ΒΙΚΤΩΡΙΑ ΚΑΠΛΑΝΗ

ΒΙΚΤΩΡΙΑ ΚΑΠΛΑΝΗ

Randall Jarrell

                                                                                                                                                                                                                                                                                             

Η ερμητικότητα του ποιητή

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΒΙΚΤΩΡΙΑ ΚΑΠΛΑΝΗ

O Randall Jarrell γεννήθηκε το 1914 στο Nashville και σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Vanderbilt ψυχολογία και αγγλική φιλολογία. Υπηρέτησε ως ελεγκτής εναέριου χώρου στην αεροπορία των ΗΠΑ κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου πριν και μετά τον πόλεμο δίδαξε σε πολλά κολλέγια m πανεπιστήμια, ανάμεσα στα οποία συγκαταλέγονται τα Sarah Lawrence, Kenyon, Princeton και το Πανεπιστήμιο της Βόρειας Καρολίνας, ενώ συνεργάστηκε, ως υπεύθυνος για τα φιλολογικά θέματα με το περιοδικό The Nation και ως κριτικός ποίησης με τα περιοδικά Partisan Review καί Yale Review. Τό 1956 διορίστηκε σύμβουλος για θέματα ποίησης στη Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου, ενώ διετέλεσε μέλος του Εθνικού Ινστιτούτου Γραμμάτων και Τεχνών και πρύτανης της Ακαδημίας των Αμερικανών Ποιητών.
Πολλά ήταν τα βραβεία που απέσπασε ανάμεσα τους, το Κρατικό Βραβείο Ποίησης και υποτροφίες από τα Ιδρύματα Γκουγκενχάιμ και Ινγκραμ Μέριλ καθώς και από το Εθνικό Ινστιτούτο Γραμμάτων καί Τεχνών.
Οι μεταφράσεις, οι κριτικές, η ποίησή του έδειχναν πώς ο Τζαρέλ ήταν προορισμένος να καταλάβει μια από τις σημαντικότερες θέσεις ανάμεσα στους διανοούμενους της γενιάς του, τον πρόλαβε, όμως, ένας αδόκητος και αινιγματικός θάνατος, το 1965. Τα πρώτα του ποιήματα, πικρά και δραματικά, άναδύθηκαν άπό "τήν έμπειρία του πολέμου καί άποτέλεσαν τή συλ¬λογή Little Friend, Little Friend {1945). 'Ακολούθησαν οι συλλογές Losses (1948), The Seven-League Crutches (1951), Selected Poems (1955), The Woman at the Washington Zoo (1960) και Complete Poems (1968). Την πλούσια ποιητική παραγωγή του διακόπτει ένα μυθιστόρημα, μέ τίτλο Pictures of an Institution, πού σατιρίζει τήν κα¬θημερινότητα σ' ένα κολλέγιο θηλέων (1954)• παράλληλα, βλέπουν τό φώς δεκάδες άρθρα καί δοκίμια, χαρίζο- ντάς του τόν τίτλο του πλέον οξυδερ¬κούς κριτικού πνεύματος μεταξύ τών ποιητών της γενιάς του. Τά κείμενα αυτά θά συγκεντρωθούν στίς συλλο γές Poetry and the Age (1953) — άπ' όπου καί τό δοκίμιο πού δημοσιεύου¬με—, A Sad Heart at the Supermarket (1962), The Third Book of Criticism (1962) καί Kipling, Auden & Co (1980).
Αμήχανη στάθηκε ή κριτική απέναντι στήν ποίηση του Τζαρέλ. "Αλλοι τόν χαρακτήρισαν ακραίο φορμαλιστή* άλλοι ύποστήριξαν μέ θέρμη πώς πολ¬λά από τά ποιήματά του άκολουθουν σκόπιμα ένα χαλαρό υφος, κερδίζοντας σέ λυρισμό ακριβώς γιατί υίοθετουν έναν τόνο αβίαστης συνομιλίας. 'Ομότεχνοι του όμως, όπως ο Robert Lowell, ό σημαντικότερος 'ίσως ποιητής της γενιάς του, θεωρούσε τόν Τζαρέλ «έναν σπαρακτικό δημιουργό, μιά από τις πιό γνήσιες φωνές τών αμερικανικών γραμ¬μάτων». Στόν πυρήνα του ποιητικού οράματος του Τζαρέλ, ωστόσο, ύπάρ- χει μιά έντονη αναζήτηση της μεταμόρφωσης, αν όχι καί της υπέρβασης.
Ό Τζαρέλ κατατρυχόταν από τήν ανάγκη νά διεισδύσει στό βάθος τών πραγμάτων, νά άνακαλύψει άκόμη περισσότερα, τόσο στόν κόσμο γύρω του, όσο καί μέσα στόν 'ίδιο τόν έαυτό του. Όπως ή ηρωίδα στό ποίημα The Woman at the Washington Zoo b Τζαρέλ έπιμένει: «Ξέρεις τί ήμουν / Βλέπεις τί είμαι: "Αλλαξέ με, άλλαξέ με!»
Σκληρή καί έπώδυνη ή διευρεύνηση του κόσμου καί ή κατάδυση στόν έαυτό μας* έπώδυνη καί μάταια. Γιατί καθώς διαπιστώνει πικρά ό αφηγητής στό ποίημα 90North, «όλη ή γνώση... /Είναι άχρηστη όπως ή άγνοια: τό τίποτα έρχεται άπό τό τίποτα / Τό σκοτάδι άπό τό σκοτάδι. Ό πόνος έρχεται άπό τό σκοτάδι / καί τόν ονομάζουμε σοφία. Είναι πόνος».
Όταν μου ζητήθηκε νά μιλήσω γιά τήν έρμητικότητα του μοντέρνου ποιητή, ένιωσα ευχαρίστηση, έπειδή αυτή ή έννοια μέ έχει βασανίσει σ' δλη μου τή ζωή. Τότε όμως συνειδητοποίησα ότι δέν ζητούσαν άπό μένα νά μιλήσω γιά τό γεγονός ότι οί άνθρωποι δέν διαβάζουν ποίηση, άλλά γιά τό ότι οί περισσότεροι δέν
θα κατανοούσαν τήν ποίηση, άκόμη κι αν τή διάβαζαν' μ' άλλα λόγια μου ζητούσαν νά μιλήσω γιά τή δυσκολία της σύγχρονης ποίησης κι δχι γιά τήν έλλειψη ένδιαφέροντος γι' αυτήν. Κι όμως στίς μέρες μας,
δέν είναι μόνο ή μοντέρνα ποίηση ερμητική άλλά γενικά όλη ή ποίηση. Ό 1Απολεσθείς Παράδεισος του Milton έξακολουθεί νά είναι ό,τι ήταν καί στό παρελθόν. Ωστόσο ό μέσος άναγνώστης δέν διαπράττει πλέον τό σφάλμα νά έπιχειρήσει τήν άνάγνωση αύτοΰ του έργου. Τουναντίον του ρίχνει μιά ματιά, τό παίρνει στά χέρια του, τό ζυγιάζει κι άξαφνα μέ μάτια πού λάμπουν, τό τοποθετεί στόν κατάλογο τών δέκα πληκτικότερων βιβλίων πού έχει διαβάσει μέχρι σήμερα. Ό κατάλογος αυτός περιέχει καί τά έργα: Μόμπυ Ν τικ, Πόλεμος καί Ειρήνη, Φάουστ καί Ή Ζωή του Τζόνσον του Boswell. Κι όμως έχω την αίσθηση ότι άδικώ τόν μέσο άναγνώστη. Έπειδή έκεΤνος πού έφτιαξε, γιά χάρη του κοινού, πρίν άπό καιρό τόν κατάλογο τών πιό άνιαρών βιβλίων του κόσμου είναι ό μορφωμένος άναγνώστης, αυτός πού διαθέ-
τει πανεπιστημιακή μόρφωση, κι όχι τό κοινό τό οποίο άπλώς συγκατάνευσε.
Άπό τή στιγμή πού οί περισσότεροι άνθρωποι γνωρίζουν γιά τον μοντέρνο ποιητή μόνο ότι είναι έρμητικός, μ' άλλα λόγια ότι είναι δύσκολος, ότι δέν παρουσιάζει ένδιαφέρον, κάνουν, όπως είναι φυσικό,
μιά δικαιολογημένη συσχέτιση άνάμεσα στίς δύο σημασίες της λέξης κι αποφασίζουν ότι ό μοντέρνος ποιητής δέν διαβάζεται, έπειδή είναι δύσκολος. Κάποιες φορές αυτό είναι άλήθεια, κάποιες άλλες φορές
ισχύει τό άντίστροφο: Ό ποιητής φαίνεται δύσκολος, έπειδή δέν δια-
βάζεται, έπειδή ο άναγνώστης δέν είναι έξοικειωμένος νά διαβάζει τή
δική του ή οποιαδήποτε άλλη ποίηση. Άλλά τίς πιό πολλές φορές
ουτε τό ένα ούτε τό άλλο άποτελουν τήν αιτία* καί τά δύο δέν είναι
τίποτα περισσότερα παρά τά άποτελέσματα αυτής της μακρόχρονης,
ανατρεπτικής σέ παγκόσμιο επίπεδο πολιτισμικής καί κοινωνικής
έπανάστασης (πού βρίσκεται στό πιό προχωρημένο της στάδιο, έδώ,
στίς Ηνωμένες Πολιτείες), ή οποία έχει κάνει τόν ποιητή δύσκολο
καί τό κοινό άσυνήθιστο σέ κάθε ποίηση, άκριβώς όπως έχει κάνει
ποιητή καί κοινό νά χωρίζουν τίς συζύγους τους, νά μένουν μακριά
από τήν έκκλησία, νά απεχθάνονται τό χαλινάρι στ' άγρια ζώα, νά
άπελευθερώνουν τούς σκλάβους, νά κάνουν ένέσεις ινσουλίνης γιά τόν
διαβήτη ή νά κάνουν έκατοντάδες χιλιάδες άλλα πράγματα άλλοτε
άσχημα, άλλοτε καλά κι άλλοτε άδιάφορα. Είναι δείγμα έπιπολαιό-
τητας νά αποσπάς δύο μέρη άπ' αύτό τό άνώτερο παγκόσμιο σύνολο
καί ν' αποφαίνεσαι γι' αυτά: «Αύτό έδώ είναι ή αιτία γιά έκείνο έκε?
τίποτα άλλο δέν μπορεί νά υπάρξει».
Έάν ε'ίχαμε συνηθίσει νά διαβάζουμε τά έργα των ποιητών, ή
έρμητικότητά τους δέν θά μας ένοχλουσε. Καί άπαξ καί είμαστε
ασυνήθιστοι, ή εύκρίνειά τους δέν μας βοηθά. Ό Matthew Arnold
έλεγε, μέ υφος πού έδειχνε σεβασμό αλλά καί παράπονο μαζί, ότι μόλις
καί μετά βίας ύπήρχε μιά πρόταση στον Βασιλιά Αήρ, πού δέν χρειά-
στηκε νά τή διαβάσει δύο ή τρείς φορές.
Εσείς κι έγώ έχουμε τή δυνατότητα νά κοιτάξουμε τόν "Αρνολντ
μέ έπιβλητική υπεροχή. Γνωρίζουμε τό νόημα αύτών τών κειμένων.
Γνωρίζουμε ότι ό Σαίξπηρ δέν είναι καθόλου έρμητικός, όπως είναι
κάποιος μοντέρνος ποιητής ό οποίος σκαρώνει, όλο χαρά, γρίφους στή
σοφίτα του. Κι όμως, όταν κοιτάζουμε μιά σχολιασμένη έκδοση του
Σαίξπηρ μέ δυό σειρές κείμενο στό πάνω μέρος της σελίδας καί σα-
ράντα ή πενήντα σειρές έξωφρενικές εικασίες καί άμφισβητούμενες
υποθέσεις στό κάτω μέρος της σελίδας, αισθανόμαστε σύγχυση. 'Όταν
ό αλεξανδρινός ποιητής Λυκόφρων μιλάει —καί σπάνια είναι τόσο άπλός-
γιά έκείνες πού είναι «ίουλόπεζοι θείνον εύώπες σπάθαις πελαργοχρώ-
τες, αί Φαλακραίαι κόρες» καί άποδεικνύεται ότι έννοεί καράβια,
κάποιοι τό άποδίδουν αύτό στήν παρακμή της άλεξανδρινής έποχής.
'Αλλά τότε θυμάται κανείς ότι οί Ούαλλοί, οι 'Ιρλανδοί κι οί Νορβηγοί
ποιητές, οί ποιητές έκατοντάδων βαρβαρικών τρόπων ζωής άρέσκο-
νταν έξαιρετικά νά μιλούν μέ ακρίβεια γιά τά φαγητά πάνω στό
τραπέζι μέ περίτεχνα περιγραφικά έπίθετα, περιφράσεις, σύνθετες
έκφράσεις, τά οποία οί άκροατές τους έπρεπε νά έχουν ειδική έκπαί-
δευση γιά νά τά καταλάβουν. (Δέν άγαποΰσαν τίποτα τόσο πολύ, όσο
τούς γρίφους). Κι άς αναλογιστούμε μόνο τόν άριθμό τών κλασικών
αναφορών, τίς οποίες έκείνοι οί ευγενικοί αναγνώστες, οί προγονοί μας,
άναμενόταν νά αναγνωρίζουν — καί τίς άναγνώριζαν. Έάν σας απαγ-
γείλω: «Οί Ήλιάδες, οί ορφανές άπ' άδερφούς / Λιώνουν σέ κεχριμπα-
ρένια δάκρυα όπως αυτά», πολλοί άπό έσάς θά σκεφτούν «ωραΐο»,
πολλοί άλλοι θά σκεφτούν Marvell, αλλά πόσοι άπό σας θά γνωρίζουν
σέ ποιές αναφέρεται ό Μάρβελ;
Ωστόσο αυτή ή έρμητικότητα του ποιητικού λόγου δέν απωθούσε
τούς λαούς του παρελθόντος (συχνά μάλιστα έδιναν τήν έντύπωση,
κατά έναν παράλογο τρόπο, ότι τή θεωρούσαν πολύτιμη). Ούτε απωθεί
τούς λαούς της έποχής μας πού δέν έχουν άπομακρυνθεΤ τόσο πολύ
άπό τό παρελθόν, όσο έχουμε άπομακρυνθεΤ έμείς. Τούς λαούς έκείνους
οί όποιοι έχουν διατηρήσει έκτος άπό τά κάστρα, τίς άδικίες, τίς
κοινωνικές διακρίσεις του παρελθόντος κι ένα απομεινάρι του πάθους
του για ανάγνωση ποίησης. Είναι δύσκολο νά υπάρξει πολύ πιό σκο-
τεινός ποιητής άπό τον Mallarmé. Κι όμως, όταν βρέθηκα στό Παρίσι
καί πήγαινα άπό τό ένα βιβλιοπωλείο στό άλλο, άναζητώντας ένα
βιβλίο του Corbière, άρχισα νά νιώθω ένα είδος γελοίας άπογοήτευσης
μέ τά ποιήματα του Μαλλαρμέ, τίς έπιστολές του Μαλλαρμέ, τίς
βιογραφίες, τά δοκίμια καί τούς τιμητικούς τόμους γιά τόν Μαλλαρμέ,
με τά όποΤα ένιωθα νά μέ πλακώνουν τά ράφια τών βιβλιοπωλείων.
Γιά πάρα πολύν καιρό ό Γάλλος ποιητής υπάρχει έρήμην του γαλλικού
κοινού ή στήν καλύτερη περίπτωση τό κοινό βλέπει τόν ποιητή, όπως
ένας βοσκός ονειρεύεται μιά μακρινή πριγκίπισσα. Κι έξακολουθεί νά
τόν κοιτάζει μέ τό καθιερωμένο δέος καί διαβάζει σ ένα σωρό λογο-
τεχνικές έφημερίδες καί περιοδικά κάποιες λεπτομέρειες γιά τή ζωή
του, τίς απόψεις του, διάφορες περιγραφές της ιδιοσυγκρασίας καί της
έμφάνισής του. Καί στή Γερμανία οί άνθρωποι, ακόμη καί σήμερα,
κοιτάζουν κάποιον μέ προσοχή καί σεβασμό, σάν νά σκέφτονται ότι ό
άνθρωπος αυτός είναι έτοιμος οποιαδήποτε στιγμή νά γράψει ένα ποίημα.
Δέν θά ξεχάσω ποτέ μιά κουβέντα πού άκουσα νά λέει γιά μένα ένας
Γερμανός, σέ στοχαστικό τόνο, θαρρείς καί μ' έβλεπε σέ μιά φωτο-
γραφία κάποιου βιβλίου μέ τόν τίτλο 'Αργυροί Ποιητές τής Αμερικής:
«Ξέρεις μοιάζει λίγο μέ τόν Rilke». Σέ αρκετές χώρες της Νότιας
'Αμερικής, ή ποίηση έχει διατηρήσει μεγάλο μέρος της δημοτικότητας
καί του σεβασμού πού απολάμβανε παλαιότερα. Σέ μιά χώρα, νομίζω
στή Βενεζουέλα, ό πρόεδρος, ό πρεσβευτής, τόν οποίο έκεΤνος στέλνει
στό Παρίσι κι ό σερβιτόρος πού σερβίρει τούς καφέδες τους είναι κατά
κανόνα ποιητές. «Τί είδους ποίηση γράφουν αυτοί οί ποιητές;» είναι
τό φοβερό έρώτημα γιά έμάς τούς ταλαίπωρους συναδέλφους τους άπό
τόν Βορρά. Κι άν ή άπάντηση είναι «όμορφη καί άπλή ποίηση», θά
χρειαστεί νά έπανεξετάσουμε τήν πορεία μας. 'Αλλά αυτοί οί ποιητές,
αυτοί οι αληθινά λαϊκοί ποιητές, φαίνεται δτι έχουν πάρει ώς πρότυπα
των έργων τους όχι τά ποιήματα του Όμήρου, του Σαίξπηρ ή του
Racine αλλά του Pablo Picasso: είναι όλοι υπερρεαλιστές.
Eivat ή διαύγεια, θεραπαινίδα της δημοτικότητας, όπως ό καθένας
αυτομάτως υποθέτει; Πόσο βοήθα τήν ποίηση νά γίνεται αμέσως
κατανοητή; Στήν 'Αγγλία σήμερα λίγοι ποιητές είναι τόσο δημοφιλείς
όσο ό Dylan Thomas. Τά μαγικά του ποιήματα έχουν σαγηνεύσει μιά
ολόκληρη γενιά 'Άγγλων ποιητών. Κι όμως είναι, χωρίς αμφιβολία,
ένας από τούς πιό έρμητικούς ποιητές πού υπάρχουν. 'Άς πάρουμε
τώρα κι ένα αντίθετο παράδειγμα: Τά ποιήματα τών μαθητών του
Yvor Winters είναι σχεδόν τό 'ίδιο εύκολα μ' έκείνα πού ό Longfellow
διάβαζε στήν 'Ώρα του Παιδιού' κι όμως είναι περίπου τόσο δημοφιλή
όσο καί τά παιδικά ποιήματα τά όποια διάβαζαν στόν Λονγκφέλλοου
«ή σοβαρή Αλίκη, ή γελαστή Άλλέγκρα κι ή Έντιθ μέ τά ξανθά
μαλλιά» στήν 'Ώρα του Ποιητή. 'Άν ο Ντύλαν Τόμας είναι ακατα-
νόητα δημοφιλής, τέτοιοι κατανοητοί ποιητές, όπως αυτοί, παραμέ-
νουν ολοφάνερα άγνωστοι.
"Οταν κάποιος μου λέει κάτι τό οποίο δέν είμαι συνηθισμένος νά
άκούω ή δέν έπιθυμώ νά τό άκούω, του λέω: «Δέν σας καταλαβαί-
νω». Μέ τόν ίδιο άκριβώς τρόπο άντιδρουμε άπέναντι στούς ποιητές.
"Οταν οι κριτικοί διάβασαν γιά πρώτη φορά τήν ποίηση του Words-
worth, σχημάτισαν τή γνώμη ότι έπρόκειτο γιά άνοησίες, άλλά πολλοί
άπ' αυτούς είπαν, μαζί μέ τόν Byron, ότι «έκείνος πού τήν ποίηση
αυτή κατανοεί, νά προσθέσει / μιά ιστορία στόν Πύργο της Βαβέλ θά
μπορέσει». Πριν άπό λίγα χρόνια ένας μεγάλος κριτικός, έπαινώντας
τό έργο του διαυγέστατου τών ποιητών, του John Dryden, είχε πα-
ρατηρήσει ότι ό Ντράυντεν «νιώθει ευχαρίστηση νά βαδίζει στο οριακό
σημείο, έκεί πού τό νόημα κι ή άπουσία του νοήματος συνυπάρχουν».
Ό ίδιος ό Ντράυντεν είχε βρεί φράσεις του Σαίξπηρ «μέ δυσκολία
κατανοητές* καί άπό έκείνες τις φράσεις πού καταλαβαίνουμε, κάποιες
έρχονται σέ άντίθεση μέ τούς γραμματικούς κανόνες κι άλλες είναι
άκατέργαστες* γενικά τό όλο ύφος του είναι πάρα πολύ ένοχλητικό μέ
τίς μεταφορικές έκφράσεις, ώστε καταντά έπιτηδευμένο καί τραχύ».
Οί κριτικοί του «Ερωτικού τραγουδιού του I. "Αλφρεδ Προΰφροκ»*,
60
ΠΟΙΗΣΗ 7
* (Σ.τ.Μ.: Βλ. Ποίηση 3, Άνοιξη 1994, σσ. 10-32, όπου δημοσιεύεται ολόκληρο τό ποίημα σέ μετάφραση Τάκη Καγιαλή.)



ακόμη κι έκεΓνοι πού τό θαύμαζαν πάρα πολύ, διαπίστωναν πώς ήταν σχεδόν αδύνατο νά γίνει κατανοητό. Τό ότι ήταν αθεράπευτα έρμητι- χό, τό θεωρούσαν αυτονόητο. Σήμερα, όταν οί μαθήτριες του κολλε- ίου τό θεωρούν τόσο εύκολο καί τόσο δύσκολο όσο τό «The Bishop Orders his Tomb at St. Praxed's», μπορεί κάποιος νά καταλάβει τήν απεγνωσμένη ή τήν καταδικαστική παρανόηση έκείνων των κριτικών, ένθυμούμενος μόνο ότι ή πρώτη γενιά τών κριτικών μίλησαν γιά τό ποίημα του Browning μέ τούς ίδιους όρους πού αργότερα χρησιμο¬ποιήθηκαν γιά νά περιγράψουν τό ποίημα του Eliot. Πόσον καιρό χρειάζεται ό κόσμος γιά νά πιάσει τό νόημα! Στήν πραγματικότητα «δέν τό πιάνει» ποτέ, απλώς ο κόσμος αύτός αντικαθίσταται άπό έναν άλλο πού δέν χρειάζεται νά καταλάβει. 'Έτσι ώστε, όταν οί παλιοί μας ρωτούν: «Τί νά κάνω γιά νά καταλάβω τόν Auden (ή τόν Ντύλαν Τόμας ή οποιονδήποτε νεότερο ποιητή);» ή μόνη άπάντηση πού μπο¬ρούμε νά τούς δώσουμε είναι: «Πρέπει νά γεννηθείς ξανά». Σέ κάποιο πάρτυ, ένας ηλικιωμένος κύριος, καθώς μιλούσαμε γιά τά Ρουμπα¬γιάτ, ένα ποίημα πού θαυμάζαμε κι οί δυο, ενιωσε εύχαριστημένος μέ τή διαπίστωση ότι τά γούστα μας συνέπιπταν τόσο πολύ και μέ μ;τησε ποιόν ποιητή προτιμώ. Επιθυμώντας νά άνταποκριθώ κάπως στις προσδοκίες του, του απάντησα: «Τόν Robert Frost». Μέ κοίταξε έκπληκτος και πρόσθεσε μέ ευγενικό αλλά καί κατηγορηματικό ύφος: «Φοβαμαι ότι αύτός είναι λίγο μετά τήν έποχή μου». Αύτό τό περι¬στατικό συνέβη τό 1950. Ωστόσο έναν αιώνα πρίν, τό 1850, κάποιος άλλος γηραιός κύριος, λάτρης του Gray, του Cowpe^ai του Crabbe σίγουρα θά είχε προφέρει τά 'ίδια λόγια στόν νεαρό Μάθιου "Αρνολντ, αλλά αυτή τή φορά γιά τήν ποίηση του Γουίλλιαμ Γουέρντσγουορθ.
Δέν μπορούμε ποτέ νά είμαστε σίγουροι τί θά χαρακτηρίσουν οί άνθρωποι έρμητικό. "Οταν δίδασκα στό Salzburg, άνακάλυψα ότι οί φοιτητές μου δέν θεωρούσαν τήν 'Έρημη Χώρα ούτε κατά τό ήμισυ τόσο δύσκολη, όσο τήν ποίηση του Φρόστ, έπειδή τό έργο αύτό συμ¬βάδιζε μέ τις δικές τους πολιτισμικές προϋποθέσεις, κάτι πού δέν συνέβαινε μέ τήν ποίηση του Φρόστ. Δέν επρεπε απλώς νά τούς έξηγήσω τό «Home - Burial», άλλά έπρεπε καί νά τούς πείσω ότι είναι ποίημα. Κι έχω κι ένα άλλο παράδειγμα νά σας αναφέρω: αύτό του Robert Hillyer. Σέ μιά κριτική πού διάβασα γιά τό The Death of Captain Nemo, τό πρώτο παράπονο τών κριτικών ήταν ότι τό ποίημα είναι έρμητικό. 'Ένιωσα σάν νά έβλεπα τόν γερουσιαστή McCarthy νά
καταγγέλλεται ώς πράκτορας του Κρεμλίνου. Πώς θα μπορούσε ό Hillyervà είναι έρμητικός;
Ή αρκετά διαδεδομένη άποψη ότι ό ποιητής, ό μοντέρνος ποιητής, είναι γιά πολλούς καί σοβαρούς λόγους πιό έρμητικός απ' δσο θά φανταζόταν κάποιος ότι δικαιούται νά είναι, άποτελεί μιά πολύ στοι¬χειώδη (ή όπως τή λένε σήμερα) βασική θέση γιά τήν όποία είναι δύσκολο νά γράψεις κάτι πού δέν είναι αύτονόητο καί πληκτικά κοι¬νότοπο. Κάποιος θά μπορούσε έξίσου καλά νά μιλήσει γιά καλή πίστη καί έργατικότητα, γιά κληρονομικότητα καί περιβάλλον. Ή συζήτηση αύτή θυμίζει τό παλιό έκεΤνο έρώτημα: Γιατί δίνουν μπανιέρες στούς φτωχούς, όταν έκεΤνοι τίς χρησιμοποιούν μόνο γιά νά βάζουν μέσα κάρβουνο; Ό καθένας είναι σέ θέση ν' απαντήσει: «Δέν τίς χρησιμο¬ποιούν μ' αυτό τόν τρόπο, αλλά άκόμη κι αν τό έκαναν, αυτός δέν είναι λόγος γιά νά μήν τούς βοηθήσεις νά τίς αποκτήσουν». Μέ τόν 'ίδιο τρόπο, όταν κάποιος λέει: «Δέν διαβάζω μοντέρνα ποίηση, γιατί όλη αύτή ή ποίηση αποτελείται από ένα γλωσσικό υλικό πού κανένας άνθρωπος πάνω στή γη δέν μπορεί νά τό καταλάβει», γνωρίζω αρ¬κετά γιά νά μπορώ νά του απαντήσω, ωστόσο όχι μεγαλόφωνα: «Δέν είναι ετσι, αλλά άκόμη κι άν ήταν, αυτός δέν είναι ό λόγος πού δέν τή διαβάζεις».
Κάθε 'Αμερικανός ποιητής κάτω άπό μιά ορισμένη ηλικία, μάλλον προχωρημένη, τήν ηλικία άς ποΰμε του Bernard Shaw, εχει βρεθεί σέ μιά θέση στήν όποία κανένας πιά δέν του δίνει σημασία καί κατά συνέπεια παραπονιέται ότι είναι αθέατος. Επειδή αύτή ή γωνία στήν όποία κανένας δέν ρίχνει τό βλέμμα του, είναι πάντοτε σκοτεινή. Κι οί άνθρωποι πού έχουν κληρονομήσει τή συνήθεια νά μή διαβάζουν ποίηση, προβάλλουν ώς δικαιολογία τήν έρμητικότητα τών ποιημάτων πού δέν έχουν διαβάσει ποτέ. Γιατί οί περισσότεροι άνθρωποι άποφα- σίζουν ότι οί ποιητές είναι έρμητικοί, μέ τόν Γδιο τρόπο πού οί νομο¬θέτες αποφαίνονται ότι κάποια βιβλία είναι πορνογραφήματα: ρίχνο¬ντας μιά ματιά σέ ορισμένα αποσπάσματα τά όποια κάποιος εχει έπιλέξει καί τά εχει βάλει μαζί γιά νά κάνει τά συγκεκριμένα βιβλία αηδιαστικά. 'Όταν ένας άνθρωπος λέει μέ κατηγορηματικό τρόπο ότι δέν μπορεί νά καταλάβει τόν Έλιοτ, ό τόνος του ύπονοεί ότι έχει περάσει πάρα πολλές εύτυχισμένες ώρες, πλάι στό τζάκι, ανάμεσα σέ διαβασμένα αντίτυπα έργων όπως ό Αγαμέμνων, ή Φαίδρα καί τά συμβολικά βιβλία του William Blake καί σου προκαλεί μελαγχολία ν'
ανακαλύπτεις, δπως συμβαίνει συνήθως, δτι ό άνθρωπος αύτός δυσκο¬λεύεται νά διαβάσει τίς σελίδες του 'Όσα παίρνει ό άνεμος ή του "Αμπέρ γιά πάντα, δπου «αύτός ο φτωχός δαίμονας μέ κεφάλι, χέρια, φτεοά ή πόδια συνεχίζει τον δρόμο του καί κολυμπά ή βυθίζεται ή τσαλαβούτα ή σέρνεται ή πέτα»* μελαγχολείς όταν διαπιστώνεις ότι οί καλύτερες αναμνήσεις του άπό τον Σαίξπηρ φαίνεται νά προέρχο¬νται από τή γυμνασιακή παράσταση του Όπως σας αρέσει στήν οποία έπαιζε τόν παλαιστή Τσάρλς* αντιλαμβάνεσαι ακόμη ότι ο άν¬θρωπος αύτός έχει συμφύρει μέσα άπό μιά διαδικασία έλεύθερου συ- νειρμου τόν James Russell, τήν Amy καί τόν Robert Lowell στήν έξης μεγαλοπρεπή μορφή: ένας γενειοφόρος πρεσβευτής στο Βατικανό, πού καπνίζει πούρο κι ό οποίος, άφοΰ συνόδευσε τόν Theodore Roosevelt στήν πρώτη του έξόρμηση στήν Αφρική, έπέστρεψε στήν πατρίδα γιά νά υπαγορεύσει στο κρεβάτι του θανάτου τόν «"Υμνο στήν Όμόνοια». Πολλοί άνθρωποι, έπειδή ό Ezra Pound είναι πολύ έρμητικός γι' αυ¬τούς, έχουν κλείσει γιά πάντα καί τίς σελίδες του Απολεσθέντος Παραδείσου. Ό καθένας θά μπορούσε νά συγκεντρώσει άπό τή θεω¬ρία καί τήν πράξη παραδείγματα τέτοιων συμφυρμών.
Ό μέσος όρος του κοινού (σ' αύτή τή μελέτη έλάχιστα αναφέρομαι στους λίγους εύτυχείς, πού γίνονται λιγότεροι καί δυστυχέστεροι μέρα τή μ-ρα) έχει έπινοήσει ένα δικό του κριτήριο, σύμφωνα μέ τό οποίο κάθε μορφή σύγχρονης τέχνης είναι καταδικασμένη. Τό κριτήριο αύτό είναι στήν περίπτωση της μουσικής ή μελωδία, στή ζωγραφική ή αναπαράσταση, στήν ποίηση ή καθαρότητα. Σέ κάθε περίπτωση μιά μεμονωμένη άποψη γίνεται τό κριτήριο δοκιμασίας ένός περίπλοκου συνόλου, ένα είδος όρκου νομιμότητας γιά τό έργο τέχνης. Παρ' όλο πού τό νά κρίνεις μ' αύτή τή μέθοδο είναι τόσο άστοχο όσο τό νά αναγκάσεις τόν καλλιτέχνη νά προφέρει «shibboleth» ή νά ορκιστεί πώς δέν είναι ένας ανίδεος, ένας μονομανής ή ένας άξεστος, τό κοινό πού κρίνει έλκύεται σταθερά απ' αύτήν. 'Αντί νά προσπαθήσει νά αντιληφθεί, νά εισέλθει καί νά έρμηνεύσει αύτούς τούς καινούργιους κόσμους πού αποτελούν τά νέα έργα τέχνης, τό κοινό μπορεί μ' ένα βλέμμα νά διαπιστώσει άν αύτά τά έργα δείχνουν αληθινό ή ψεύτικο σεβασμό στις δικές του «αρχές» καί αναλόγως νά τά έπαινέσει ή νά τά έπικρίνει. Τό μεγαλύτερο μέρος της μουσικής των προηγούμενων αιώνων, σέ άλλες ήπείρους, δέν διαθέτει τίποτα πού νά μπορεί νά θεωρηθεί ικανοποιητική μελωδία. Ό ταξιδιώτης, κοιτάζοντας τίς αϊ-
θουσες τέχνης της Ευρώπης, πολύ γρήγορα ανακαλύπτει δτι οι πε¬ρισσότεροι Παλαιοί Δάσκαλοι δέν ήταν, σύμφωνα μέ τό κριτήριο της άναπαράστασης, ούτε κατά τό ήμισυ τόσο καλοί όσο οι ζωγράφοι πού εικονογραφούν τό Collier's Magazine. Πόσο δύσκολο και πληκτικό θά έβρισκε ό άπειρος αναγνώστης τό μεγαλύτερο μέρος της σημαντικής ποίησης του παρελθόντος, αν αναγκαζόταν νά τό διαβάσει! Κι όμως πάντα στό όνομα του εύκολου παρελθόντος καταδικάζει τό δύσκολο παρόν.
Ό καθένας πού έχει ξοδέψει πολύ χρόνο άναζητώντας νά βρεΓ τί κάνουν οι άνθρωποι όταν διαβάζουν ένα ποίημα, τί σημαίνουν στήν πραγματικότητα τά ποιήματα γι' αύτούς, θά έχει άνακαλύψει ότι ένα έκπληκτικό μέρος της δυσκολίας τών άναγνωστών προέρχεται άπό τή συχνά συστηματική άνικανότητα πρόσληψης, τήν παράξενη άπροθυ- μία τους νά προσέξουν άκόμη και που αναφέρονται οί αντωνυμίες, ποιά είναι ή σημασία της στίξης, ποιο υποκείμενο αναφέρεται στό κάθε ρήμα κ.λπ. «Παρ' όλα αύτά» μοιάζει νά αισθάνονται πώς «δέν δια¬βάζουν πρόζα».
Χρειάζεται νά διαβάζει κανείς τήν καλή ποίηση μέ μιά στάση πού συνδυάζει οξεία νοημοσύνη καί θεληματική συγκινησιακή έμπάθεια, διεισδυτική καί γενναιόδωρη ταυτόχρονα. Γιατί δέν μπορεί ν' άκοΰς τούς Γάμους του Φίγκαρο μέ τόν 'ίδιο τρόπο πού άκοΰς τόν Τρίστάνο ή τά χαιντελιανά ορατόρια του Samuel Butler. Τό νά διαβάζεις ποίηση όπως διαβάζει ο Mortimer Snerd προσποιούμενος ότι είναι ο Dr. John¬son ή όπως ό Uncle Tom ένθυμούμενος τήν Eva, είναι σάν νά μή διαβάζεις ποίηση καθόλου. "Οταν άρχίσεις νά διαβάζεις ένα ποίημα, εισέρχεσαι σέ μιά ξένη χώρα της οποίας οί νόμοι, ή γλώσσα καί ή ζωή αποτελούν ένα είδος έρμηνείας τών νόμων, της γλώσσας καί της ζωής της δικής σου χώρας. 'Όμως τό νά τήν άποδεχτεΤς, έπειδή ή γεύση της σου θυμίζει τά φαγητά της μητέρας σου ή τό νά τήν απορρίψεις, έπειδή στό ναό της, ή θεά της σοφίας μέ τή μορφή της κουκουβάγιας είναι πιο ογκώδης άπό τό "Αγαλμα της 'Ελευθερίας, αύτά είναι σημαντικά δείγματα έλλειψης φαντασίας, άδυναμίες πρόσβασης στήν έμπειρία, έλλείψεις άπό τις οποίες όλοι μας φυσιολογικά θά πεθάνουμε.
Τό γεγονός ότι ή ποίηση του πρώτου μισού αύτού του αιώνα υπήρξε συχνά πολύ δύσκολη — άκριβώς όπως ή ποίηση του δέκατου όγδοου αιώνα ήταν γεμάτη άντιθέσεις, ή ποίηση τών μεταφυσικών γεμάτη εύφυολογήματα κι ή ποίηση τών έλισαβετιανών δραματουργών γεμά¬
τη στόμφο καί λεπτομέρειες — αποτελεί κοινοτοπία πού θά ήταν παράλογο νά τήν αρνηθούμε. Πώς ή ποίησή μας πήρε αύτόν τό δρόμο, πώς ό ρομαντισμός άπαλλάχτηκε άπό τά άμαρτήματά του, οδηγήθη¬κε στά άκρα καί «διορθώθηκε» στον μοντερνισμό* πώς οι ποιητές έφεραν όλες τις δυνατές τάσεις στά όριά τους μέ πολύ μεγάλο ζήλο* πώς ο δραματικός μονόλογος ό όποιος κάποτε είχε έξαρτήσει τά άποτελέσματά του άπό τό νά άποτελεΤ παρέκκλιση άπό τήν ποιητική νόρμα, τώρα έγινε μέ τον ένα ή τόν άλλο τρόπο ή νόρμα* πώς ποιητής καί κοινό κοιτάχτηκαν μέ δικαιολογημένη άγανάκτηση, μέχρις ότου είπε ό ποιητής: «έφόσον έτσι κι άλλιώς δέν θά μέ διαβάσεις, θά προσπαθήσω νά μήν μπορείς νά μέ διαβάσεις», είναι μιά άπό τις πιό περίπλοκες καί ένδιαφέρουσες ιστορίες. 'Αλλά ό μοντερνισμός δέν ήταν «τό καταφύγιο του λιονταριού άπ' όπου κανένα μονοπάτι δέν έπιστρέ- φει», παρά μόνο ένα είδος χάρτινου κήτους άπό τό οποίο ο ένας Ίωνάς μετά τόν άλλο, στά τέλη της δεκαετίας του 1920 καί στις αρχές του 1930, έπέστρεφαν μετανιωμένοι στή ρίμα, στό μέτρο καί στήν καθαρή άπλή έκφραση. Πόσοι νέοι ποιητές είναι σήμερα, άν μή τί άλλο, σαφείς! Κι άκόμη πόσο λίγοι άπό τούς μεταγενέστερους — άν απορώ νά μιλήσω γι' αύτό τό φανταστικό σημείο, όπου ποιητές καί χοινό συμπίπτουν— θά ένδιαφερθούν γιά όλες τίς τάσεις της έποχής μας, γιά όλες έκεΤνες τίς καλές καί κακές προθέσεις πού υπάρχουν στά περισσότερα βιβλία, καί πόσο ένδιαφέρον θά δείξουν γιά έκείνα τά λιγοστά ποιήματα, πού χωρίς νά έχουν τήν πρόθεση, κατορθώνουν ταυτόχρονα νά συνοψίζουν, νά άπαρνιούνται καί νά ξεπερνούν τήν έποχή τους καί τούς άνθρώπους πού τά δημιούργησαν. Ό καθένας άπό μας κρίνει μιαν έποχή, όπως άκριβώς κρίνει έναν ποιητή, άπό τά καλύτερά του έργα. "Αλλωστε τά υπόλοιπα, στήν πλειοψηφία τους, έχουν χαθεί. "Οταν οι μεταγενέστεροι πληροφορηθούν ότι τά ποιήματα της έποχής μας είναι σκοτεινά, θά χαμογελάσουν άδιάφορα — άκριβώς όπως κάνουμε χι εμείς, όταν άκούμε ότι τά ποιήματα της βικτωριανής έποχής ήταν συναισθηματικά, της ρομαντικής υπερβολικά, της έποχής τών αύγου- στιανών* συμβατικά, τών μεταφυσικών έπηρμένα καί τά έλισαβετιανά στομφώδη — καί θά έπιστρέψουν στόν δικό τους τρόπο άνάγνωσης τών έργων της έποχής μας. Θά διαβάσουν μέ τόν δικό τους τρόπο τό «During Wind and Rain» του Hardy, τήν ιστορία του Γουέρντσγουορθ
γιά τή Μαργαρίτα, τό «Epistle to Dr. Arbuthnot» του Pope, τό «Horatian Ode» του Μάρβελ, τό 'Αντώνιος καί Κλεοπάτρα του Σαίξ¬πηρ, τα Τέσσερα Κουαρτέτα του Έλιοτ κι όλα τά υπόλοιπα κλασικά έργα μιας έποχής.
Χωρίς αμφιβολία, αυτή τήν έποχή ή ποίηση αντιστέκεται μέ έπιμονή |ΐέ πολλές δυσχέρειες. "Οπως ακριβώς έχει αποκοπεί από πολλούς αναγνώστες της, σέ σχέση μέ άλλες έποχές, έτσι έχει αποκοπεί καί από πολλούς δημιουργούς της. Σήμερα τά ποιήματα, τά καλά ποιή¬ματα, γράφονται σχεδόν αποκλειστικά από «γεννημένους ποιητές». 'Έχουμε χάσει γιά πάντα τά ποιήματα πού θά είχαν γραφεί από σύγχρονους δημιουργούς ισότιμους μέ τόν 'Ερρίκο Η' ή τόν Bishop King ή τόν Σάμιουελ Τζόνσον* γεννημένοι μυθιστοριογράφοι, γεννημένοι θεολόγοι, γεννημένοι πρίγκιπες* πνεύματα μέ λιγότερο έμφυτο ένδια- φέρον γιά τις λέξεις καί μέ περισσότερο ένδιαφέρον γιά τόν κόσμο πού παράγει τις λέξεις. 'Έχουμε συνηθίσει νά σκεφτόμαστε τόν ποιητή, όταν βέβαια τόν σκεφτόμαστε, σάν κάποιον ό οποίος βρίσκεται Έκτος. Ωστόσο υπήρχε, όπως τόσοι πολλοί ποιητές κι άναγνώστες της ποίησης μοιάζει νά σκέφτονται — ύπήρχε, στόν Κήπο της Εδέμ μαζί μέ τόν 'Αδάμ, τήν Εύα καί τά ζώα, ένας Ποιητής, ό άπώτατος πρόγονος του Robert P. Tristan Coffin;... "Οταν διάβασα τήν τελευταία φορά ποιήμα¬τα στή Νέα Υόρκη, μιά τυπική Νεοϋορκέζα μου μίλησε μέ ένθουσια- σμό γιά έναν ποιητή, ό οποίος μέ τά χρόνια είχε παχύνει σάν σφα- χτάρι: «Διάβασε σάν νεαρός θεός». 'Ένιωσα ότι στόν έπόμενο ποιητή θά λέγανε γιά μένα ότι διάβασα σάν τόν νεαρό Joaquin Miller. Ή κυρία αύτή ένδιαφερόταν λιγότερο γιά τά ποιήματα καί περισσότερο γιά τούς ποιητές, χωρίς νά συνειδητοποιεί ότι οι ποιητές γίνονται άξιοθαύμα- στοι χάρη στά ποιήματα πού γράφουν. Ή 'ίδια κυρία μου έδωσε τήν έντύπωση ένός άνθρώπου πού, έπειδή έχει κληρονομήσει ένα μαργα¬ριταρένιο κολλιέ, δέν μπορεί ποτέ πιά νά κοιτάξει ένα όστρακο χωρίς νά νιώσει δέος.
Κι αύτό μας υπενθυμίζει ότι σήμερα οί άναγνώστες πού ένας ποιητής θά ήθελε κυρίως νά έχει δέν έχουν μάθει νά διαβάζουν κανενός ε'ίδους ποίηση, ένώ πολλοί από έκείνους πού διαβάζουν τήν ποίησή του έχουν άξίες τόσο διαφορετικές από τις δικές του, ώστε νά του προκαλεί σύγχυση ό θαυμασμός τους, νά ένοχλείται άπό αύτόν καί μόνο οί έπικρίσεις τους νά τόν καθησυχάζουν.
Αύριο τό πρωί κάποιος ποιητής, όπως ο Μπάυρον, μπορεί, μόλις
ξυπνήσει νά γίνει διάσημος, έπειδή έχει γράψει ένα μυθιστόρημα ή επειδή εχει σκοτώσει τή γυναίκα του, όχι όμως έπειδή έχει γράψει ένα ποίημα. Αυτό είναι άκόμη λογικά, αλλά όχι κοινωνικά, δυνατόν νά συμβεί. Επιτρέψτε μου νά σας τό έξηγήσω πιο παραστατικά μέ μιά μικρή ιστορία. Κάποτε συνάντησα σ' ένα πλοΤο έναν κύριο μέ τόν οποΤο παίζαμε πίνγκ-πόνγκ. Ταξίδευε στήν Εύρώπη μέ τή σύζυγο καί ' την κόρη του. 'Από ένα φίλο έμαθε ότι έγραφα ποίηση, γι' αύτό μιά μέρα μέ ρώτησε μέ άδιάφορη εύγένεια: «Ποιούς 'Αμερικανούς ποιητές προτιμάτε;» 'Απάντησα «Τόν Τ.Σ. 'Έλιοτ καί τόν Ρόμπερτ Φρόστ». Τότε αυτός ό άνδρας, αύτός ό πατέρας πού χόρευε κάθε βράδυ μέ τήν κόρη του, αύτός μέ τήν καθώς πρέπει κόσμια γοητεία του ήρωα της παλαιάς σειράς Saturday Evening Post του Ε. Phillips Oppenheim, αύ¬τός πού είχε έξασφαλίσει τόν καλύτερο έπαγγελματία δάσκαλο στό Los Angeles γιά νά διδάξει τέννις στή γυναίκα καί στήν κόρη του, αύτός ο 'ίδιος πού μιλούσε μέ έπαρση, αύτός πού δέν είχε ποτέ στή ζωή του περάσει τό κατώφλι μιας πόρτας, δίχως νά τόν προαναγγεί¬λουν, αύτός ό καλοντυμένος, ό εύγενικός, ό πολυταξιδεμένος, πολιτι¬σμένος καί μορφωμένος κύριος είπε άτάραχα: «Δέν νομίζω νά τούς έχω ξανακούσει». Βλέπετε, όσον άφορα στίς γνώσεις του γιά τή λογοτεχνία, τις τέχνες, τή φιλοσοφία καί τήν έπιστήμη, θά μπορούσε κάλλιστα νά είναι ό άστυνόμος της άπέναντι γωνίας. 'Αλλά έχει δίκιο νά οκέφτεται —πράγμα πού δέν νομίζω ότι τό έχει κάνει ποτέ— ότι ή γνώση αύτών τών πραγμάτων δέν άποτελεΤ ούσιαστικό έφόδιο γιά νά ζεΓ καλά στήν κοινωνία στήν όποια άνήκει. 'Ανήκουμε σέ μιά κουλ¬τούρα της οποίας ή παλαιά ιεράρχηση τών άξιών, ή οποία άπαιτούσε από ενα κορίτσι νά διαβάζει Πόουπ, μέ τόν 'ίδιο τρόπο πού άπαιτούσε τό κορίτσι αύτό νά πηγαίνει στήν έκκλησία καί νά παίζει πιάνο, έχει στήν πραγματικότητα καταργηθεί. Σ' αύτή τήν κουλτούρα, ό μεγά¬λος καλλιτέχνης ή ό έπιστήμονας, στίς σχετικά σπάνιες περιπτώσεις πού εχει γίνει εύρύτατα γνωστός, έχει τή θέση της Betty Gvabler¡ του αρθρογράφου πού γράφει ότι τό περασμένο βράδυ άντάμωσε καί τίς δύο αυτές διασημότητες στό Stork Club.
"Οταν πριν άπό έκατόν πενήντα χρόνια ένας άνθρωπος άποκτούσε περιουσία, θεωρούσε άπαραίτητο νά προσφέρει στον έαυτό του δαντέ¬λες, άμαξες, υπηρέτες, μιά σύζυγο καλής οικογένειας, μιά χορεύτρια, ένα δάσκαλο ξιφομαχίας, ένα δάσκαλο χορού, έναν έφημέριο, έναν καθηγητή γαλλικών, 'ίσως κι ένα κουαρτέττο έγχορδων, τίς έκδόσεις
του Πόουπ, του Στήλ καί του "Αντισον. Μ' δλα αυτά καταπιανόταν μέ πολύ κόπο τά βράδια πού δέν ήταν άπασχολημένος μέ τήν έργασία του. Είχε νά μάθει νά κάνει τόσα πολλά πράγματα, έκεί στόν και¬νούργιο σταθμό της ζωής του, ώστε θά πρέπει συχνά νά αναπολούσε μέ νοσταλγία τίς μέρες πού ή μοναδική του ένασχόληση ήταν ή απόκτηση περιουσίας. 'Έχουμε αλλάξει πολύ από τότε. Στις μέρες μας άπό έναν πλούσιο δέν περιμένουμε νά κάνει αλλά νά είναι κάτι. Κι έκείνοι οί πολύ λεπτοί, άμφίσημοι και πανάρχαιοι δεσμοί οί όποιοι συνέδεαν τή «Σοφία» καί τήν «Εύγένεια» ένός κράτους μέ τή «Δύ- ναμή» του έχουν έπιτέλους διακοπεί.
'Όταν ό Mill καί ό Marx κοίταζαν μιά μικρή ομάδα έργατών νά βαδίζουν τήν άργή καί σταθερή τους πορεία μέσα άπ' τίς σελίδες του Shelley ή του Herbert Spencer ή μέσα άπό τήν Καταγωγή των Ειδών λαχταρούσαν, όπως ό Jefferson καί ό Lincoln, τίς ήμέρες πού κάθε άνθρωπος θά είναι έγγράμματος, τίς ήμέρες πού μιά πραγματική δημοκρατία θά έκανε τίς έπιλογές της μέ τόση πολλή σοφία, όση διαθέτει κάθε φανταστικό κράτος στο οποίο ό φιλόσοφος είναι ό βα¬σιλιάς. Καί καμία προφητική εικόνα δέν ήρθε νά τούς παρουσιάσει δύο έκατομμύρια έργάτες νά βαδίζουν έναν εύκολο κι εύχάριστο δρόμο μέσα άπό τίς σελίδες της Daily News της Νέας Υόρκης. Οί πραγμα¬τικές ομιλίες μέσα άπό τίς οποίες ο Τζέφερσον καί ό Λίνκολν έξέφρα- σαν τίς έλπίδες τους γιά τό μέλλον είναι ακατανόητες στους περισ¬σότερους ψηφοφόρους αύτου του μέλλοντος, έπειδή τό λεξιλόγιο καί ή σύνταξη αύτών τών δημηγοριών είναι ό,τι πιο δύσκολο καί πιο σκο¬τεινό έχουν διαβάσει ή άκούσει οί ψηφοφόροι. Γιατί όταν μέ κερδίζεις σέ μιά έκλογική άναμέτρηση, απλώς έπειδή έσύ καί όχι έγώ γεννή¬θηκες καί ανατράφηκες σέ μιά καλύβα άπό κορμούς δέντρων, είναι μόνο ζήτημα χρόνου νά ήττηθείς κι έσύ άπό κάποιον πού άνατράφηκε σέ στάβλο. Ή άλήθεια ότι όλοι οί άνθρωποι είναι πολιτικά 'ίσοι, ή άναγνώριση της αδικίας τών πλασματικών διαφορών καταλήγει νά γίνει πίστη στήν πλασματικότητα τών διαφορών, καί πεποίθηση ότι πρόκειται γιά άντίδραση, σνομπισμό ή φασισμό τό νά πιστεύουμε ότι μπορούν νά υπάρχουν σημαντικές ατομικές διαφορές. Δέν μας άρέσει νά πιστεύουμε σ' ό,τι ό Goetheάποκάλεσε έγγενή ή έμφυτα χαρίσμα¬τα. Κι άκόμη—όπως περίπου λέει ένας μεταγενέστερος συγγραφέας— πολλοί σερβιτόροι γεννιούνται μέ τό γούστο ένός δούκα καί πολλοί δούκες μέ τό γούστο τών σερβιτόρων: μπορούμε ν' αποδράσουμε άπό
το κοινωνικό έπίπεδο στό οποίο γεννηθήκαμε, άλλα όχι άπό τό δια¬νοητικό επίπεδο πού διαθέτουμε.
Ένα άπό τά πανεπιστήμιά μας έκανε πρόσφατα μιά έρευνα γιά τις αναγνωστικές συνήθειες του άμερικανικοΰ κοινού. Ή έρευνα έδειξε ότι τό σαράντα οκτώ τοις έκατό τών 'Αμερικανών δέν διαβάζουν ούτε ένα βιβλίο, κατά τή διάρκεια ένός έτους. 'Αναζητώ μέσα μου τήν εικόνα αυτοί του αναγνώστη, μάλλον τού μή άναγνώστη* είναι ό ένας στούς 5ύο - καί σκέφτομαι μέ ντροπή: «Τά ποιήματά μας είναι πολύ δύ¬σκολα γι' αυτόν». Άλλά έπίσης τό 'ίδιο δύσκολο είναι καί τό Νησί τών θησαυρών, τό Peter Rabbit, τά πορνογραφικά μυθιστορήματα καί γενικά όλα τά βιβλία. 'Όλοι οι συγγραφείς έχουν κάνει ένα είδος συνωμοσίας γιά νά οδηγήσουν αύτό τον 'Αμερικανό μακριά άπό τό διάβασμα. Τό έχουν επιτύχει στις έβδομήντα έπτά άπό τά έξήντα έκατομμύρια περιπτώσεις. Μου συμβαίνει συχνά νά βρίσκομαι σ' ένα είδος ονειρι¬κής κατάστασης καί τότε ρωτώ αύτή τή φανταστική φιγούρα. «Γιατί δέν διαβάζεις βιβλία;» κι έκείνη πάντα μου άπαντα, άφού μέ κοιτάζει επίμονα γιά πολλή ώρα: «"Ε;»
Έάν ο τόνος μου είναι περιπαικτικός καί δείχνει άνθρωπο συνηθι¬σμένο νά βρίσκεται σέ άδιέξοδο, αύτό είναι φυσικό, ό ποιητής είναι ένας κατα5!χασμένος, γιά τον όποιο τό κράτος δέν θά δείξει ποτέ τό παραμικρό ένδιαφέρον. Κάποιος είπε: «'Εάν πρόκειται νά μέ κρεμά¬σετε, μήν περιμένετε ότι μπορείτε νά μέ έκφοβίζετε, δείχνοντάς μου τά αισθήματα σας, τήν ώρα της έκτέλεσης». Ό ποιητής ζεί σ' έναν κόσμο στόν όποιο οί έφημερίδες, τά περιοδικά, τά βιβλία, τά κινούμενα σχέδια κι οί ραδιοτηλεοπτικοί σταθμοί έχουν καταστρέψει, σ' έναν μεγάλο αριθμό άτόμων, άκόμη καί τήν ικανότητα νά άντιλαμβάνονται τήν άληθινή ποίηση καί κάθε είδους άληθινή τέχνη. Ό άνθρωπος πού διαβάζει μέ κενή άπόλαυση, κάθε μήνα, τις προσεκτικά έπεξεργασμέ- νες προτάσεις μέ τίς οποίες τόν ταΐζει τό Reader's Digest, όπως ή περιστέρα ταΐζει τά πιτσούνια της, αύτός ό άνθρωπος δέν είναι σέ θέση νά διαβάσει τή Θεία Κωμωδία άκόμη κι άν συνέβαινε κάποτε νά τό προσπαθήσει: είναι τόσο έρμητικό γι' αύτόν. Ωστόσο ένα είδος καθαρότητας δείχνει τέλεια περιφρόνηση γιά τόν άναγνώστη, άκριβώς όπως ένα είδος έρμητικότητας δείχνει πλήρη σεβασμό. Ποιος χειρα¬γωγεί καί υποβαθμίζει τόν άναγνώστη, ή Θεία Κωμωδία μέ τά τέσ¬σερα έπίπεδα έρμηνείας ή τό Reader's Digest μέ τό ένα καί τόσο χαμηλό έπίπεδο, τό όποΤο μοιάζει μέ μιάν άβυσσο μέσα στήν οποία ό
αναγνώστης νιώθει νά βυθίζεται; Είναι δείγμα πραγματικής έλλειψης τιμιότητας, άπό τή μεριά του συγγραφέα, όταν απλουστεύει μιά δύ¬σκολη αλήθεια, παραφράζοντάς την. Κατά μέσο όρο τά άρθρα στά περιοδικά μας παρουσιάζουν όλα τά θέματα μέ τέτοιο τρόπο ώστε νά είναι εύκολα, νά γίνονται άμέσως κατανοητά καί νά έχουν ένδιαφέρον γιά όλους τούς άναγνώστες. Κάθε χρόνο τό Harper's Magazine μοιάζει περισσότερο μέ τόΖ,^καί τό Saturday Evening Post. Ό Γκαίτε έλεγε: «Ό συγγραφέας πού μπορεί νά έρμηνευτεί μέ τή βοήθεια ένός λεξι-κού, δέν άξίζει». Ό Somerset Maugham λέει ότι τό πιό ώραίο κομπλι¬μέντο πού δέχτηκε ποτέ ήταν τά λόγια πού του έγραψε ένας άναγνώ- στης του σέ μιά έπιστολή: «Διάβασα τό μυθιστόρημά σας, χωρίς νά χρειαστεί νά ψάξω έστω καί μιά λέξη στό λεξικό». Αύτοί οί συγγρα¬φείς έζησαν άπλώς σέ διαφορετικούς κόσμους.
Επειδή ό ζωντανός οργανισμός σκέφτεται, στοχάζεται πραγματι¬κά, μόνο όταν αύτό απαιτείται, ό στοχασμός βαθμιαία έξαφανίζεται άπό τούς αναγνώστες* έπιπλέον τά λαϊκά κείμενα δέν δίνουν τροφή στή φαντασία, μέ αποτέλεσμα έδώ καί καιρό νά έχει αρχίσει ή φα¬ντασία αύτή νά άτροφεί. "Ολα σχεδόν τά έργα του παρελθόντος αρ¬χίζουν νά φαίνονται έπίπεδα καί πληκτικά στόν μέσο αναγνώστη, έπειδή δέν τον τροφοδοτούν μέ ό,τι έκείνος περιμένει καί στό οποίο μπορεί ν' άνταποκριθεί. Τά παιδιά ττου έχουν διαβάσει στή ζωή τους έλάχιστα βιβλία αλλά άφθονα κόμικς, θά μας πουν μέ όλη τους τή ζωντάνια πού τά κάνει νά γίνονται συμπαθητικά: «Δέν μου άρέσουν τά βιβλία, γιατί δέν σου δείχνουν πράγματα, είναι τόσο αργά, πρέπει νά κάνεις όλη τή δουλειά μόνος σου». "Οταν σέ λίγα χρόνια θά μιλάμε σέ παιδιά πού έχουν διαβάσει μόνο έλάχιστα κόμικς, άλλά έχουν παρακολουθήσει πολλά τηλεοπτικά προγράμματα, τί θά μας πουν άραγε αύτά τά παιδιά;
Γιά τό ζήτημα της έρμητικότητας του ποιητή καί γιά τον νέο κόσμο πού διαδέχεται τόν παλιό, σας έχω γράψει ένα ποίημα, ένα μάλλον σκοτεινό ποίημα. Κάποτε βρήκα σ' ένα βιβλίο τήν εικόνα ένός σπιτιού μ' έναν περιποιημένο κήπο, έναν έγγλέζικο κήπο, 'ένα λαχα¬νόκηπο κι έναν κήπο μέ δέντρα. Μέσα σ' αύτούς τούς κήπους περι¬φέρονταν κύριοι μέ μεταξωτές κάλτσες καί θρεμμένα μοσχαράκια, όπως έκείνα του Μεφιστοφελή. 'Έκανα αύτόν τό δεντρόκηπο καί τά μοσχαράκια σύμβολα του παρελθόντος. Γιά τό παρόν καί τό μέλλον είχα στή διάθεσή μου τόσα πολλά, πού δέν ήξερα ποιό νά διαλέξω.
Ερχόταν στό ποίημα χωρίς νά ζητήσουν τήν άδειά μου, τό έκριναν και παρέμεναν έκε? άλλά έκείνο πού τά περιλάμβανε όλα, έκείνο πού είχε, κατά τή γνώμη μου, τόν ήχο της Εσχάτης Ημέρας της Κρίσεως, ήταν ένα σλόγκαν από μία διαφήμιση κρασιού, τήν οποία είχα τή συνήθεια νά κοιτάζω κάθε μέρα στόν ύπόγειο σιδηρόδρομο της Νέας Υόρκης. Τό ποίημά μου έχει τίτλο: «Ή^Τίπ^λΥο^η» — «Οί Καιροί χειροτερεύουν». Οί τελευταίοι στίχοι του είναι οί έξης:
Όταν χαθεί η Τέχνη, αυτό που μένει είναι η Ζωή. V Κόσμος του Μέλλοντος δέν λειτουργεί τεμαχισμένος: Ζωή είναι έκεΤνο «τό κρασί — σαν αυτό πού έφτιαχνε ή Μητέρα — Τόσο μεστό που μπορείς σχεδόν νά τό κόψεις μέ μαχαίρι».
(Μετάφραση: Χάρης Βλαβιανός)
Ό Κόσμος του Μέλλοντος! "Ενας κόσμος όπου τά λαχανικά είναι ή καταψυγμένα ή κονσερβοποιημένα ή μεγαλώνουν στούς αγρούς* τά μικρά παιδιά κοιτάζοντας στις οθόνες της τηλεόρασης νεκρά βρέφη κάτω από σωρούς φύλλων του δάσους, ρωτούν παρακλητικά: «Μά που ήταν ή ήλεκτρική τους κουβέρτα;»• τά παλιά βιβλία φθαρμένα από τήν παραποίηση χρησιμοποιούνται πιά μόνο ως διακοσμητικά αντικείμενα* άνθρωποι τών σπηλαίων σέ φαντασμαγορικές σχολικές παρελάσεις, σκεπασμένοι μέ προβιές έμφανίζονται μπροστά σέ οικογέ¬νειες ντυμένες άποκλειστικά μέ συνθετικά ύφάσματα* οί νοικοκυρές κάθονται μέ τή ρόμπα του σπιτιού άνάμεσα σ' ένα πλήθος άκτινοβο- λιών πού έκπέμπτουν ήλεκτρικές συσκευές κάθε είδους* οί πύραυλοι πάνω από τά υπόγεια κτίρια πού στεγάζουν τό Γενικό Επιτελείο, παραμένουν ένας άόρατος κίνδυνος. Αύτό τόν κόσμο σκέφτομαι συχνά.
Δέν ξέρω άν, στό σημείο αύτό, μερικοί άκροατές μου θά νιώσουν τήν ανάγκη νά μοΰ πουν: «"Ολα αύτά είναι άπαισιόδοξα. Τί περιμένεις νά κάνουμε;» "Αν σας έδωσα τήν έντύπωση ότι είμαι βέβαιος γιά όλα αυτά, έπιτρέψτε μου νά ζητήσω συγγνώμη. Αύτά είναι συμπεράσματα στά οποία κατέληξα άργά και μέ πολλούς δισταγμούς, συμπεράσματα πού μου τά έπέβαλε πιεστικά ό κόσμος μας. Μακάρι νά ήμουνα ένα ειΛχές πνεύμα άντιλογίας, πού γεννήθηκε μ' ένα άνθρωπιστικό λε¬ξιλόγιο, όπως άλλα παιδιά γεννήθηκαν μέ διακριτικά σημάδια ή εισο¬δήματα, ένα παιδί πού στήν ηλικία τών τεσσάρων θ' άρνιόμουνα μέ αγανάκτηση νά σπαταλήσω τις ώρες μου γι' αύτή «τήν ούμανιστική φαντασίωση ένός συναισθηματικού φιλελευθερισμού, πού είναι τό νη-
τούς ποιητές καί τήν ποίηση. Οί ποιητές μπορούν νά αντέχουν τίς ατέλειες αυτου του κόσμου και καλή ποίηση έξακολουθεΤ και σήμερα νά γράφεται. Ό Γέητς, γιά παράδειγμα, πίστευε ότι ή πιο σημαντική στιγμή τής λυρικής ποίησης μετά τήν έλισαβετιανή ήταν τό πρώτο μισό αύτου του αιώνα. Τί θά συμβεί όμως στό κοινό, στή μερίδα έκείνη του κοινού πού έχει απομακρυνθεί άπό κάθε αληθινή τέχνη, ακόμη κι άπό τό πιο άπλό είδος της, δέν γνωρίζω. Όστόσο σκέφτομαι ένα ανάλογο παράδειγμα.
Μπορεί κάποιος νά δεί σέ μαγαζιά ορισμένων ορεινών περιοχών τής Αύστρίας κάτι περιδέραια πού έχουν πάνω τους στολίδια ή άσημένιες πλάκες άπό σμάλτο. Αύτά τά κοσμήματα ονομάζονται goiter-bands. Είναι στολίδια πού στό παρελθόν χρησιμοποιούνταν γιά νά στολίσουν τούς άρρωστους, ύπερβολικά πρησμένους λαιμούς τών γυναικών τής περιοχής. "Αν οι γυναίκες αύτές μάθαιναν ότι είχαν γίνει αποκρουστι¬κές έξαιτίας τής έλλειψης ιωδίου στό νερό τής ορεινής κοιλάδας, θά γελούσαν μέ τήν καρδιά τους. Κι οι έραστές τους θά άναρωτιόνταν, καθώς θά κοίταζαν μέ άπληστία τή στρογγυλή σάρκα γύρω άπό τίς κατάξανθες κοτσίδες, πώς μπορεί κάποιος νά χαϊδεύει τούς φτωχούς, κοκαλιάρικους λαιμούς έκείνων τών άλλων γυναικών πού πότε-πότε έβλεπαν, ξένοι οι 'ίδιοι, απ' αύτή τήν έπίπεδη χώρα τήν όποια οι ταξιδιώτες αποκαλούν «ό κόσμος».
'Έχω μιλήσει γιά τόν ποιητή και τό κοινό του. 'Αλλά ποιό είναι στήν πραγματικότητα αύτό τό κοινό; Σέ ένα άφήγημα του Ε.Μ. Forster μέ τίτλο The Machine Stops υπάρχει μιά συνομιλία άνάμεσα σέ μια μητέρα καί στόν γιο της. Τούς χωρίζει ή μισή περιφέρεια τής γης. Μένουν σέ δωμάτια κάτω άπό τήν έπιφάνεια του έδάφους κι έκεί τούς παρέχονται οξυγόνο, τροφή καί θέρμανση μέ τρόπο αύτόματο, όπως άλλωστε θά παρέχεται τό καθετί στους άνθρώπους του άπώτερου μέλλοντος. «Φαντάσου», όπως λέει ό Φόστερ «ένα φασκιωμένο έξό- γκωμα σάρκας, μιά γυναίκα πέντε πόδια ύψος κι ένα πρόσωπο λευκό σάν μύκητας». Μόλις έχει άρνηθεί νά έπισκεφτεί τόν γιο της. Δέν έχει χρόνο. Εκείνος τής άπαντα:
Ή άπόσταση πού μας χωρίζει είναι μόλις δύο μέρες μέ τό
αεροπλάνο.
Σιχαίνομαι τά άεροπλάνα.
Γιατί;
Σιχαίνομαι νά βλέπω τό φριχτό καφέ χρώμα τής γής καί
τή θάλασσα και τ' άστέρια, δταν σκοτεινιάζει. Δέν μου 'ρχεται άλλωστε καμιά ιδέα μέσα στ' άεροπλάνα.
Εγώ πάλι μόνο στά άεροπλάνα έχω ιδέες.
Τί ε'ίδους ιδέες μπορεΤ νά έχει κάποιος στόν άέρα; 'Εκείνος σώπασε γιά ένα λεπτό.
Ξέρεις ότι υπάρχουν τέσσερα μεγάλα άστέρια στό σχήμα του ορθογωνίου και στό μέσον του συγκλίνουν άλλα τρία άστέρια κι άπ' αυτά κρέμονται άλλα τρία;
'Όχι, δέν ξέρω. Σιχαίνομαι τ' άστέρια. Μήπως κι αύτά σου δίνουν καμία ιδέα; Πές μου έχει ένδιαφέρον;
'Έχω τήν έντύπωση πώς τ' άστέρια αυτά παριστάνουν έναν άνδρα.
Δέν καταλαβαίνω.
Τά τέσσερα μεγάλα άστέρια είναι οί ώμοι και τά γόνατα του άνδρα. Τά τρία άστέρια στό μέσο είναι σάν τις ζώνες πού φορούσαν κάποτε οί άνδρες, και τ' άλλα τρία άστέρια πού κρέμονται είναι σάν ένα σπαθί.
"Ενα σπαθί;
Οί άνδρες είχαν μαζί τους σπαθιά γιά νά προστατεύονται από τά ζώα και τούς άλλους άνθρώπους.
Δέν μου φαίνεται πολύ καλή ή ιδέα σου, άλλά είναι σίγουρα πρωτότυπη.
Γιά όσο καιρό τ' άστέρια θά παραμένουν σ' αύτό τό σχήμα, γιά δσο καιρό θά υπάρχει ένας άνθρωπος πού άφήνεται νά τά κοιτάζει και νά ανακαλύπτει ότι άποτελούν τόν Ώρίωνα: γι' αύτό, έστω, τό χρο¬νικό διάστημα ό ποιητής θά έχει τό κοινό του. Κι όταν κι αύτός ό άνθρωπος θά έχει φύγει κι ούτε τά ποιήματα ούτε ό ποιητής ούτε τό κοινό θά υπάρχουν πιά (κι ή δυνατότητα αύτή δέν μπορεί πλέον νά μας φαίνεται τόσο άπίθανη όσο παλιά), θά ύπάρχει σίγουρα κάποια τάξη του κόσμου, κάποιο έπίπεδο ύπαρξης στό όποιο αύτά θά ζουν ακόμη: μιά τάξη στήν όποια τά χαμένα έργα του Αισχύλου δέν δια-φέρουν από έκεΓνα πού έχουν διασωθεί, μιά τάξη στήν οποία τό παρελθόν, τό παρόν και τό μέλλον έχουν, κατά κάποιο τρόπο, τήν 'ίδια πραγμα-τικότητα. Περίπου έτσι αισθανόμαστε — ε'ίτε τό σκεφτόμαστε ε'ίτε όχι. Οί άνθρωποι πάντα ρωτούν: Γιά ποιόν γράφει ό ποιητής; Χρειά¬ζεται μόνο ν' άπαντήσουμε: Γιά ποιόν κάνετε τό καλό; Είστε καλοί μέ τήν κόρη σας, έπειδή στό τέλος κάποιος θά σας άνταμείψει γι'
αυτή τήν καλοσύνη; Ό ποιητής γράφει τό ποίημά του γιά χάρη αύτής της τάξης των πραγμάτων στήν οποία τό ποίημα παίρνει τή θέση πού
Άλλά αύτές οί σκέψεις έχουν διατυπωθεί μέ τόν καλύτερο δυνατό τρόπο από τόν μεγαλύτερο συγγραφέα του αιώνα μας, τόν Μαρσέλ Προύστ. Θά ήθελα νά τελειώσω τό κείμενο μου, παραθέτοντας τά
«Τό μόνο πού μπορούμε νά πούμε είναι πώς τό κάθε τί είναι τακτοποιημένο σ' αύτή τή ζωή, σάν νά ήρθαμε έδώ μεταφέροντας ένα φορτίο υποχρεώσεων συμφωνημένο σέ μιά προηγούμενη ύπαρξη. Δέν ύπάρχει έγγενής αιτία γιά τίς συνθήκες τής ζωής σ' αύτή τή γη, αιτία γιά νά θεωρήσουμε τούς έαυτούς μας υποχρεωμένους νά κάνουμε τό καλό, νά είμαστε σχολαστικοί κι εύγενικοί ακόμη, ούτε υπάρχει αιτία ή οποία έπιβάλλει στον ταλαντούχο καλλιτέχνη νά θεωρεί τόν έαυτό του ύποχρεωμένο ν' αρχίζει ξανά, άμέτρητες φορές ένα έργο τέχνης πού γιά τό σώμα του τό προορισμένο νά φαγωθεί άπό τά σκουλήκια, ό θαυμασμός, τόν οποίο τό έργο αύτό προκαλεί, δέν έχει καμία σημασία. Παράδειγμα ο κίτρινος τοίχος ζωγραφισμένος μέ τόση γνώση και ταλέντο άπό έναν καλλιτέχνη πού έμελλε νά παραμείνει γιά πάντα άγνωστος και ή ταυτότητά του μέ δυσκολία άναγνωρίστηκε στο όνομα του νεπτ^Γ. "Ολες αύτές οί υποχρεώσεις οί μή καθιερω¬μένες στήν παρούσα ζωή φαίνεται ότι ανήκουν σ' ένα διαφορετικό κόσμο, θεμελιωμένο στήν εύγένεια, στήν εύσυνειδησία, στήν αύτοθυ- σία, έναν κόσμο ολότελα διαφορετικό άπό τόν σημερινό, έναν κόσμο Φτόν οποίο έγκαταλείπουμε γιά νά γεννηθούμε έδώ, πρίν, έπιστρέφο- ντας 'ίσως έκεί, νά ζήσουμε πάλι γιά μιάν άκόμη φορά κάτω άπό τήν έξουσία αύτών τών άγνωστων νόμων στους οποίους έχουμε υπακούσει, έπειδή τούς έχουμε στήν καρδιά μας, χωρίς νά γνωρίζουμε ποιανού τό χέρι τούς έχει χαράξει έκεί, αύτούς τούς νόμους τούς οποίους κάθε σοβαρό έργο του πνεύματος μας φέρνει πιό κοντά καί οί οποίοι είναι άόρατοι —άκόμη!— μόνο στους άνόητους».
προοριζόταν νά πάρει.




















Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου