδότες που έχουν ενστερνιστεί
συνειδητά ή ασυνείδητα την κυρίαρχη έννοια της χρησιμότητας, την αντιμετώπιση
του άλλου με κριτήριο την αποδοτικότητά του εντός του κυρίαρχου οικονομικού και
κοινωνικού πλαισίου. Επομένως για να
κατανοήσουμε το πώς και το γιατί ο αριθμός των ανέστιων πολλαπλασιάζεται, δεν
μπορούμε να αρκεστούμε μόνο στις εμβριθείς οικονομικές και πολιτικές αναλύσεις.
Αυτή τη διάσταση της πραγματικότητας η λογοτεχνία έχει τη δύναμη να μας την
αποκαλύπτει
Η ημερολογιακή γραφή που επιλέγει η συγγραφέας έχει
την αμεσότητα και τη φαινομενική απλότητα του είδους, αλλά της δίνει επιπλέον
και την ελευθερία να ανοιχτεί σε διάφορα είδη λόγου, να δοκιμάσει τις
αποχρώσεις τους και να τα φέρει σε μια αγαστή ισορροπία. Ο αφηγηματικός λόγος συνυπάρχει με το
θεατρικό αλλά και το δοκιμιακό λόγο και συχνά ο ένας μπαίνει μέσα στον άλλο,
μια και ο ήρωας της, νοήμων και ευαίσθητος, διαθέτει εργαλεία σκέψης και μέσα
από αυτά αποπειράται να ερμηνεύσει τη
ζωή του και τον κόσμο στον οποίο ζει. Ο λόγος ρέει απρόσκοπτα και φυσικά,
ακολουθώντας την εκάστοτε συνθήκη της
γραφής του, τις εσωτερικές διακυμάνσεις της διάθεσης του ήρωα. Διακρίνεται για
το χιούμορ, τη λεπτή ειρωνεία και τις αιχμές του στην παρατήρηση και το σχολιασμό
διαφόρων καταστάσεων, είναι εμφανής η
ακρίβεια της έκφρασης, ιδίως όταν ο ήρωας καταπιάνεται με φιλοσοφικά ζητήματα
και αναδεικνύει το διανοητικό στοιχείο της προσωπικότητάς του, ενώ διατηρεί την
αναγκαία συναισθηματική φόρτιση, όταν ο ήρωας αφηγείται τα προσωπικά του
παθήματα. Σε κάθε περίπτωση ο ήρωας υποκινείται από την ασυνείδητη πρόθεσή του
να βρει, έστω έναν ιδεατό συνομιλητή ή έστω ακροατή, στον οποίο μοιάζει να
απευθύνεται κι αυτό δίνει στο λόγο του μια αμεσότητα και προφορικότητα που
συνάδει με το δραματικό λόγο.
Το μυθιστόρημα κλείνει με το πικρό σχόλιο της συγγραφέως ότι ο αιώνας που ζούμε
αντικρίζει με μικρές παραλλαγές το είδωλό του στο 19ο αιώνα, άρα ο
εικοστός αιώνας δεν επέφερε τη ρήξη με το παρελθόν, η μεγάλη αυτή τομή, για την
οποία μίλησαν με αυταρέσκεια οι
διανοούμενοι, δεν υπήρξε ποτέ. Τα
ημερολόγια αυτά δίνουν επιπλέον στη συγγραφέα την αφορμή να αναδείξει και να
σχολιάσει τις αναπηρίες και τις ανεπάρκειες
της σημερινής ελληνικής κοινωνίας, κάνοντας εμφανή και την πολιτική, με
την ευρύτερη έννοια, διάσταση του κειμένου
της.
Ο «Ανέστιος» της Αλεξάνδρας Δεληγιώργη, όπως κάθε έργο
της στοχαστικής πεζογραφίας δεν τελειώνει με την ανάγνωσή του. Έχει τη δύναμη
να ξεκλειδώνει τη σκέψη του αναγνώστη και να ανασύρει ερωτήματα αλλά και
απαντήσεις που καλείται περεταίρω ο ίδιος, με δική του πλέον ευθύνη να επεξεργαστεί.
Βικτωρία Καπλάνη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου