Η μαγεία του αταξινόμητου υλικού
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ 13/06/2008
Για το Βιβλίο της Ανησυχίας Του Φερνάντο Πεσόα
Από το 1913,
που ο Πεσόα δημοσίευσε σ' ένα λογοτεχνικό περιοδικό ένα απόσπασμα με την
υπογραφή του, έως το 1935, τη χρονιά του θανάτου του, γράφει με κάποια
διαλείμματα «Το βιβλίο της ανησυχίας». Στα τέλη της δεκαετίας του 1920 δίνει
νέα ζωή στο έργο με το όνομα του ημιετερώνυμου του Μπερνάρντο Σοάρες, ενός
βοηθού λογιστή, που υποτίθεται ότι συνάντησε ο Πεσόα σε μια ταβέρνα της
Λισαβόνας κι εκείνος του εμπιστεύτηκε την έκδοση του βιβλίου του. Αυτό είναι
«Το βιβλίο της ανησυχίας» και ο συγγραφέας του, ο Μπερνάρντο Σοάρες, ένα ακόμη
προσωπείο του Πεσόα, παίρνει την υπόσταση μυθιστορηματικού ήρωα, ενώ ταυτόχρονα
εκφράζει τον σύνθετο κόσμο του ίδιου του δημιουργού του. Η προσωπικότητα του
Σοάρες, όπως εξομολογείται ο Πεσόα, μοιάζει πολύ με τη δική του, «αν
αφαιρέσουμε τη σκέψη και το συναίσθημα».
Το βιβλίο
αποτελείται από 520 αποσπάσματα, ένα συνονθύλευμα σκέψεων, εντυπώσεων,
περιγραφών και αφηγήσεων που μοιάζουν με ημερολογιακές καταγραφές, ενώ στην
πραγματικότητα συνθέτουν ένα σύγχρονο αντι-μυθιστόρημα, που αντικατοπτρίζει την
καθημερινότητα μιας ζωής χωρίς εξωτερικά γεγονότα, άξια καταγραφής, και
περιέχει τη βαθύτατη ενδοσκόπηση μιας μοναχικής συνείδησης, περιπλανώμενης στα
βάθη της σκέψης και του ονείρου, σε μια ατέρμονη σισύφεια προσπάθεια να
ανακαλύψει τους μηχανισμούς τους. Ο αφηγητής είναι ένας άνθρωπος που επιλέγει
συνειδητά τη μοναξιά και αδυνατεί να επικοινωνήσει και να συγχρωτιστεί με τους
άλλους. Παρατηρητής του εσωτερικού κόσμου, συμφιλιωμένος με το αδύνατον της
ευτυχίας, έχει ως μοναδικό καταφύγιο τη γραφή.
Το έργο αυτό
είναι το μυθιστόρημα του Πεσόα, καμωμένο από αταξινόμητο υλικό, χωρίς αρχή μέση
και τέλος, ένα βιβλίο που ο δημιουργός του το σχεδιάζει πάνω από 20 χρόνια,
χωρίς να το ολοκληρώσει ποτέ. Πέρα από κάποια αποσπάσματα που δημοσίευσε σε
περιοδικά, το βιβλίο αυτό δεν εκδόθηκε ποτέ από τον ίδιο. Το περιεχόμενο του
παρέμεινε σκόρπιο στο περίφημο μπαούλο του Πεσόα, μέχρι το 1982, περιμένοντας
σχεδόν μισό αιώνα μετά τον θάνατο του για να πάρει μια πρώτη δημοσιεύσιμη
μορφή. Έκτοτε το βιβλίο αυτό γράφεται και ξαναγράφεται από τους μελετητές, τους
εκδότες και τους μεταφραστές του, παραμένοντας για πάντα ένα έργο εν προόδω,
ένα ανοιχτό έργο και για τον ίδιο τον αναγνώστη, ο οποίος μπορεί να το
επαναδημιουργήσει, ανασυνθέτοντάς το, με τον τρόπο που θα διαβάσει τα διάχυτα
αποσπάσματα, αυτή τη ρευστή μυθιστορηματική ύλη, την κινούμενη και άπιαστη
πολλών εν δυνάμει βιβλίων που κυοφορούνται σε μιαν ανήσυχη συνείδηση, με πλήρη
επίγνωση της πολλαπλότητας και της αντιφατικότητας των εαυτών που εκπροσωπεί.
Αυτοί οι εν δυνάμει εαυτοί δημιουργούν το ενοποιημένο εγώ, το ευρισκόμενο σε
διαρκή αμφιβολία, αυτό που θέτει το ερώτημα για την ίδια του τη σκέψη και την
ύπαρξη.
Σε όλο το
κείμενο ο αφηγητής θέτει συχνά το ζήτημα της ταυτότητάς του ως υπαρξιακό
ερώτημα που αδυνατεί να το απαντήσει, θαρρείς μιλά μια ανύπαρκτη συνείδηση που
παλεύει να υπάρξει και διαρκώς ακροβατεί ανάμεσα στην ανυπαρξία και σε μια
ύπαρξη που ενίοτε μοιάζει, παρά τη θέλησή της, πραγματική. «Δεν ξέρω να
αισθάνομαι, δεν ξέρω να σκέφτομαι, δεν ξέρω να θέλω. Είμαι το πρόσωπο ενός
μυθιστορήματος που απομένει να γραφτεί, το οποίο αιωρείται στην ατμόσφαιρα και
σκόρπισε δίχως να έχει ποτέ υπάρξει ανάμεσα στα όνειρα εκείνου που δεν ήξερε να
με ολοκληρώσει».
Ο Μπερνάρντο
Σοάρες, δημιούργημα της φαντασίας του Πεσόα, έζησε όλη του τη ζωή στη Λισαβόνα,
μόνος του, χωρίς φίλους, χωρίς έρωτες, με μόνα σταθερά σημεία αναφοράς το
αφεντικό του, τους υπαλλήλους του λογιστικού γραφείου, τους δρόμους της πόλης
και τους κατοίκους της που συνήθιζε να παρατηρεί. Η ζωή του ορίζεται από τον
χώρο της πόλης και από τα γνωστά και άγνωστα πρόσωπα που ανταμώνει στις
καθημερινές του διαδρομές. Η παραμικρή αλλαγή αυτού του ασφαλούς τοπίου
πυροδοτεί την αγωνία για τη φυγή του χρόνου και την εγγύτητα του θανάτου. Ο
Σοάρες είναι ένας άνθρωπος που αδυνατεί να ζήσει στην πραγματική ζωή.
Κλεισμένος στον εαυτό του, βυθίζεται στα όνειρα και τις σκέψεις του,
συνειδητοποιώντας διαρκώς τη ρευστότητα, την πολλαπλότητα και την πολυπλοκότητα
της ύπαρξης του. Αρχή του η αποχή από την πράξη. Είναι ένα βλέμμα που από το
παράθυρο του παρατηρεί τον εξωτερικό και τον εσωτερικό του κόσμο να
συμπλέκονται και ν' αλληλεπιδρούν, καθώς αυτός με μανιώδη σχολαστικότητα
καταγράφει σαν σε ημερολόγιο σκέψεις, συναισθήματα, εντυπώσεις, αποφθέγματα,
ψίθυρους λυρικούς μιας άγρυπνης, ανήσυχης συνείδησης. Δηλώνει ότι ο μόνος
τρόπος να επιβιώσει ένας άνθρωπος που δυσκολεύεται να προσαρμοστεί στην
πραγματική, φυσιολογική ζωή είναι να κρατά ζωντανή τη δυνατότητά του να
ονειρεύεται, δίχως ποτέ να πραγματώνει τα όνειρά του, γιατί η όποια
πραγματοποίηση είναι καταστροφική. Η μόνη διέξοδος, το εσωτερικό ταξίδι στη
γεωγραφία του νου και του ονείρου, η γεύση όλων των εμπειριών στη φαντασία.
Στο «Βιβλίο της
ανησυχίας» διαβάζουμε τους στοχασμούς ενός ανθρώπου που ζει στις παρυφές του
ανθρώπινου πλήθους και αντιλαμβάνεται τον στοχασμό ως πεπρωμένο. Σκέφτεται με
την ευαισθησία και αισθάνεται με τη σκέψη, υιοθετώντας παράλληλα την απόγνωση
και την παραίτηση ως φιλοσοφική στάση και ως τρόπο ζωής. Αγωνία υπαρξιακή,
κόπωση από τον ίδιο μας τον εαυτό στην πολλαπλότητά του, το ανικανοποίητο
αίσθημα μιας ψυχής δίχως σταθερό πιστεύω, η ανασφάλεια, η απουσία της αγάπης, η
εγκατάλειψη του Θεού, η αίσθηση πως τίποτα δεν διαρκεί και η νοσταλγία
συνοδεύουν πάντα τον μοναχικό ονειροπόλο του χρόνου. Η γραφή, η μόνη δυνατότητα
να υπάρχει. Γράφει για να μειώνει τον πόνο του να αισθάνεται. Αποδέχεται την
καθημερινή ρουτίνα, αγαπά αυτό το οχυρό του ενάντια στη ζωή. Ο Σοάρες
ιδεολογικοποιεί τη στάση ζωής του, ενώ ταυτόχρονα αναγνωρίζει τους αμυντικούς
μηχανισμούς που την υπαγορεύουν και τους αποκαλύπτει, γκρεμίζοντας με θάρρος
τις ασφαλιστικές δικλίδες αυτοπροστασίας, τα προστατευτικά κιγκλιδώματα, όσα
μπορεί η ευφυΐα του να του εξασφαλίζει. Τολμά να αντικρίζει και να απογυμνώνει
με τη γραφή την αδυναμία του να ζήσει.
Ενα απόλυτο εγώ
που όλος ο κόσμος υπάρχει μόνο μέσω αυτού και για όσο χρόνο αντανακλά και
καθρεφτίζεται πάνω του. Ένα εγώ που αισθάνεται οικειότητα με τους απλούς
ανθρώπους και την ίδια στιγμή ανυψώνεται και διαχωρίζει τον εαυτό του από το
ανώνυμο πλήθος, συνειδητοποιώντας ή φαντασιώνοντας το προσωπικό του μεγαλείο.
Είναι ο πνευματικός άνθρωπος που τον απελπίζει η μοναξιά, αλλά και που η
παραμικρή επαφή με τους ανθρώπους τον καταπονεί και τον αποπροσανατολίζει,
αυτός που λαχταρά την αναγνώριση, γνωρίζοντας την ίδια στιγμή τη ματαιότητα
μιας τέτοιας επιθυμίας.
Τα γραπτά του
μπαίνουν στο στόχαστρο του προβληματισμού του. Αναρωτιέται πώς γράφει. Οι αρχές
του υφολογικού του συστήματος είναι να λέμε ό,τι αισθανόμαστε ακριβώς όπως το
αισθανόμαστε και να κατανοούμε ότι η γραμματική είναι εργαλείο και όχι κανόνας.
«Ας υπακούουν στη γραμματική όσοι δεν ξέρουν να σκεφτούν αυτό που αισθάνονται».
Διακηρύσσει την ελευθερία του δημιουργού να παραβιάσει τους κανόνες,
προκειμένου να υπηρετήσει την ακρίβεια του αισθήματος.
Η λέξη-κλειδί
του τίτλου είναι η λέξη desassosego. Στα πορτογαλικά σημαίνει την απώλεια
ησυχίας και ηρεμίας. Στο κείμενο παίρνει διάφορες αποχρώσεις: γίνεται δυσφορία,
δυσθυμία, μελαγχολία, πλήξη, αγωνία, αναστάτωση, ανικανότητα προσαρμογής στη
ζωή, αγωνία για το ίδιο το γεγονός της ύπαρξης, έντονη μεταφυσική αγωνία σε μια
εποχή που χαρακτηρίζεται από την απουσία του Θεού και από τον αγώνα του ατόμου
να αναζητήσει ταυτότητα και νόημα.
Στα ελληνικά
«Το βιβλίο της ανησυχίας» εκδόθηκε σε μια λιτή έκδοση από τις εκδόσεις
«Εξάντας», στην ιδιαίτερα προσεγμένη μετάφραση της Μαρίας Παπαδήμα, η οποία
υπογράφει και μια εξαιρετικά κατατοπιστική εισαγωγή στο έργο αυτό. Η ελληνική
μετάφραση βασίστηκε στην πορτογαλική έκδοση του 1998, που περιλαμβάνει την πιο
πρόσφατη και ολοκληρωμένη καταγραφή των αποσπασμάτων του έργου, βασισμένη
κυρίως στη θεματική ταξινόμηση και όχι στη χρονολογική σειρά καταγραφής τους. Η
γραφή του Πεσόα είναι ποιητική, πολύπλοκη, παραβιάζει όσο μπορεί τους
συντακτικούς κανόνες, χρησιμοποιεί νεολογισμούς, αποφεύγει τους αναμενόμενους
συνδυασμούς λέξεων και είναι μεγάλη πρόκληση για τον μεταφραστή η απόδοσή της
σε μια άλλη γλώσσα.
Διαβάζοντας «Το
βιβλίο της ανησυχίας» αντιλαμβανόμαστε το υλικό, την ουσία από την οποία είναι
φτιαγμένη η ποίηση του Πεσόα και πολλών ετερωνύμων του. Ο ήρωας του, αυτός ο
καθημερινός ασήμαντος άνθρωπος, αντιλαμβάνεται ότι η φωνή του αρθρώνει τα λόγια
αμέτρητων φωνών συμβιβασμένων και υποταγμένων ανθρώπων, φωνών που πνίγηκαν στον
θόρυβο μιας αδυσώπητης καθημερινότητας. Το βιβλίο αυτό μιλά με αφοπλιστική
ειλικρίνεια, χωρίς καμία διάθεση ωραιοποίησης, για την τρικυμισμένη και
κατακερματισμένη συνείδηση του σύγχρονου ανθρώπου.
ΒΙΚΤΩΡΙΑ
ΚΑΠΛΑΝΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου