ΒΙΚΤΩΡΙΑ ΚΑΠΛΑΝΗ

ΒΙΚΤΩΡΙΑ ΚΑΠΛΑΝΗ

Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου "Δύσκολοι καιροί για πρίγκιπες"




Δύσκολοι καιροί για πρίγκιπες



Οι καιροί επιμένουν  και σήμερα να είναι δύσκολοι για τους πρίγκιπες.  Οι λάτρεις του ωραίου, της άδολης ομορφιάς και της τέχνης, οι λάτρεις της αριστοκρατικής απομόνωσης και των εκλεκτών και εκλεκτικών απολαύσεων δυσκολεύονται όλο και περισσότερο να επιβιώσουν σε ένα κόσμο που ο μοναδικός θεός του είναι το χρήμα, σ’ έναν κόσμο  «που αλλάζει αδίσταχτα»[1] και καθιστά την επιβίωση αγωνιώδες και διαρκώς απειλούμενο πρόταγμα. Ξαναδιαβάζοντας το βιβλίο του Νίκου-Αλέξη  Ασλάνογλου «Ωδές στον Πρίγκιπα», ένα κείμενο ώριμο, γραμμένο στη μέση ηλικία, αναγνωρίζουμε σ’ αυτό ένα νεανικό πείσμα, μια εκλεπτυσμένη και συνάμα αδιαπραγμάτευτη απολυτότητα, που το καθιστούν και σήμερα λειτουργικό και δημοφιλές, όσο και στις αρχές της δεκαετίας του 80, τότε που εκδόθηκε για πρώτη φορά. Το βιβλίο περιλαμβάνει  δεκαέξι ωδές, δεκαέξι  λυρικά ποιήματα που εμπεριέχουν τη μουσικότητα, τον υμνητικό χαρακτήρα του είδους τους και έναν έκδηλο ελεγειακό τόνο. Από την μεγάλη παράδοση του νεοσυμβολισμού και του νεορομαντισμού κατάγονται, εκεί θα αναζητήσουμε τους προγόνους τους. Μας φέρνουν, εμμέσως πλην σαφώς, απόηχους από το λυρικό παρελθόν της εγχώριας αλλά και της γαλλικής ποιητικής παραγωγής.  Οι «Ωδές στον Πρίγκιπα» προϋποθέτουν τον Καρυωτάκη, τον  Νερβάλ, τον Μπωντλέρ, τον Βερλέν και τον Ρεμπώ .       
Ποιήματα μιας ετεροχρονισμένης ενηλικίωσης, εν πολλοίς αυτοβιογραφικά, με κρυπτικό όμως τρόπο, όπως το συνηθίζει ο Ασλάνογλου, ποιήματα για την αποδοχή της απώλειας: είτε αυτή αφορά έναν έρωτα, μια πόλη, ένα παρελθόν, τη νεότητα, ακόμη και την απώλεια του ιδεατού εαυτού, όταν οι συνθήκες της πραγματικότητας είναι τόσο ακυρωτικές, ώστε δεν του επιτρέπουν να αναδυθεί και να υπάρξει.
Ο πρίγκιπας είναι ο καλλιτέχνης που δεν είναι ικανός να περάσει στη δράση, που αδυνατεί να αναλάβει τις πρακτικές ευθύνες διαχείρισης των ζητημάτων του βίου σε ένα κόσμο, όπου η ομορφιά είναι εξόριστη και το νόημα έχει χαθεί. Αυτός ο ανικανοποίητος εστέτ, ο πιστός του έρωτα, που διψά για το άλλο φως μέσα στην έρημο, είναι ένας άδοξος δημιουργός, που νιώθει ασίγαστη την ανάγκη να μεταμορφώσει έναν χερσότοπο σε πανδαιμόνιο μουσικής[2]. Ενώ καλείται, ανέτοιμος ων, να αναλάβει τις ευθύνες της ενηλικίωσης, αδυνατεί να υπηρετήσει ένα αδίσταχτο σύστημα αξιών, αγνοεί τους κώδικες, αρνείται να πειθαρχήσει σ’ αυτούς,  αυτοπαγιδεύεται και χάνει ακόμη και τα ίδια του τα δικαιώματα. Μια ιδιοσυγκρασία δημιουργική, μοναχική, ευάλωτη μπροστά στους αδυσώπητους κοινωνικούς μηχανισμούς, υφίσταται τους περιορισμούς της προσωπικής έκφρασης και εφόσον  αδυνατεί να λειτουργήσει μέσα σε νόρμες, που δεν μπορεί να υποστηρίξει, το βασίλειό του πρίγκιπα χάνεται άδοξα. Δεν υπάρχει παλινόρθωση και καμιά αυταπάτη επιστροφής.  Έτσι καταλήγει να γίνει ο ανέστιος περιπλανητής, που είναι αναγκασμένος  να περιφέρεται σαν φάντασμα, τώρα που ξόφλησε τις αυταπάτες του. Τα τοπία των αναμνήσεων αλλάζουν, μεταλλάσσονται και αυτή η ανατροπή του οικείου κόσμου γεννά τα κρυμμένα δάκρυα, την αμφιθυμική σχέση και τη νοσταλγία της ζωντανής παρουσίας αυτού του άλλου εαυτού, τον οποίο πρέπει να αποχαιρετήσει, γιατί αδυνατεί να τον συντηρήσει. Ο έρωτας γίνεται μνήμη βασανιστική και μέσω αυτής αναδεικνύεται η χαρά όλων των αισθήσεων. Διάχυτος ερωτισμός και  λατρεία της ομορφιάς του σώματος. Ο πρίγκιπας αποτελεί το ακαταμάχητο και έσχατο κίνητρο ζωής για το ποιητικό υποκείμενο «για σένα ζω τη σκοτεινιά μιας άνοιξης που παραπαίει»[3], «Ξεφεύγοντας από τις πλεκτάνες του Θεού να φτιάξω τη μοίρα σου στο φως»[4], η μνήμη επιστρέφει εμμονικά  στην εικόνα του, το παρόν και το παρελθόν συνυφαίνονται,  ενώ η μορφή της πόλης συμπυκνώνεται στο ιδεόγραμμά της και αρχίζει να ξεθωριάζει, μετά το αναπόφευκτο τέλος αυτής της σχέσης. Το πλήγμα  αυτό μετατρέπει την ύπαρξη σε φασματική, γεννά μια εκ προοιμίου παραίτηση από τη συνέχεια και προοιωνίζει ένα δύσκολο θάνατο. Το αδιάθετο πλέον ερωτικό πάθος αυτού του εύθραυστου ψυχικού τοπίου μεταστοιχειώνεται σε πνευματική αγωνία. Μια συνείδηση σε κρίση, που  παγώνει, ακινητοποιείται, ωστόσο δεν αλλοτριώνεται.
Ο Ασλάνογλου, στο μεσοστράτι της ζωής του, εκεί στο ξεκίνημα της δεκαετίας του 70 γράφει αυτά τα λυρικά ποιήματα εν είδει απολογισμού, όταν ένας κύκλος ζωής κλείνει και εκκρεμούν αποφάσεις για τη συνέχεια, αρκετά ανατρεπτικές που σπάνε τη ρουτίνα του καθημερινού χρόνου.  Η γενέθλια πόλη έχει γίνει αβάσταχτη, ο συντηρητισμός της δυσκολεύει αφειδώς τη ζωή του. Η ιδιαιτερότητα της προσωπικότητάς του, της ερωτικής του έκφρασης μέσα στο επαρχιώτικο περιβάλλον, η χρεοκοπία της οικογενειακής επιχείρησης και οι συνέπειές της καθιστούν πολύ τραυματική τη συναναστροφή με το γενέθλιο τόπο. Ο τόπος γεννά αμφιθυμικά συναισθήματα, τον διώχνει αλλά και ταυτόχρονα τον κρατά εσωτερικά δεσμώτη. Η αδικαίωτη αγάπη στοιχειώνει, μετατρέπεται σε αδηφάγο τέρας που εγκαθίσταται στο ασυνείδητο και κατατρώει την ύπαρξη. 
Οι «Ωδές στον Πρίγκιπα» γράφτηκαν, όπως μας έχει πληροφορήσει ο ποιητής, από το 1971-1975 όλες σχεδόν στο Ωραιόκαστρο της Θεσσαλονίκης, που στη δεκαετία του 70  ήταν ακόμη ένα θέρετρο, ένας τόπος παραθερισμού για τους Θεσσαλονικείς. Ο ποιητής είχε την ευκαιρία σ’ αυτή την εκλεπτυσμένη απομόνωση να ξαναδεί τα θέματα που τον απασχολούν από μια απόσταση ασφαλείας, να ζωντανέψει πάλι αλλά στοχαστικά αυτή τη φορά μέσω της μνήμης και του λόγου τη βιωμένη  ερωτική ιστορία, να αναλογιστεί τη ζωή του και τη ζωή του ερωτικού αντικειμένου με ωριμότητα. Βιώνει μέσω της γραφής τη διαδικασία του πένθους για το κλείσιμο του κύκλου και συνειδητοποιεί «ότι η άσκηση της ελευθερίας της βούλησης έχει να κάνει με μια αλυσίδα μικροκαταναγκασμών... Δυστυχώς, η ελευθερία της βούλησης δεν περνάει πάντα μέσα από τις ιδανικότερες συνθήκες...»[5].
Ο Ασλάνογλου δεν επιλέγει τον ευθύ και άμεσο εξομολογητικό λόγο, αλλά αυτοβιογραφείται  με μια γλώσσα πιο υπαινικτική, επιχειρώντας να δώσει στη ρευστότητα της έκφρασης μια εσωτερική οργάνωση. Η διαχείριση του πένθους και η επιλεγμένη και αδιαπραγμάτευτη μοναχικότητα ξεδιπλώνονται με μιαν αξιοπρέπεια που δεν επιτρέπει την εκτροπή στο συναισθηματισμό. Το δεύτερο πρόσωπο στο οποίο απευθύνει το λόγο το ποιητικό υποκείμενο μπορεί να είναι ο αγαπημένος, το ερωτικό αντικείμενο  ή ένας εν δυνάμει εαυτός, κρυμμένος στα βάθη της συνείδησης. Αυτά τα δύο πρόσωπα συχνά συμπλέκονται αξεδιάλυτα σε όλη την ποίηση του Ασλάνογλου, χαρίζοντας στο λόγο του μια ενδιαφέρουσα αμφισημία, καθιστώντας πιο ενδιαφέρουσα την προσωπική εξομολόγηση. Αυτή η στάση και η τεχνική είναι έκδηλη και στις «Ωδές στον Πρίγκιπα», με αποτέλεσμα η πρωταγωνιστική μορφή του βιβλίου να μεταβάλλεται σε συμβολικό αντικείμενο το οποίο εμπεριέχει και τον αναγνώστη.  Όλοι μας έχουμε μέσα μας έναν εξόριστο πρίγκιπα είτε με τη μορφή του ερωτικού αντικειμένου στο οποίο καθρεφτιζόμαστε είτε ένα δημιουργικό εαυτό συνήθως λησμονημένο, που έχει στοιχειώσει στο σώμα μας και απροειδοποίητα κάποιες στιγμές δίνει το δικό του παρών, στο αναίτιο δάκρυ και στον ανεξήγητο σωματικό πόνο.  Έτσι ο Πρίγκιπας των Ωδών μπορεί να διαβαστεί και ως ένα προσωπείο του Μύρωνα, του κυρίαρχου συμβόλου στην ποίηση του Ασλάνογλου.
Διαβάζοντας πάλι τις «Ωδές στον Πρίγκιπα», έχω την εντύπωση ότι στη σημερινή συγκυρία ηχούν σαν ένας  λυρικός αποχαιρετισμός σε έναν κόσμο που αλλάζει, σαν μια μελαγχολική κραυγή  μιας νεότητας ακυρωμένης και αδικαίωτης. Τα ποιήματα της αποδοχής ότι ένας τρόπος ζωής βίαια τελειώνει, το χωρικό πλαίσιο μετασχηματίζεται, αυτό που υπήρχε έχει χαθεί ανεπιστρεπτί, οι ανθρώπινες σχέσεις δοκιμάζονται από τις μεταβολές της τύχης, γεγονός που καθιστά δραματικότερη την απώλεια αλλά και το ανέφικτο του έρωτα, όλα αυτά ηχούν οικεία και σημερινά, ξεφεύγουν από τα όρια του ιδιωτικού βίου ενός ανθρώπου και αγγίζουν ευρύτερα σύνολα. Η αιφνίδια ανατροπή της ζωής, οι τρικλοποδιές των ονείρων, η αναπόδραστη έγνοια της επιβίωσης αφενός δυσχεραίνει την ενασχόληση με το ωραίο και την τέχνη και βιάζει τη ελευθερία της βούλησης, αλλά και καταδεικνύει με τον πιο σκληρό τρόπο πόσο η λογική του χρήματος και του συμφέροντος έχουν επιφέρει ανήκεστον βλάβη σε πολλές συνειδήσεις, είτε διαφθείροντας είτε ακυρώνοντας τις. Αυτό το κλίμα και αυτή η περιρρέουσα ατμόσφαιρα υποβάλλονται στις Ωδές, με αποτέλεσμα το βιβλίο τριάντα τέσσερα χρόνια μετά την πρώτη του έκδοση να επανέρχεται  και να συναντά παλαιούς και νέους αναγνώστες, που το προσεγγίζουν ο καθένας όπως μπορεί, άλλοτε προσεκτικά με καιρό και με κόπο και άλλοτε περισσότερο αποσπασματικά και επιφανειακά. Αξίζει να επισημάνουμε ότι το ποίημα Προσευχή των Ωδών έχει γίνει το αντιπροσωπευτικότερο όλης της συλλογής, ανθολογείται τα τελευταία χρόνια στο διαδίκτυο και αναρτάται σε διάφορα και πολύ διαφορετικά μεταξύ τους blogs.
Προσευχή
Πρίγκιπα, χρειάζομαι χρήματα, κι άλλα χρήματα
σ’ έναν κόσμο που αλλάζει αδίσταχτα χρειάζομαι χρήματα
για να σε κερδίσω δε θα ’φταναν όλα τα τραγούδια της γης
χρειάζομαι πολλά, πάρα πολλά μπορώ να σου πω

Αυτά τ’ ανθοκήπια, κι αυτές οι πισίνες, κι αυτά τα υδρόβια
μες στα δωμάτια που μας προσμένουν χρειάζονται χρήματα
χρειάζομαι τόσα λεφτά για τσιμέντο και χάλυβα κι όλη τη
    θάλασσα
χρειάζομαι φως από πικρά αμμοχάλικα, α Πρίγκιπα
κι είμαστε τόσο, μα τόσο φτωχοί

Χρειάζομαι χρήματα, για να γεννηθώ σαν και εσένα απαράλλαχτος
το ήρεμο γαλάζιο τοπίο στα μάτια σου χρειάζεται χρήματα
τα μισάνοιχτα χείλη σου και το άσκεφτο ανάβλυσμα
η ανώφελη άγνοια χρειάζεται χρήματα
να παγιωθεί

Άρχοντα, δε νιώθω πια τίποτα ούτε για σένα
το παιχνίδι μας δεν αλλάζει τα καθορισμένα βήματα
χρειάζομαι χρήματα για να μεταμορφώσω ένα χερσότοπο
σε πανδαιμόνιο μουσικής
Το ποίημα αυτό έχει μελοποιηθεί από τον Χρήστο Οικονομίδη και υπάρχει στο CD, «Έρως, Ζώο Αγέρωχο και Ηχηρό», 2011, Orion Music. Με ηλεκτρονική μουσική ο συνθέτης προβάλλει την πικρία του ποιήματος περισσότερο ως ειρωνεία, δίνοντας τη δική του ερμηνευτική πρόταση. Ακόμη οι «Ωδές στον Πρίγκιπα» παρουσιάστηκαν το 2014 από το θεατρικό σχήμα  Νovamelancholia με τη μορφή περφόρμανς, σε σκηνοθεσία του Βασίλη Νούλα. Αυτό το αναζωογονημένο ενδιαφέρον προφανώς προκύπτει πρωτίστως, αλλά σε καμιά περίπτωση αποκλειστικά, από την έμμεσα διατυπωμένη κοινωνική κριτική που διαλανθάνει στις Ωδές και μπορεί να ανιχνευτεί από τον σημερινό αναγνώστη. Ο Ασλάνογλου δεν επέλεξε να είναι ο κοινωνικός ποιητής με τον αιχμηρό άμεσο λόγο. Τέτοιου είδους ποιήματα, μολονότι αποπειράθηκε να γράψει, δεν τα περιέλαβε στο corpus των συλλογών του που ο ίδιος εξέδωσε[6]. Όποιο κοινωνικό σχόλιο υποκρύπτεται στην ποίησή του, το βέβαιον είναι ότι «φιλτράρεται μέσα από τον κόσμο του ποιητή που την ασκεί»[7].




Δημοσίευση στο περιοδικό Εμβόλιμον τευχ. 77-78  2016














[1] Ασλάνογλου, Νίκος- Αλέξης (1981): Προσευχή από τις  Ωδές στον πρίγκιπα, Αθήνα: Ύψιλον, σελ.23
[2] Ό.π, σελ.24
[3] Ό.π, Ο χωρισμός, σελ.21
[4] Ό.π., Πένθιμο τραγούδι, σελ.23
[5] Από την τελευταία συνέντευξη του Νίκου - Αλέξη Ασλάνογλου » που δημοσιεύτηκε στις 13/10/1996 στην εφημερίδα «Το Βήμα» με τον τίτλο «Οι ποιητές είναι πουλιά που πετούν».


[6] Μαρκόπουλος, Θανάσης (2013). Η περιπέτεια της γραφής, Ένα πουλί στην άσφαλτο. Ποίηση και ποιητική του Νίκου Αλέξη Ασλάνογλου. Αθήνα: Μελάνι.
[7] Από συνέντευξη του Ασλάνογλου στο περιοδικό Ausblicke, Οκτώβρης 1970. Η πληροφορία αυτή προέρχεται από το βιβλίο: Μαρκόπουλος, Θανάσης (2013). Ένα πουλί στην άσφαλτο. Ποίηση και ποιητική του Νίκου Αλέξη Ασλάνογλου. Αθήνα: Μελάνι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου