Ένας οριστικά μισοτελειωμένος αποχαιρετισμός
Θα προτιμούσα η σημερινή συγκέντρωση να είχε και τον
Ξενοφώντα εδώ, μαζί μας και να ήταν μια γιορτή, ένα πρωινό αφιερωμένο σε
εκείνον και το έργο του, όπου φίλοι, παλιοί μαθητές του και συνάδελφοι θα
μιλούσαν για τη συγγραφική του δράση αλλά και για τον ίδιο και τη σχέση τους
μαζί του. Δεν έχω ακριβώς συνειδητοποιήσει ότι ο Ξενοφώντας έχει φύγει
οριστικά. Φαντάζομαι ότι για μια ακόμη φορά δεν ήρθε σε κάποια εκδήλωση. Πάλι
βαρέθηκε να έρθει. Αυτό το αναρχικό πνεύμα αμφισβήτησης που τον διέκρινε
επαναστατεί ακόμη και σε μια τιμητική εκδήλωση που τον αφορά και έτσι απέχει. Ήταν απρόβλεπτος, ιδιόρρυθμος και ουσιαστικά
μοναχικός, για να νιώθει άνετα σε τέτοιες καταστάσεις. Δεν αντιλαμβάνομαι τη
σημερινή απουσία του ως πραγματική, ίσως γιατί τα τελευταία χρόνια εκείνος ήταν
απών από παρουσιάσεις βιβλίων,
φιλολογικά συνέδρια, απών από την ίδια την πόλη. Αλλά και αυτή ακόμη η εμφανής
αποχή του από τα φιλολογικά και λογοτεχνικά δρώμενα της Θεσσαλονίκης δεν μας
παραξένεψε, όσο θα έπρεπε, επειδή ο Ξενοφών ήταν αυστηρά επικριτικός και
προκλητικά δηκτικός απέναντι σε μια καταναλωτική αντίληψη περί κουλτούρας, που
τα τελευταία χρόνια κυριάρχησε και στην πόλη μας, ήταν απαυδισμένος από τα ίδια
και τα ίδια που συμβαίνουν στον τρόπο παρουσίασης και προβολής της λογοτεχνίας και
επομένως δεν έμοιαζε εντελώς παράδοξο να απέχει απ’ όλα αυτά.
Σε στιγμές σαν τη σημερινή ο καθένας επιστρατεύει τις
δικές του αναμνήσεις και συνθέτει μια δική του εικόνα για τον άνθρωπο και το
συγγραφέα. Αναπόφευκτα, λοιπόν, εγώ θα σας μιλήσω για το δικό μου αγαπημένο δάσκαλο
και για το πώς έβλεπα εγώ το έργο του. Οι μαθητές αγαπάμε πολύ τους δασκάλους
μας, ιδιαίτερα εκείνους που ανταποκρίνονται στα δικά μας αιτήματα για τη γνώση,
εκείνους που έχουν διακονήσει με συνέπεια τομείς της επιστήμης και της τέχνης
που και εμείς φιλοδοξούμε να υπηρετήσουμε, αλλά κι εκείνους που θεωρούμε ότι έχουν
παρόμοια ιδιοσυγκρασία με τη δική μας.
Οι φιλολογικές εργασίες και τα βιβλία του Κοκόλη μένει
να αποτιμηθούν από τους μελετητές της φιλολογίας, που αναπόφευκτα θα τα βρίσκουν
συχνά μπροστά τους, μια και ασχολήθηκε με όλα τα μεγάλα ονόματα του νεοελληνικού
λογοτεχνικού κανόνα: από την εποχή που εκπόνησε τη διδακτορική διατριβή «Λέξεις
άπαξ στοιχεία ύφους στην ποίηση του Σεφέρη» και μέχρι το τέλος της ζωής του
ασχολήθηκε με τον Ελύτη, τον Σεφέρη, τον Αναγνωστάκη, τον Καρυωτάκη, τον Παλαμά,
τον Σικελιανό, τη Ζωή Καρέλλη, τον Κλείτο Κύρου και άλλους σημαντικούς
δημιουργούς. Ο κατάλογος μακρύς.
Κατά κανόνα οι εργασίες του είναι
μικρές σε έκταση, υφολογικές οι περισσότερες, όπου θέτει, θαρρείς, στο
μικροσκόπιο ένα κείμενο και το ανακρίνει με πολύ έξυπνο τρόπο, αναζητώντας μέσα
απ’ αυτό και μέσα από άλλα κείμενα του ίδιου συγγραφέα απαντήσεις που καταλήγουν
συνήθως σε νέα ερωτήματα. «Δουλειά μου είναι να δημιουργώ προβλήματα σε εσάς
και σε ίσο, αν όχι σε μεγαλύτερο, βαθμό σε μένα», έλεγε συχνά ο Κοκόλης.
Άλλωστε οι μελέτες του ήθελε να είναι αποσπασματικές, μη οριστικές, ανοιχτές σε
πολλαπλές συνέχεις, να είναι έτσι γραμμένες, ώστε να διαβάζονται από όποιο
σημείο επιλέγει ο καθένας να τις διαβάσει. Τα κείμενά του θέτουν ερωτήματα,
σπείρουν δαιμόνια και αποφεύγουν τις οριστικές απαντήσεις. Ωστόσο έχουν θέση,
άποψη που δεν επιβάλλεται, απλώς προτείνεται. Έχουν προφορικότητα,
αποσπασματικότητα, θαρρείς, προϋποθέτουν ένα ακροατήριο, μικρό ή μεγάλο, που
ακούει και ανά πάσα στιγμή είναι έτοιμο να θέσει το επόμενο ερώτημα, που ο
Ξενοφών συνήθως το προλαβαίνει και σπεύδει να το απαντήσει. Επιχειρούν εν
ολίγοις ένα διευρυμένο διάλογο ανάμεσα στο δημιουργό, το μελετητή και τον
αναγνώστη.
Ο Κοκόλης είχε προσωπικό, ευδιάκριτο ύφος στις
εργασίες του, κάτι που δεν το συναντάμε εύκολα σε φιλολογικές εργασίες. Ακόμη
επέλεγε και θέματα πολλές φορές πρωτότυπα, που ξεφεύγουν από τον συνήθη αυστηρό
ακαδημαϊκό προσανατολισμό της γενιάς του και στις προσεγγίσεις του ορισμένες
φορές ενέπλεκε νέα εργαλεία από άλλες τέχνες, όπως η φωτογραφία, ο κινηματογράφος,
τα κόμικς, οι διαφημίσεις. Πάντα στις εργασίες του δίνει προτεραιότητα στο
κείμενο, το αντιμετωπίζει με σεβασμό, δεν το παραποιεί, από αυτό ξεκινά και σε
αυτό επιστρέφει, ακολουθώντας την παράδοση και τις διδαχές των δασκάλων του,
Λίνου Πολίτη και Γ.Π.Σαββίδη και αποφεύγει τον αυτάρεσκο κριτικό λόγο, εκείνον
που, εμμέσως πλην σαφώς, επαίρεται ότι τα κείμενα γράφτηκαν για να τα
ερμηνεύσει.
Έχω την εντύπωση ότι πολλές εργασίες του για την
ποίηση αλλά και για τη μετάφραση της ποίησης (θυμόμαστε όλοι τις μικροσκοπήσεις μεταφράσεων αλλά και την
επισήμανση των μεταφραστικών αδυναμιών του Σεφέρη, που ο Κοκόλης είχε το θάρρος
να δημοσιοποιήσει) ενδιαφέρουν εκτός από τους φιλολόγους εξίσου, αν όχι
περισσότερο, τους ποιητές. Ο μελετητής διεισδύει, θαρρείς, στο εργαστήρι ενός
ποιητή, του θέτει ερωτήματα, σαν να προσπαθεί να αποκαλύψει τους συνειδητούς
αλλά και ασυνείδητους μηχανισμούς της γλώσσας και του ύφους του, δυσκολεύοντάς
τον και αποκαλύπτοντας τις όποιες ευκολίες του. Λειτουργεί ως μια αυστηρή
συνείδηση του δημιουργού και αυτό για τον αναγνώστη έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον
και γοητεία. Οι εργασίες αυτές του Κοκόλη προϋποθέτουν, κατά τη γνώμη μου, δύο διαφορετικές,
στην περίπτωσή του συμπληρωματικές, ιδιότητες: του μελετητή και του ποιητή.
Η δική μου φαντασία, διαίσθηση ή όπως αλλιώς θέλετε
χαρακτηρίστε την, λέει ότι ο Ξ.Α.Κ. ήταν πρωτίστως ένας ποιητής
(κρυπτο-ποιητής; άδοξος ποιητής;) με μεγάλη και διακριτή την αγωνία της
έκφρασης. Αργότερα είδα κάποια νεανικά του ποιήματα δημοσιευμένα, πιθανότατα υπάρχουν
κι άλλα, δεν μπορώ, προς το παρόν, να το
ξέρω. Το γιατί δεν εκτέθηκε περισσότερο ποιητικά ; Άδηλον. Η φιλολογική
επιστήμη για τους ποιητές είναι δίκοπο μαχαίρι; Η επαφή με τα «τέρατα της ποίησης», η κατά
Μπλουμ αγωνία της επίδρασης, λειτουργεί όπως ο Κρόνος και καταβροχθίζει τα
παιδιά του; Πιθανότατα. Με τις εργασίες του
ο Ξενοφών τριγυρνούσε γύρω από την ποίηση, έμπαινε στον κόσμο της,
κρατώντας πάντα την πόρτα της εξόδου ανοιχτή. Προσπαθούσε να έχει τον έλεγχο
της διαδρομής, βάδιζε, όσο ήταν δυνατόν, εκ του ασφαλούς, εκτιθέμενος και
εκτεθειμένος εν μέρει.
Ως πανεπιστημιακός δάσκαλος ο Ξενοφών προκαλούσε αντιφατικά συναισθήματα και
στάσεις. Ήταν γοητευτικός ομιλητής, τον ενδιέφερε ο διάλογος, προκαλούσε το
διάλογο με κάθε τρόπο, είχε χιούμορ, ήταν επικοινωνιακός στην αίθουσα
διδασκαλίας, κάτι που κινούσε το ενδιαφέρον των πιο φανατικών για γράμματα
φοιτητών είτε για να συμπορευτούν μαζί του είτε για να τον αμφισβητήσουν. Η
πλειοψηφία τον παρακολουθούσε με έκδηλη αμηχανία. Δεν έδινε σαφείς απαντήσεις,
μιλούσε για οριστικά μισοτελειωμένες αναγνώσεις, έβαζε ερωτήματα που περιείχαν
πολλές απαντήσεις, αλλά χρειαζόσουν επάρκεια γνώσεων και λόγου για να
υποστηρίξεις την άποψή σου. Η στάση αυτή δημιουργούσε επιφυλάξεις στην
πλειοψηφία, που ήθελε να αποφεύγει τέτοιες δοκιμασίες. Καταδίκαζε τις ερμηνείες
που όλοι λίγο-πολύ κυνηγάμε με πάθος για την καθησυχαστική αίσθηση που μας
αφήνουν και αυτό δεν ήταν εύκολα αντιληπτό,- πόσο μάλλον αποδεκτό.
Χωρίς
αμφιβολία ο Κοκόλης δεν ήταν ο δάσκαλος που θα σε πάρει από το χέρι και θα
ξεκινήσει μαζί σου από το μηδέν. Έπρεπε εσύ με κάποιο τρόπο να τον συναντήσεις.
Θαρρώ πως μέσα στο δάσκαλο Ξενοφώντα υπήρχαν δύο
φωνές. Η μία ήταν αυτή που προσπαθούσε με πάθος να διαφωτίσει τους νέους για τα
ζητήματα της λογοτεχνίας και ειδικότερα της ποίησης και η άλλη ήταν αυτή που αμφισβητούσε
ένα τέτοιο εγχείρημα. Είχε στο βάθος την «αριστοκρατική» αντίληψη του ποιητή
για το αμετάδοτον της ποίησης. «Η εκπαίδευση σκοτώνει την ποίηση», πιστεύει ο Ξ.Α.Κ.,
υιοθετώντας την έκφραση αυτή του Έλιοτ. Η ποίηση δεν διδάσκεται, ειδικά στα
μαζικά ακροατήρια της Σχολής με το υπάρχον πρόγραμμα σπουδών. Η μικρή
δυνατότητα να μεταγγίσει ο δάσκαλος τη γοητεία της ποίησης και να μυήσει τους
φοιτητές του στα μυστικά της, χωρίς να τα αποκαλύψει και να τα αποδυναμώσει, προϋποθέτει
μικρή ομάδα φοιτητών όχι πάνω από δεκαπέντε άτομα και περισσότερες ώρες
διδασκαλίας. Αυτό που συμβαίνει στην ακαδημαϊκή διδασκαλία της ποίησης είναι κοροϊδία και αποκαλύπτεται ξεκάθαρα στις
εξετάσεις.
Αμφισβητούσε και τη δυνατότητα να διδάξουμε την ποίηση
στη Μέση Εκπαίδευση, μια και η σχολική
εκπαίδευση έχει σκοπό να κοινωνικοποιήσει το άτομο, να το κάνει γρανάζι του
συστήματος και επομένως ευνουχίζει τη λειτουργία της λογοτεχνίας. Με
πειθαναγκασμούς και με τεχνοκρατικούς τρόπους δεν φτάνουμε στην τέχνη. Η ουσία
της μένει ανέπαφη. «Πρέπει να σπάσεις τα μούτρα σου για να καταλάβεις την
ποίηση», μου είχε πει μία φορά πολύ χαρακτηριστικά και προκλητικά. Στο
εναρκτήριο μάθημα του πρώτου έτους «Εισαγωγή στη νεοελληνική φιλολογία¨ μας
έφερε φωτοτυπημένο το λήμμα «φιλολογία» από το Λεξικό του Δημητράκου για να
συζητήσουμε και να επιχειρήσουμε έναν ορισμό της έννοιας φιλολογία. Θυμάμαι
χαρακτηριστικά ότι επέμεινε με χιουμοριστική διάθεση στην τελευταία σημασία του
λεξικού φιλολογίες ίσον αερολογίες, φλυαρίες, μας επέστησε την προσοχή σ’ αυτή τη ερμηνεία και ο νοών νοείτω.
Γενικότερα η στάση του απέναντι στη Φιλοσοφική Σχολή
ήταν αμφιθυμική. Συμμετείχε σε συνέδρια, σε συνελεύσεις, άλλοτε δυναμικά,
συγκρούονταν, έκανε κριτική κι άλλοτε πάλι έβλεπε όλες αυτές τις δραστηριότητες
με σκεπτικισμό, ενώ κατά τη διάρκειά τους σκάρωνε στιχάκια, κατά προτίμηση
σατιρικά, για να περάσει ή ώρα. «Μαύρη κουλτούρα πλάκωσε, μαύρη σαν καλιακούδα»
ή το περίφημο: «Το ΕΔΙΠΙ κάνει πιπί», τα οποία διάβαζε με πολλή χαρά σε
γνωστούς και φίλους. Απέφευγε τις γραφειοκρατικές ευθύνες και έχω την εντύπωση
ότι δεν ήταν ιδιαίτερα πρόθυμος να εποπτεύει διατριβές και μεταπτυχιακές
εργασίες. Το έκανε με πολλή φειδώ, όταν δεν μπορούσε να το αποφύγει. Η δική μου
αίσθηση ήταν πάντα ότι ανήκε και δεν ανήκε σ’ αυτόν τον χώρο της Φιλοσοφικής.
Ήταν και δεν ήταν.
Είχε, λοιπόν, τις αποδράσεις του από τις ακαδημαϊκές
εργασίες και δραστηριότητες. Μπορεί να μην εκτέθηκε ποιητικά όσο, ενδεχομένως, θα επιθυμούσε, πλησίασε όμως την ποίηση και μέσω
της μετάφρασης. Αξίζει να αναφέρουμε τη μετάφραση του βιβλίου ποιημάτων του Αλμπέρτι
Επί των αγγέλων, που είναι η πιο
ολοκληρωμένη μεταφραστική του δουλειά. Μεγαλύτερο, ίσως, ενδιαφέρον παρουσιάζει
η μεταφραστική του δουλειά στο χώρο του τραγουδιού. Ο Κοκόλης με ιδιαίτερο
μεράκι ασχολήθηκε με το τάγκο, το φλαμένκο, αλλά και με σεφαραδίτικα τραγούδια,
που τα απέδωσε εξαιρετικά στη γλώσσα μας. Αγαπούσε τη μουσική. Άκουγε
καθημερινά, κλασική κυρίως, μουσική, ενώ δούλευε. Δεν περιφρονούσε όμως και το
δικό μας, αρχικά περιθωριακό, όπως και το τάγκο, μουσικό είδος, το ρεμπέτικο.
Επιμελήθηκε τους δύο δίσκους στη «Λύρα» με ρεμπέτικα της Θεσσαλονίκης και οι
στίχοι του ρεμπέτικου τραγουδιού υπήρξαν αντικείμενο διαφόρων εργασιών του.
Μια άλλη προσφιλής του ενασχόληση
ήταν οι δημόσιες αναγνώσεις ποιημάτων. Ο Ξενοφών διάβαζε εξαιρετικά. Άρθρωνε
προσεκτικά το ποίημα, έμπαινε στο ρυθμό του, κρατούσε τις παύσεις, πειθαρχούσε
στο ύφος του. Διάβαζε λιτά με αυστηρά ελεγχόμενη θεατρικότητα, όπου αυτό
απαιτούνταν. Πέρα από τις αναγνώσεις σε μαθήματα ή σε παρουσιάσεις ποιητών σε
πολιτιστικά κέντρα ή σε χώρους τέχνης, ο Ξενοφών είχε την ιδέα να διαβάζονται
ποιήματα στα μπαράκια της πόλης, προτού αυτό γίνει της μόδας. Στη δεκαετία του
90 ούτε οι ίδιοι οι ποιητές δεν τολμούσαν να κάνουν κάτι παρόμοιο. Ο Ξενοφών με
όλες τις δυσκολίες το επιχείρησε αρκετές φορές, ενώ παράλληλα είχε ήδη ανακαλύψει και το ταλέντο
του στο ραδιόφωνο. Εκπομπές λόγου στο “Ράδιο Παρατηρητής” αρχικά, στην Ελληνική
Ραδιοφωνία στη συνέχεια αλλά και πιο πριν στο Τρίτο Πρόγραμμα, προσεκτικά
οργανωμένες, πρωτότυπες κέρδιζαν τον επαρκή ακροατή, αλλά και κέντριζαν το
ενδιαφέρον και νεότερων ανθρώπων για τη λογοτεχνία. Του ταίριαζαν πολύ αυτές οι
δραστηριότητες και το βέβαιο είναι ότι
του έδιναν χαρά.
Ο Ξενοφών ήταν και φωτογράφος. Είχε
αρχίσει να παθιάζεται με τη φωτογραφία. Τον ξεκούραζε, τον χαλάρωνε να φωτογραφίζει
ό,τι προκαλούσε την προσοχή του είτε για την ομορφιά είτε για την ασχήμια του.
Μάλιστα σχεδίαζε και ένα βιβλίο που δε τυπώθηκε ποτέ με τίτλο Πόλεως Τέρατα,
την περίοδο που η Θεσσαλονίκη ετοιμαζόταν να γίνει Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης. Τριγυρνούσε
στους δρόμους της πόλης, φωτογράφιζε τις ταμπέλες των καταστημάτων που είχαν
παράξενα ή κακόγουστα ονόματα, φωτογράφιζε συνθήματα στους τοίχους, αγάλματα,
κάδους απορριμμάτων, διάφορα παράξενα. Σε ένα τέτοιο βιβλίο με φωτογραφίες και
σχόλια θα έβγαζε όλο το θυμό και θα ασκούσε με δριμύτητα την κριτική του
απέναντι στην ασχήμια που μας περιβάλλει, στην ασχήμια που συνηθίσαμε και δεν
τη βλέπουμε πια, όπως έλεγε εκνευρισμένος κάθε φορά που άνοιγε συζήτηση γι’
αυτό το σχέδιο δράσης, που, αν δεν κάνω λάθος ολοκληρώθηκε, αλλά δυστυχώς δεν
εκδόθηκε ποτέ.
Ο Κοκόλης είχε καυστικό λόγο, ήταν ασυμβίβαστο
πνεύμα και δε μασούσε τα λόγια του. Είχε δηκτικό χιούμορ, ευαίσθητα ανακλαστικά
και επομένως βίωνε έντονα την οργή για τα κακώς κείμενα που συμβαίνουν γύρω μας.
Η σάτιρα ήταν ένα είδος λόγου που ταίριαζε στην ιδιοσυγκρασία του, γι’ αυτό και
αβίαστα προέκυπτε στα λεγόμενα και τα γραφόμενά του ο λόγος του σατιρικού συγγραφέα
είτε με προφορικά καθημερινά σχόλια είτε με εύστοχα στιχάκια ή ακόμη με ένα
άρθρο ή με μια φωτογραφία.
Αν μιλήσουμε και για τον άνθρωπο
πίσω απ’ αυτό το έργο, θα έλεγα ότι κι εδώ έχουμε δύο πρόσωπα, ένα φανερό κι
ένα κρυμμένο πρόσωπο. Ο Ξενοφών καταργούσε τον πληθυντικό, σχεδόν αμέσως, από
την πρώτη συνάντηση, αστειευόταν, έκανε τα προσφιλή του λογοπαίγνια, έδινε
αμέσως στο συνομιλητή του το στίγμα της εξυπνάδας, της οξυδέρκειας και της
ευαισθησίας του και κάποιες στιγμές άφηνε να φανεί η τρυφερότητα και η παιδικότητά
του. Για λίγο μόνο. Γιατί αμέσως μετά επέστρεφε στο δικό του εσωτερικό
καταφύγιο, όπου η σύνδεση και η επαφή μέσα από εκεί με τους άλλους ήταν, αν όχι
αδύνατη, πάντως πολύ δύσκολη. Εκεί ασχολιόταν με τα δικά του ερωτήματα, με
τις δικές του ανάγκες, με τα δικά του αισθήματα. Δεν μιλούσε για τον εαυτό του
επί της ουσίας ούτε καν σε εκείνους που αντιλαμβανόταν ότι τον αγαπούν και τον
νοιάζονται. Το απέφευγε επιμελώς. Πέρα από κάποιες πραγματολογικές πληροφορίες,
που αυθόρμητα μπορούσε να αναφέρει σχεδόν στον καθένα, δεν ανοιγόταν σε άλλες
πιο προσωπικές συζητήσεις. Συνήθως έκανε σχόλια και ενίοτε αυτοσχόλια για
διάφορες φιλολογικές και λογοτεχνικές εκδηλώσεις στις οποίες είχε πάρει μέρος.
Μέχρι εκεί οι εξομολογήσεις. Υπήρχε ένα προστατευτικό τείχος που κρατούσε τους
ανθρώπους σε απόσταση ασφαλείας. Απέφευγε να ρωτά και ο ίδιος τους άλλους για
λεπτά ιδιωτικά θέματα και δεν επιδίωκε με κανένα τρόπο να εκμαιεύει πληροφορίες
προσωπικές από τους συνομιλητές του.
Είχε κοινωνικές ευαισθησίες, ενδιαφέρον για ό,τι
συνέβαινε γύρω μας, παρακολουθούσε την πολιτική κατάσταση από τα νεανικά του χρόνια,
χωρίς εμμονές και φανατισμούς, προσανατολισμένος πάντα στο χώρο της ανανεωτικής
αριστεράς. Την περίοδο της δικτατορίας δεν ήταν επιθυμητός στο χώρο του
Πανεπιστημίου και η διατριβή του ολοκληρώθηκε μετ’ εμποδίων μετά την
αποκατάσταση της δημοκρατίας. O Ξενοφών και η σύζυγός του, η εξαιρετική φιλόλογος
Μαρία Βερτσώνη, συμμετείχαν ενεργά σε μια αντιδικτατορική ομάδα, παρακλάδι της
Δημοκρατικής Άμυνας, όπου είχαν αναλάβει το αρχείο της οργάνωσης, τη διακίνηση
εντύπων, τη φροντίδα να διατεθούν χρήματα σε οικογένειες πολιτικών εξόριστων,
καθώς και την κατασκευή και τη λειτουργία πολυγράφου, ενώ έγραφαν οι ίδιοι και
προειδοποιητικές επιστολές σε συνεργάτες της Χούντας, καλώντας τους να
εγκαταλείψουν τη συνεργασία με το αυταρχικό καθεστώς για να αποφύγουν τη μήνι
του λαού, που επρόκειτο να ξεσπάσει εναντίον όλων αυτών που συναίνεσαν στην
κατάργηση της ελευθερίας και της δημοκρατίας.
Ο Κοκόλης διέθετε το θάρρος να αναγνωρίζει και να
ομολογεί τα θετικά στοιχεία ακόμη και ανθρώπων με τους οποίους είχε κατά
καιρούς συγκρουστεί. Δεν έμενε ασυγκίνητος από την ομορφιά και τις απολαύσεις
του επίγειου βίου μας και ήθελε να τις απολαμβάνει, όπως μπορούσε στη ζωή και
στην τέχνη. Με γενναιότητα και μεγάλη προθυμία αποφάσισε να γίνει δωρητής
οργάνων και δωρητής σώματος. Αγαπούσε τη ζωή, χαιρόταν πολύ την παρουσία μικρών
παιδιών, ενδιαφερόταν για την ανθρώπινη περιπέτεια με ιδιαίτερη ευαισθησία,
δυσκολευόταν όμως να συνδεθεί ουσιαστικά με ανθρώπους που τον αγαπούσαν και
διεκδικούσαν την προσοχή και το ενδιαφέρον του. Ο ίδιος μόνο ήξερε με ποιους ένιωθε
συνδεδεμένος, με το δικό του τρόπο και στο βαθμό που αυτό μπορούσε να συμβεί. Τη
βαθιά αλήθεια της ψυχής του τη γνωρίζουν πιθανότατα οι πολύ δικοί του άνθρωποι.
Η δική μου αίσθηση είναι ότι αυτή η αλήθεια είχε ως πολύ σημαντική αξία της,
την ποίηση.
Οι άνθρωποι χάνονται πραγματικά, μόνο όταν τους
λησμονούμε. Εμείς οι φίλοι, οι συνάδελφοι, οι μαθητές του το μόνο που μπορούμε
να κάνουμε, τώρα πια, είναι να τον θυμόμαστε με αγάπη.
Βικτωρία Καπλάνη
Κυριακή, 18-11-2012
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου