Τα δώρα της Μαρίας
Το όνομά της
Μαρία. Ηλικία παιδική. Πατέρας της ο Σταύρος Καλάρογλου, μπάρμαν του Dada, ενός μπαρ των Εξαρχείων. Δεκαετία του 80
και πιο συγκεκριμένα τα έτη 1984-1986. Πελάτης του μπαρ και συνομιλητής του
μπαμπά της είναι ένας ποιητής που δεν αρκείται μόνο να γράφει ευρηματικούς
στίχους, με διακριτό ενίοτε το στοιχείο της πρόκλησης, αλλά ζει και ο ίδιος ποιητικά. Δεν κυνηγά το χρήμα, τη
δημοσιότητα, τη συμμετοχή του στο star system, που έχει αρχίσει να ευδοκιμεί την περίοδο αυτή. Αρνείται να
μεγαλώσει και ν’ ακολουθήσει την ψυχική «ωριμότητα» των συνομηλίκων του. Είναι
ο Νίκος Καρούζος, ο αγαπημένος των νέων ποιητών της εποχής, ο οικείος των
ψυχικά επαναστατημένων νέων, αυτός που μιλά ελεύθερα, αναρχικά κι ασυμφιλίωτα
απέναντι σε κάθε λογής μηχανισμούς
εξουσίας για τις ιδέες του, την πολιτική, το Θεό, αυτός που τολμά να τσαλακώνεται, να δείχνει την
αδυναμία και τις ανάγκες του στον απλό άνθρωπο, στον άγνωστο φίλο που
μοιράζεται μαζί του τη συντροφιά του ποτού σ’ ένα μπαρ.
Η Μαρία, λοιπόν,
αγαπημένη του μπαμπά της, αποτελεί κάποιες στιγμές θέμα αναφοράς στη συζήτηση
του πατέρα της και του ποιητή και έτσι απλά και αυθόρμητα, χωρίς σχεδιασμούς
και προσδοκίες, γίνεται κάποια βράδια η μικρή του μούσα, ή ακριβέστερα, η
αφορμή για να μιλήσει με τρυφερότητα, απλότητα και ειλικρίνεια, δίχως καμιά
υστεροβουλία και στο δικό του εσωτερικό παιδί. Στη μικρή Μαρία, λοιπόν, είναι
αφιερωμένα είκοσι, κατά κανόνα μικρά, ποιήματα και τρία σημειώματα, που
γράφτηκαν μέσα στη διετία 1984-1986, στο μπαρ Dada, τις μεταμεσονύχτιες ώρες ή κοντά στα
ξημερώματα. Σε ένα σημείωμά του ο ποιητής δηλώνει ρητά πως όλα αυτά τα κείμενα
της ανήκουν αποκλειστικά, γι’ αυτό και παραδόθηκαν στον πατέρα της, έτσι όπως
τα έγραψε σε χαρτί από σημειωματάρια.[1]
Η μικρή Μαρία
δε συνάντησε ποτέ τον Νίκο Καρούζο, ωστόσο αποτέλεσε τη δυνάμει ιδανική
αναγνώστρια αυτών των ποιημάτων, το πρόσωπο
που έχει στη σκέψη και στην καρδιά του ο ποιητής την ώρα που γράφει. Η
αφανής παρουσία της ενέπνευσε τη γραφή αυτών των στίχων, που είναι φανερό, διαβάζοντάς
τους, ότι δεν αφορούν μόνο αυτήν την ίδια προσωπικά. Θα μπορούσαν κάλλιστα να
απευθυνθούν σε οποιοδήποτε παιδί, του χθες και του σήμερα. Τα ποιήματα αυτά δεν
συμπεριλήφθηκαν στο δίτομο έργο των ποιημάτων του, όμως εκδόθηκαν επτά χρόνια
μετά το θάνατό του σε ξεχωριστό βιβλίο.[2] Ο
Καρούζος συνειδητά δεν τα ενσωμάτωσε στο corpus των ποιημάτων του, όχι γιατί αποκλίνουν
από τα έργο του ή τα θεωρούσε ασήμαντα και υποδεέστερα των άλλων, αλλά γιατί
αυτά δεν ήταν παρά δώρα που χαρίστηκαν μ’ ανοιχτή καρδιά και ανιδιοτέλεια σε
μια δυνάμει αναγνώστρια. Ένας σπόρος ριγμένος στην καρδιά του μέλλοντος, στην
καρδιά ενός παιδιού, με την ελπίδα να βλαστήσει εκεί μέσα η ποίηση.
Τα ποιήματα
αυτά αυθόρμητα, ακατέργαστα είναι φανερό, σε όσους γνωρίζουν την ποίηση του Καρούζου,
ότι συνομιλούν με τα υπόλοιπα αυτής της περιόδου του έργου του. Ωστόσο
παρατηρούμε ότι είναι γραμμένα σε πιο λιτό ύφος, δε στοχεύουν στην έκπληξη της
απρόσμενης και ασυνήθιστης λέξης, αποφεύγουν καθετί περιττό, έχουν μια
αξιοθαύμαστη οικονομία λόγου. Αρκούνται μόνο
ν’ αποδώσουν το απόσταγμα της σκέψης και του συναισθήματος. Εδώ
εγκαταλείπονται οι λεκτικές εκρήξεις και ο λόγος του γίνεται πιο ταπεινός. Δεν
υπάρχει καμιά έγνοια συνειδητή ή ασυνείδητη για κανενός είδους δικαίωση ούτε
καν για επιβεβαίωση. Το ελάχιστο που μπορεί να εύχεται και ενδόμυχα να ελπίζει
ο ποιητής είναι να ζήσει κάποιες απειροελάχιστες στιγμές του μακρινού, για
εκείνον, μέλλοντος στη σκέψη της Μαρίας.
Κι αν απ’ το
2000 μ.Χ.
ενθυμείσαι φυλλώματα
κάνε λιγάκι τη
σκέψη σου
σκόνη
για να
αιωρείται μεσημεράκι
τ’ όνομά μου[3]
25.07.1984
Τι ακριβώς
είναι αυτά τα ποιήματα; Αφιερώσεις, ευχές, εξομολογήσεις, παραινέσεις άμεσες
είτε έμμεσες μέσω κάποιων διαπιστώσεων που προκύπτουν από την εμπειρία και το αξιακό
σύστημα του ποιητή. Ποιήματα που συμπυκνώνουν μέσα σε λίγους στίχους βασικές
αρχές της στάσης του Νίκου Καρούζου απέναντι στον άνθρωπο, το χρόνο, τη ζωή και
το θάνατο. Ποιήματα που τα περισσότερα
απ’ αυτά διαπνέονται από αγάπη και τρυφερότητα προς την άγνωστη μικρή του φίλη
και μια πατρική διάθεση προστασίας του συναισθηματικού κόσμου ενός πλάσματος
αγνού, ευαίσθητου και τρυφερού. Η προοπτική, έστω και ως πιθανότητα, να
διαβαστούν οι στίχοι αυτή από τη μικρή αναγνώστρια, κάποια άγνωστη στιγμή,
μετριάζει την έκφραση της απελπισίας, ενδυναμώνει την πίστη και την αισιοδοξία
στη ζωή.
Το παιδί που
κρύβεται στην ψυχή του ποιητή, μια και πρόλαβε να δει τον κόσμο των ενηλίκων
σπεύδει να μεταφέρει την εμπειρία του, τις εικόνες και τις σκέψεις του για τη
ζωή σ’ ένα άλλο παιδί, ελεύθερα χωρίς καμιά αξίωση. Ο Καρούζος, την εποχή που γράφει τα ποιήματα
αυτά έχει περάσει τα εξήντα του χρόνια και επομένως η ζωή του είναι, κατά βάση,
ο παρελθόν χρόνος. Ο ίδιος έχει περάσει μέσα από τη γνώση, την αμαρτία, τις τρικυμίες
των συναισθημάτων, έχει πληρώσει γενναιόδωρα τις ψευδαισθήσεις του, βίωσε τον
παραλογισμό της σισύφειας μοίρας. Η Μαρία είναι το μέλλον, ο ανοιχτός ορίζοντας του χρόνου, η ελπίδα
πραγμάτωσης κάθε ευοίωνης προοπτικής του ονείρου. (Ο χρόνος είν’ ακόμη για σένα θρίαμβος/και σου τον εύχομαι πάντα).[4]
Η μικρή του φίλη, όπως όλα τα παιδιά, διαθέτει καθαρότητα συναισθημάτων,
απλότητα, ενστικτώδη εξοικείωση με το υπερφυσικό και το θαύμα, αγνοεί την
επιτήδευση, διατρέχει με άνεση τα όρια της φαντασίας, κινείται άρα, χωρίς να το
γνωρίζει, με ευκολία μέσα στο ποιητικό πεδίο και έτσι μπορεί να συναντηθεί
απρόσκοπτα με τη συνείδηση του ποιητή.
Ο Καρούζος
εξηγεί στη Μαρία ποια είναι και πώς είναι η πραγματικότητα στα δικά του μάτια,
της εξομολογείται το πιεστικό συναίσθημα της μοναξιάς, που συχνά επανέρχεται
στη ζωή του και τον πνίγει. Μολονότι καταφεύγει συχνά στη νοσταλγία, εντούτοις
επιμένει πεισματικά πως η ζωή είναι το τώρα, το παρόν και είναι ύβρις να το
παραμελούμε και να ζούμε διαρκώς στο παρελθόν ή να προβάλλουμε διαρκώς τη ζωή
μας στο μέλλον. Η βεβαιότητα ότι ο κόσμος πρέπει να προχωρήσει, ό,τι κι αν
συμβαίνει, όσο δύσκολα και αντίξοα κι αν είναι τα πράγματα, όσο κι αν έχουν
χρεοκοπήσει οι μεγάλες ιδέες και οι ανθρωπιστικές αξίες έχουν παραγκωνιστεί, δεν τον εγκαταλείπει ποτέ. Η ποίηση ως στάση
ζωής καλείται να ξορκίσει τη ματαιότητα, να αφοπλίσει την απελπισία, έχει την
αποστολή να εξωραΐσει τη νύχτα, περιμένοντας το φως.
Κι αν χιονίζει
στο πνεύμα
κι αν κρυώνουν οι μεγάλες
ιδέες
ο κόσμος πρέπει
να προχωρήσει.[5]
5.01.85
Η συνομιλία με
τη μικρή άγνωστη φίλη φέρνει στην ψυχή του ποιητή ανακούφιση και παρηγοριά για
τα δεσμά της χρονικότητας, που τον ταλανίζουν, απομακρύνει προσωρινά τη σκιά
του θανάτου, που απειλητικά πλέον συντροφεύει κάθε του κίνηση, χαρίζει στην
αβυσσαλέα πραγματικότητα τη μεγάλη του
έρωτα γαλήνη[6],
ενδυναμώνει τη βεβαιότητα της διάρκειας, μια και όλοι ανήκουμε στην ανάσταση[7].
Οι παραινέσεις
του προς τη μικρή Μαρία επικεντρώνονται σε μια πολύ ουσιαστική προτροπή: έχε όρους αιωνιότητας[8].
Το πολυτιμότερο δώρο για ένα παιδί είναι να ξεκινά τη ζωή του με πίστη στο
ελεύθερο και ασυμβίβαστο κομμάτι της ψυχής του, αυτό που οι κάθε λογής εξουσίες
μάχονται ανηλεώς να εξαφανίσουν.
Διαβάζοντας
δεκαέξι χρόνια μετά την έκδοσή τους τα ποιήματα αυτά, ανατρέχουμε και πάλι στην
ποίηση του Νίκου Καρούζου σε μια χρονική συγκυρία που μας καλεί σε ποικίλους
απολογισμούς. Ανατρέχουμε στην ποίησή του, ζητώντας τον καίριο λόγο, την
κάθαρση από την ατέρμονη φλυαρία που μας περιβάλλει, τον υγιή γεμάτο πάθος
στοχασμό, την ακρίβεια και τη διαύγεια του συναισθήματος. Η στάση του Νίκου
Καρούζου απέναντι στη ζωή φανερώνει μια βαθιά εμπιστοσύνη στο θείον πέρα από
τυπικότητες και τυπολατρίες, μια διαρκή ρήξη με τη ματαιότητα και το σκοτάδι. Ο
μη διαχωρισμός του ανθρώπου από το όλον, η
περιφρόνηση της παντοδυναμίας του εγώ, η βίωση της παρούσας στιγμής με
έκδηλη την αδιαφορία για την εξασφάλιση του μέλλοντος, η πίστη και ο σεβασμός
στη ζωή και στην ομορφιά της, στην αιωνιότητα και την ανάσταση προκρίνουν και
στη συνείδηση του αναγνώστη τη διάθεση να κοιτάξει τον κόσμο με μια άλλη
οπτική, μαχητική και μάχιμη.
Βικτωρία Καπλάνη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου