Ένας διάλογος με τη Σύλβια Πλαθ
Βιβλιοθήκη Ελευθεροτυπίας 24/2/2006
Μια επώδινη ερωτική ιστορία κι ένας αδιέξοδος γάμος
Το 1998, λίγους μήνες πριν από το θάνατο
του και τριάντα πέντε χρόνια μετά την αυτοκτονία της συζύγου του, ΣύλΒιας Πλαθ,
ο Τεντ Χιουζ εκδίδει την ποιητική συλλογή
Γράμματα Γενεθλίων, που περιλαμβάνει
ογδόντα οχτώ ποιήματα εν είδει ανεπίδοτων επιστολών προς εκείνη. Μέσα από τα
ποιήματα αυτά ο ποιητής ιχνηλατεί το παρελθόν, επαναδημιουργεί και επαναβιώνει
με τη συνδρομή της μνήμης και της φαντασίας όλη την πορεία μιας επώδυνης
ερωτικής ιστορίας και ενός αδιέξοδου γάμου, γυρεύοντας, ενδεχομένως, να τα
κατανοήσει, να λύσει τις δυσαρμονίες τους, να λυτρωθεί από το βάρος τους.
Ξετυλίγει τις σκέψεις του,
εξομολογείται και επιχειρεί να ερμηνεύσει τα συναισθήματά του, απομονώνει φωτογραφικά
στιγμιότυπα, αφηγείται περιστατικά, αναπαριστά σκηνές του καθημερινού βίου δύο
ανθρώπων που οι ζωές τους αλληλοεξαρτήθηκαν με έναν μοιραίο τρόπο, μιας και
τους ένωσαν και τους χώρισαν οι ίδιες δυνάμεις: η ποίηση και το πάθος για
την αλήθεια και την αυθεντικότητα της
ύπαρξης.
Ρεαλιστικό και συμβολικό
Τα ποιήματα της συλλογής λειτουργούν ταυτόχρονα
σε δύο επίπεδα: το ρεαλιστικό και το συμβολικό. Η συμβολική διάσταση των
ποιημάτων της συλλογής υποστηρίζεται από τις γνώσεις του Χιουζ για την
αστρολογία, τα ταρό, τις ατραπούς της Καμπάλα, την αλχημεία και το μυστικισμό.
Εκεί που ο ποιητής περιγράφει φωτογραφικά ένα τοπίο ή αφηγείται λεπτομερώς ένα
επεισόδιο της ζωής των δύο πρωταγωνιστών, εμφανίζεται το απροσδόκητο,
παρεισφρέει στο ποίημα το μυστικιστικό και μεταφυσικό στοιχείο με την
αιφνίδια παρουσία πλασμάτων της φύσης,
προσώπων ή σκιών, με αποτέλεσμα
το ποίημα να μεταβαίνει την ίδια στιγμή
σε μια άλλη διάσταση. Υπενθυμίζεται στους δύο ταξιδιώτες η παρουσία των φυσικών
δυνάμεων στη ζωή μας και η ανάγκη μας να εναρμονιστούμε μ' αυτές, να συντονίσουμε
τις εσωτερικές μας δυνάμεις μαζί τους, κάτι εξαιρετικά σημαντικό αλλά κι
εξαιρετικά επίπονο. Χαρακτηριστική είναι για το σκοπό αυτόν η χρήση εικόνων από
το ζωικό βασίλειο ως συμβόλων της ζωτικής ενέργειας αλλά και των σκοτεινών
δυνάμεων του ενστίκτου. Οι στίχοι φορτίζονται άλλοτε υπαινικτικά, άλλοτε έντονα
και τα ποιήματα απογειώνονται, τις περισσότερες φορές, επιτυχώς.
Το κυρίαρχο πρόσωπο σ' αυτό το βιβλίο
είναι η Σύλβια Πλαθ, η ιδεώδης αποδέκτης των επιστολικών του ποιημάτων. Ο Χιουζ
συνομιλεί μαζί της, διαλέγεται με τα έργα της, σχολιάζει την παρουσία και τις
μεταμορφώσεις περιστατικών της κοινής ζωής τους σ' αυτά, όπως, για παράδειγμα,
στα ποιήματα «Η 59η Αρκούδα», «Τρόπαια», «Τοτέμ», «Πυρετός», και άλ-λα. Από την
αρχή της σχέσης τους ζούνε προσκολημμένοι ο ένας στον άλλον και τώρα, στα
Γράμματα Γενεθλίων, ο ποιη¬τής συνειδητοποιεί πόσο καταστροφικός για την
εξέλιξη του καθενός προσωπικά ήταν αυτός ο τρόπος ζωής. Λέει στο ποίημα «Οδός
Ιτιάς, αριθμός 9», σελ. 98:
Μόνος
ο καθένας από μας, ίσως να είχε βρει
μια ζωή.
Δίδυμοι σιαμαίοι, ο καθένας από μας
πυορροούοε
μια μοναδική σήψη ψυχής για τον άλλο,
ο καθένας μας ήταν ο πάσσαλος
που διατρυπούσε τον άλλο.
Παλέψαμε ήσυχα ανάμεσα στους δρόμους,
επιβεβαιώνοντας ο ένας τον άλλο,
στο όνειρο ακρωτηριασμένοι και στ όνειρο
τυφλωμένοι.
Ο Χιουζ στα ποιήματα αυτά παρατηρεί αναδρομικά
τη συμπεριφορά του και τ στάση του απέναντι της. Παρουσιάζει ως ένας
γοητευμένος παρατηρητής και ακαταπόνητος συμπαραστάτης της Πλαθ που συχνά όμως
τη δαιμονοποιεί, θεωρώντας την ένα πλάσμα εξώκοσμο, με μαγικές δυνάμεις και
ιδιότητες, κάτι που το φοβίζει, αλλά και τον προκαλεί ταυτόχρονα. Ο θάνατος,
αχώριστος σύντροφο της Πλαθ από τα νεανικά της χρόνια, δηλώνει τη διαρκή
παρουσία του στη ζω τους μέσα από διάφορους οιωνούς. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το
ποίημα «Η πήλινη προτομή», όπου με μια τελετουργική πράξη το ζευγάρι
ξεφορτώνεται μιαν ανεπιθύμητη, σχεδόν τρομακτική προτομή της Σύλβιας, δώρο ενός
φίλου, θαρρείς και είναι ένα μαγικό αντικείμενο, ικανό να σημάνει μηνύματα που
εμπνέουν δέος. Το ποίημα επικοινωνεί με το αντίστοιχο της Πλαθ «Η κυρία και η
πήλινη προτομή», στο οποίο η προτομή αντιμετωπίζεται ως ένα ιερό αντικείμενο,
ως ένα τρομερό σύμβολο.
Ενας μεγάλος αντίπαλος:
ο νεκρός πατέρας
Ήδη από τα πρώτα ποιήματα της σειράς εμφανίζεται
ο μεγάλος αντίπαλος και συνοδοιπόρος αυτού του έρωτα: ο Οτο Πλαθ, ο νεκρός
πατέρας της Σύλβιας που εξουσίαζε ολοκληρωτικά τον ψυχικό της κόσμο και με την
απουσία του. Υπήρξε η αρσενική μούσα της, ο θεός-δημιουργός που τον αναζητά σ'
όλη της τη ζωή μέσα από ποικίλα υποκατάστατα, ένα από τα οποία είναι και ο
Χιουζ, ο οποίος αποδέχεται, υπομένει αυτόν τον ρόλο, αλλά στο τέλος συνθλίβεται
και επαναστατεί. Η παρουσία του πατρικού φάσματος στοιχειώνει τη σκέψη του,
γίνεται ο μινώταυρος που χορταίνει με την αιμάσσουσα σχέση τους, γι' αυτό και
με ποικίλες αφορμές διαρκώς επανέρχεται σε διάφορα ποιήματα της συλλογής, όπως,
για παράδειγμα, «Το παλτό», «Ενα όνειρο», «Λαβύρινθος» και άλλα.
Το βιβλίο αφιερώνεται στα δύο παιδιά
τους, στα οποία ο Χιουζ, ενδεχομένως, αισθάνεται ότι οφείλει κάποιες απαντήσεις
για το τέλος αυτού του γάμου, αλλά, κυρίως, για την
αυτοκτονία της μητέρας τους, για την
οποία ο ίδιος κατηγορούνταν για πολλά χρόνια από τους θαυμαστές, ιδίως από τις
φεμινίστριες θαυμάστριες, της Πλαθ ως ο ηθικός αυτουργός. Με τα ποιήματα αυτά νιώθει
ότι οδηγείται σε μια προσωπική κάθαρση, όπως προκύπτει από μιαν επιστολή σε
έναν φίλο του, όπου ομολογεί ότι, μόλις τέλειωσε αυτό το βιβλίο, ένιωσε «την αίσθηση
μιας εσωτερικής απελευθέρωσης, μια τεράστια αιφνίδια δυνατότητα νέας εσωτερικής
εμπειρίας». Αξίζει να επισημάνουμε το προτελευταίο ποίημα της συλλογής με τίτλο
«Τα σκυλιά τρώνε τη μητέρα σου», που απευθύνεται στην κόρη τους και την ενημερώνει
για την παραβίαση που έγινε στο νεκρό σώμα και την ψυχή της Πλαθ όλα αυτά τα
χρόνια από ένα μέρος φανατικών αναγνωστών της, προτείνοντάς της η ίδια ν'
αμυνθεί απέναντι σ' αυτή την αισχρή βία. Άλλωστε, τώρα πια η Σύλβια δεν
κινδυνεύει, μια και η θέση της είναι στο φως, στον ήλιο.
Το βιβλίο γνώρισε μεγάλη εκδοτική
επιτυχία. Μεγάλο μέρος της κριτικής το εγκωμίασε ως το πιο ώριμο έργο του
ποιητή, ενώ για άλλους θεωρείται βιβλίο άνισο, με πολλά πεζολογικά στοιχεία που
αλλοιώνουν το ύφος του Χιουζ, έτσι όπως το γνωρίζουμε από τα προηγούμενα βιβλία
του, εκείνα που τον καθιέρωσαν ως έναν από τους σημαντικότερους ποιητές του
20ού αιώνα. Ίσως, αν διαβάσουμε τα Γράμματα Γενεθλίων χωρίς την περιέργεια ή τη
διάθεση να ανιχνεύσουμε μέσα σ' αυτά τη ζωή των δύο ποιητών, το βιβλίο θα ήταν
αποτελεσματικότερο με λιγότερα ποιήματα, περισσότερη αφαίρεση, αποφυγή
επαναλαμβανομένων θεμάτων και μοτίβων και μεγαλύτερη συμπύκνωση νοημάτων.
Η ελληνική έκδοση των ποιημάτων
συνοδεύεται από τον πρόλογο του επιμελητή Σπύρου Ηλιόπουλου, την εκτενή εισαγωγή του μεταφραστή Γιάννη Αντίοχου και το
επίμετρο της Σώτης Τριανταφύλου, τρία κείμενα που ενημερώνουν επαρκώς τον
αναγνώστη για τον Χιουζ την ποίησή του και του προκαλούν το διαφέρον να
γνωρίσει και τα παλαιότερα έργα του ποιητή. Ακόμη στην έκδοση αυτή υπάρχουν
χρήσιμες σημειώσεις που επεξηγούν τοπωνύμια, ονόματα, διακειμενικές σχέσεις ή
συσχετίζουν τα ποιήματα του βιβλίου με αντίστοιχα κείμενα της Πλαθ. Επειδή,
όμως, η συνομιλία ποιημάτων του τόμου με τα έργα της Πλαθ είναι δομικό και ουσιαστικό
στοιχείο τού του έργου, πιστεύω ότι θα άξιζε κόπο, για την πληρέστερη επικοινωνία
μας με τα ποιήματα της συλλογής αυτής οι σχετικές σημειώσεις να ήταν περισσότερες
και πληρέστερες.
ΒΙΚΤΩΡΙΑ ΚΑΠΛΑΝΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου