ΒΙΚΤΩΡΙΑ ΚΑΠΛΑΝΗ

ΒΙΚΤΩΡΙΑ ΚΑΠΛΑΝΗ

Κριτικές για "Σημείο φυγής"

Λίζυ Τσιριμώκου.


Παρουσίαση στη Κεντρική Βιβλιοθήκη στις 27 Νοεμβρίου 2013

Δημοσίευση στον Αναγνώστη  6 Ιουλίου 2014

«Η ποίηση κεντά σιωπηλά ερωτήματα»



H τρίτη ποιητική συγκομιδή της Βικτωρίας Καπλάνη είναι ένα «διπλό βιβλίο», συνδυάζει δύο χειρονομίες σε μια κίνηση: τη φιλική υποστήριξη και τη θυγατρική οφειλή που συστεγάζονται στον ίδιο χώρο, ενοποιώντας τη συγκίνηση, φέρνοντας κοντά τους ακριβούς νεκρούς με τους ζωντανούς σε κοινό σύμπαν. Στίχοι έμφορτοι από μνήμες και αισθήματα, πρόσωπα, εικόνες και όνειρα που κρατούν την υγρασία της πρωτοβάθμιας, βιωματικής αίσθησης αλλά και συνάμα τη μετασχηματίζουν έντεχνα σε ποιητικά κρυσταλλώματα, λεπτοδουλεμένα κοσμήματα λόγου.

Η πρώτη ενότητα, λοιπόν, του παρόντος διπτύχου περιλαμβάνει τα «Φωτο-παίγνια», ποιήματα καμωμένα ως αναγνωστικά σχόλια σε μια σειρά φωτογραφιών του Λάζαρου Ιωαννίδη με αυτόν τον τίτλο. Φιλικός υποστηρικτικός λόγος, όπως προανέφερα: συναδελφικός ή συντροφικός, θα διευκρίνιζα περαιτέρω, συνομιλία ομοτέχνων, μια και η ποιητική αύρα είναι ήδη δεδομένη, έκδηλη στις συγκεκριμένες φωτογραφίες. Πρόκειται για φωτο-ποιήματα που καδράρουν μια παλλόμενη ευαισθησία, καταγράφουν το φως, τις σκιές, τα χρώματα, τις καλειδοσκοπικές συνενώσεις και διαθλάσεις τους, διαμορφώνοντας συνεχείς εκπλήξεις εικόνων και σχημάτων. Τα παιχνίδια του φωτός και οι ιριδισμοί του νερού μέσα σε ένα παλιό γυάλινο μπουκάλι μεταδίδουν με μέσα απλά τα «κινήματα της ψυχής» και λειτουργούν σαν εικονικό αυτοβιογράφημα, σαν προσωπικό ημερολόγιο με διαυγείς εγγραφές.

Σε αυτή τη ροή των εικόνων έρχεται να παρεμβληθεί το αναγνωστικό φίλτρο της Βικτωρίας Καπλάνη. Επανεστιάζει σε λεπτομέρειες, μεταφράζει τη μουσική των χρωμάτων και ενωτίζεται τη σιωπή των πραγμάτων, επιστρέφει, πολιορκεί, αναδιατάσσει τον εικονικό αυτό κόσμο και διαμορφώνει μια νέα επικράτεια. Η ποιητική αρχιτεκτονική της μετρά με δικούς της κώδικες τις ακολουθίες και τις παύσεις, τις συμμετρίες και τη διάχυση, τους στροβιλισμούς και την καθήλωση. Ο εσωτερικός ρυθμός της χωρίζει σε δεκατρία τρίφωνα ποιήματα, γεωμετρημένα και πολλαπλώς επεξεργασμένα, τον λόγο της. Έκαστο μέρος του τρίπτυχου ακολουθεί μια ενδότερη λογική: το μεσαίο (β) ποίημα, πυρηνικό, πάντα πλαγιογράμματο, προβάλλει την ισχυρή φωνή, σε πρώτο πρόσωπο, εσωκλείει τη βούληση, την επιθυμία, την ενδοσκόπηση, το αυτοσχόλιο, την έκκεντρη κίνηση και την επαναφορά στο πλαίσιο – ένας κυματισμός του εγώ. Τα δύο ακριανά ποιήματα (α και γ) κρατούν κάπως ασύμμετρες αποστάσεις. Το μεν ένα (α) είναι κατά κανόνα ευθεία αποστροφή σε ένα εσύ, στον ποιητή-τεχνίτη ενός κόσμου που αιχμαλωτίζει το βλέμμα, στον δημιουργό που έχει χαράξει τις διαδρομές του, τους περίκλειστους τόπους του, αλλά μένει ευάλωτος και εκτεθειμένος· το δε έτερο (γ) σε τριτοπρόσωπο λόγο, ουδέτερο, σχεδόν αποδραματοποιημένο και διαπιστωτικό, ισοκρατεί πάγκοινες και ζωτικές αλήθειες· είναι, κατά κάποιον τρόπο, η ήρεμη δύναμη του αποφθεγματικού λόγου έναντι των δύο άλλων εντονότερων εκφορών.

Με αυτή την ευρηματική τρίφωνη σχεδία η ποιήτρια αναπλέει τον ποταμό των συν-εικόνων και εκθέτει την περιπέτεια του εσωτερικού της ταξιδιού, κρατώντας το δικό της «ημερολόγιο καταστρώματος». Καταγράφω τους τίτλους-σταθμούς αυτών των δεκατριών τριμερών συνθεμάτων: Εν αρχή / Εναντιοδρομίες / Συν-εικόνες / Κατάδυση / Σιωπή / Blow up / Ταξίδι / Ανθοφορία / Αντικατοπτρισμοί / Επίκληση / Δίνη / Σκιές / Adieu.

Yπογραμμίζω το γεγονός ότι με αυτή την ποιητική επίνοια διευρύνει την αναγνωστική δυνατότητα της κατασκευής της, εφόσον μπορεί κανείς να ξεκλειδώσει αυτό το υπαινικτικό σταυρόλεξο … οριζοντίως και καθέτως: μπορεί δηλαδή ο αναγνώστης να στοιχίσει σε κάθετη ανάγνωση, σαν ένα ενιαίο ποίημα, τα μεσαία πλαγιογράμματα ποιήματα (τα β΄) ή, χωριστά πάλι, όλα τα εναρκτήρια ή τα καταληκτικά ποιήματα του τριπτύχου (τα α΄ είτε τα γ΄) – θα ακολουθήσει έτσι την κλιμάκωση μιας φωνής, με τις κορυφώσεις, τις υφέσεις, τις επιταχύνσεις, τις ανισοδιάρκειές της. Από την άλλη, μπορεί να κρατήσει, σε οριζόντια, σελιδαριθμική διάταξη, την τρίφωνη συμπλοκή, διατηρώντας την έκπληξη της αλλαγής του τόνου από το α΄ στο β΄ κι έπειτα στο γ΄ ποίημα και επανευρίσκοντας μέσα από την τρίτονη ασυνέχεια την ακολουθία των επόμενων τριαδικών συμπλεγμάτων. Δείγματος χάριν θα ακολουθήσω τη μία ή την άλλη λογική, διαβάζοντας πρώτα κάποιες από τις μεσαίες μονωδίες :

β΄



Από τα χλωμά νερά της λήθης 
μια στιγμή αέρινη 
έτοιμη να διαλυθεί στο φως 
δάκρυ εγώ φωνήεν 
στις χορδές της άρπας συλλαβή της αγωνίας 
άθυρμα στη δοκιμασία των χρωμάτων 


μεταμορφώνομαι 
κόσμημα και νιο φεγγάρι 
πίσω από τα σύννεφα της σκέψης σου 
ανατέλλω και ο ουρανός σου πλημμυρίζει 
αντιφεγγίσματα 
αδικαίωτων στιγμών 

                        *

Ανατέλλω 
πνοές του αόρατου 
ακατανόητα μηνύματα 
ορίζουν την τροχιά μου 


αποκρίνομαι 
η σκιά μου βαθαίνει 
χρυσαφένιο σύννεφο ελιγμός στον ορίζοντα 


παλινδρομώ 
η τροχιά μου κεντά 
μελωδίες της αγρύπνιας 


βυθίζομαι στα σκοτεινά ουράνια ύδατα 
αμοιβάδες φωτός χάνουν το χρώμα τους 
μέσα μου γαλάζιο ποτάμι 
επικράνθη 
ουρανοδρομώ και αναπαύομαι 
όνειρο αθανασίας 


                        *

Κινούμαι αργά 
σε σπειροειδή τροχιά 
εγώ ο διπλός καθρέφτης
 η μία διπλή είσοδος 


ψίθυροι του αιθέρα 
μεταγράφονται στο σώμα μου 
ο χώρος διάστικτος 
απλές αρμονίες και καθαρούς χρωματισμούς 
κατέρχομαι στο φαινομενικά αδρανές τοπίο
  

σκοτεινά ηχοχρώματα 
επιστρέφουν πάνω μου 
χρησμοδοτώ τη νοσταλγία 
αντιστρέφω τα φαρμακερά βέλη 
το εσωτερικό φως να ξημερώσει 

                        […] 


Παράθυρο βυθισμένο στα νερά 
φυτά ονείρων μεγεθύνονται στο σκοτάδι 
ναυάγιο φωτός η παρουσία μου 
στον καθρέφτη του ουρανού 
ζωγράφισε το εσωτερικό σου φεγγάρι 


όλα ακίνητα εδώ 
μόνο φευγαλέοι ήχοι άρπας 
ντο έλασσον 
μετέωρο μήνυμα διάλυσης 
εστιάζεις αδέξια το φακό 
να επιβεβαιώσεις την κίνηση 


αποσύρομαι μην αναλωθώ 
και καταργήσω την ύπαρξη 
ως μνήμη και ως δυνατότητα 


φευγαλέα γραφή 
«υπάρχω» 
μια συμβολική μορφή ύπαρξης 
στο χρυσαφί των αθώων ονείρων σου 


να με θυμάσαι 



Και, σε οριζόντια ανάγνωση, ένα ατόφιο τρίφωνο, το όγδοο, που τιτλοφορείται «Ανθοφορία»:

α

  
Κι όμως στο χέρι σου 
εικονίζεται εν μικρώ η αρμονία 
ακολούθησε τις γραμμές τα όρη τα σύμβολα 
τις αναλογίες με τα μουσικά διαστήματα 
  
ακινησία 
τα δάχτυλα αιμορραγούν 
παραμορφώνονται 

λευκό της μνήμης χρώμα 
ανακαλεί σχήματα μελωδικά 
αντάντε αμορόζο
  
όνειρο 
η ανθοφορία 


β 


Αλλεπάλληλοι τραυματισμοί 
σημαδεύουν κάθε έξοδο 
από το γυάλινο κέλυφος 

επιστρέφω 
σ’ ένα φίλανθο κέντρο 
απομονωμένο και αδιάφορο στην επαφή 

οι αιχμηρές νότες 
βουβές χωρίς ήχο 
αδιάψευστο σημάδι στα δάκτυλα 

η έκρηξη πάντα την τελευταία στιγμή 
αναβάλλεται
  
γ 

Η έκθεση στο πραγματικό ανάδυση του εσωτερικού τοπίου με έναν ιδιαίτερο κάθε φορά φωτισμό η γνώμη των άλλων συσκοτίζει την εικόνα το κέντρο ανθεκτικό παρά τους κλυδωνισμούς δεν συντρίβεται ο εαυτός και ο κόσμος συνέχονται η έκφραση αβίαστα ωριμάζει φως εν τη σκοτία ανθίζει



Πιστεύω πως τα διάπλοκα τούτα ποιήματα διεμβολίζουν τις εικόνες και ξεκλειδώνουν έναν κόσμο πολύχρωμο, ψηφιδωτό, καλοχτισμένο, με τις κρυφές στοές και τις καταπακτές του, καταχωνιασμένα μυστικά και θαρρετές αλήθειες, τις διάφωτες αίθουσες και τα δροσερά εξώστεγα, έναν εσωτερικό οίκο έτοιμο να δεχθεί και να φιλοξενήσει τον αναγνώστη. Η ένοικος ξεναγεί με λόγο παραστατικό, οπτικό, σχεδόν απτό και συνάμα μουσικό, με μελωδικά περιγράμματα. Οι εικόνες εντάσσονται σε προοπτική διάσταση, γίνονται κινητικές, εφορμούν σε βάθη και επανέρχονται στην επιφάνεια κουβαλώντας αινιγματικά όστρακα από λησμονημένους τόπους και δυσκατάληπτες γλώσσες.

Η δεύτερη ενότητα του βιβλίου ονοματίζεται «Σημείο φυγής» με τη διακριτική αφιέρωση: Στη μητέρα μου. Πρόκειται για ένα ελεγειακό σύνθετο ποίημα με πύλες εισόδου και εξόδου και, ενδιαμέσως, επτά ποιητικά μέρη καταγεγραμμένα με λατινικούς αριθμούς (Ι – VII). Είναι μια δύσκολη συνομιλία μεταξύ προσώπων οριστικά πλέον αποχωρισμένων, του επιζώντος από τη μια μεριά και μιας βωβής σκιάς από την άλλη. Μονολογικός διάλογος («διαιρούμαι για να μιλήσω»), δηλαδή δίχως αντίλογο, με το το ποιητικό υποκείμενο να παίζει εναλλάξ ρόλους σε μια προσπάθεια να εξημερωθεί η αγριότητα της απώλειας, να εξορκιστεί το άγος της μοναξιάς, να συμφιλιωθεί η ζωή με το πένθος.

Το εισόδιο ποίημα, με καρφωμένο στα πλευρά του ένα ημιστίχιο από τη «Νέκυια» της Οδύσσειας (… εμέ δε χλωρόν δέος ήρει), καταλήγει αποφασιστικά:



η ενηλικίωση των στίχων μου 
προκαλεί την αναμέτρηση 
με το σήμερα



Τούτο μπορεί να διαβαστεί διττά, σε σχέση με τον τίτλο: το «σημείο φυγής» παραπέμπει και στην αποχώρηση της μητέρας και στην αναχώρηση μιας ποίησης από τη ζώνη της παρατεταμένης εφηβείας – σημείο εκκίνησης, λοιπόν, ή έστω επανεκκίνησης προς την ενηλικίωση. Στο κατώφλι των επτά ποιημάτων, ένα παραδοσιακό δίστιχο, αντίλαλος από τη μακρινή, θαλασσινή πατρίδα, σταλάζει την παραμυθία του στην πόλη της καταχνιάς και της ομίχλης:

«Ο πονεμένος δεν μπορεί ποτέ να ησυχάσει 
γιατί του φαίνεται συχνά τον κόσμο πως θα χάσει»



Με τον ίδιο οικείο τόνο, χαιρετισμός πέρα από τη θάλασσα, ξεπροβοδίζεται το μεγάλο ελεγειακό σύνθεμα προχωρώντας προς το τέλος του:
  
 «Χίλια παραπονέματα στα χείλια μου γραμμένα 
μα δεν μπορώ να σου τα πω μόνο να πιάσω πένα» 

Τα λαϊκά δίστιχα πλαισιώνουν, κατά κάποιον τρόπο, με την αμεσότητα και τη σοφία τους τον πένθιμο λόγο που επιχειρεί να υπερβεί την αμηχανία και το κόμπιασμα, τις αδέσποτες λέξεις και τις άτακτες σκέψεις. Φοδράρουν με την πατίνα τους τoν τρόμο και τον πόνο, επανοικειώνουν την ξεριζωμένη μητέρα με τον γενέθλιο τόπο της.

Το μελανό ριπίδι ανοίγει σε επτά πτυχές, παραλλαγές ενός επίμονου ανακαλέσματος, που στέκεται σε παρωχημένες στιγμές, ανείπωτα μηνύματα, μορφές αγαπημένες, ανήμπορα συλλαβίσματα και παράπονα της ψυχής, «των αναμνήσεων πυροτεχνήματα». 

… Έχεις καιρό να σχολιάσεις τα συμβαίνοντα εδώ 
ίσως όμως η σιωπή σου να είναι το σχόλιο 
της αδέξιας ζωής μου 

[…] 

κοιτάζω τα σύννεφα 
κι ας μην ξέρω να τα διαβάζω 
τα μεταβαλλόμενα σήματα – τους οιωνούς 


δεν κάλεσες τα φαντάσματά σου 
ποτέ να αναμετρηθούν στο φως της μέρας 
τώρα – κατόπιν εορτής – μεταμφιεσμένα 
ουρλιάζουν στο βυθό

[…] 

άκου την πνοή της πέτρας 
σαν τη χαϊδεύει το κύμα 
της μοναξιάς τα καρφιά πώς κρατούν 
στερεωμένα τα σπίτια

[…]

 δρόμοι στα κύματα 
γραμμές της μοίρας 
στην ώρα τους όλα 
μισόγιομο φεγγάρι 
τιμόνι θυέλλης



[…]



γκρίζες πέτρες και καφετιές 
στου νερού το διάφανο σεντόνι 
το δέντρο γέρνει να κοιμηθεί 
τον ύπνο σου να ταξιδέψει 
εκεί που λύθηκαν τα γόνατά μου 
εκεί που το κλειδί χάθηκε 
κι εγώ παίζοντας τη νιότη μου στα ζάρια 
το γύρευα στις πιο απίθανες κρυψώνες 
του καλογυμνασμένου νου 
δεν κοίταξα ποτέ τα μάτια σου 
να μου το φανερώσουν

[…] 


οι λέξεις μου έχασαν τα σύμφωνα 
τα φωνήεντα-κραυγές σε καλούν 

τόση αφήγηση και δεν κατάλαβα ποτέ 
η επανάληψη σκότωσε το μήνυμα 
το διαμέλισε 
οι ερμηνείες το παραμόρφωσαν 

[…] 

στην άλλη όχθη απομαγεύεσαι
 εδώ παιδί εγώ με το στανιό 
να μη σε χάσω 

[…] 

ο δικός σου τόπος έρημος ερειπίων 
ο δικός σου χρόνος μαρμαρωμένος 
ο δικός σου φόβος 
ο δικός σου πόνος
 ίχνη στη γλώσσα 
από τη γύρη του νοήματος 
με αναζητώ και δε με βρίσκω 

[…] 

ηττημένη η μούσα πέρασε 
να καταθέσει ένα αστέρι στο παράθυρό σου 
το πήρες και το έθαψες στο πηγάδι του κήπου 
νερό φλεγόμενο έκαψε τα λόγια του 

σκοτεινό μαγνητικό κέντρο 
η μοναξιά σου 
γύρω της αδέξια γυρίζω

  
[…]
  

ο ήλιος βυθίστηκε στη θάλασσα 
η μητέρα κι ο πατέρας έδυσαν μέσα μου 
για ν’ ανατείλουν πάλι αύριο 
την καινούρια μέρα 


τη μετά θάνατον 
δική μου μέρα 
στην άλλη ακτή 
της καθημερινής αναμέτρησης 


Δεν είναι τυχαίο, νομίζω, ότι στην εκπνοή των επτά ποιητικών μερών επανευρίσκουμε την ίδια λέξη με την οποία έκλεινε το εισόδιο ποίημα: την αναμέτρηση με το διεσταλμένο έξαφνα παρόν που προσπαθεί να χωρέσει τόσο παρελθόν και να ειρηνεύσει το μέλλον. Το επτάπτυχο ριπίδι κλείνει απαλά· το τελικό, εξόδιο ποίημα μεταφέρει στην κρύπτη του την ανάσα μιας οικείας γαλήνης:


 … δώσε μου λέξεις κοχύλια της παιδικής μου θάλασσας 
θροΐσματα δέντρων 
πέταξε της τελειότητας 
τα μαύρα ρούχα 
τα μυστικά σου ο άνεμος 
πενθοφόρος δε λησμονά 
τα ξαναφέρνει πίσω σε μια αμέριμνη στιγμή 

οι λέξεις 
μεταμορφώνουν 
στο βλέμμα σου το άγγιγμα της μέρας  

[…]

στα χέρια σου κρατάς το όνειρο 
εύθραυστο όπως πάντα 
φόρεσέ το και βάδισε θαρρετά 


από αχαρτογράφητες περιοχές 
από τα βάθη του χρόνου 
έρχεται η ευχή της γυναίκας 
μέσα στη ρευστότητα 
να πάρει σάρκα και οστά 
ο λόγος κι η κραυγή γίνονται μοίρα 


στα κελάρια τους ωριμάζουν οι ποιητές 

το ποίημα επινοεί 


το ποίημα επινοείται

κι ανάμεσα εσύ 

αληθεύεις




Πιστεύω να έδειξα πως σε αυτό το διαξονικό βιβλίο η Βικτωρία Καπλάνη ενοφθάλμισε την τεχνική της ωριμότητα. Γερά αρματωμένη, κατέχει πια την ποιητική εκείνη «ευγένεια» που δόξασε ο Καρυωτάκης:

Κάνε τον πόνο σου άρπα. 
Και γίνε σαν αηδόνι, 
και γίνε σαν λουλούδι 
κάνε τον πόνο σου άρπα 
και πε τονε τραγούδι.



Άλλωστε δεν ξεχνώ πόσο με ξάφνιασε η παιγνιώδης σοβαρότητα, η αδραματοποίητη σαφήνεια με την οποία μπήκε στην ποιητική αρένα, σαν έτοιμη από καιρό. Στους Ήχους-Απόηχους, το πρώτο της βιβλίο (2007), «αντί προλόγου» καρφίτσωνε το πρόγραμμα της αυτογνωσίας της:



Aριάδνη, εγώ σου το ᾽λεγα 
ο θεός σου πέθανε
 κι ο ήρωας που λάτρευες παρέδωσε τα όπλα 
πάει καιρός, αλλάξαν οι εποχές 
τώρα 
το κουβάρι ξετυλίγεται πάνω στα βήματά σου 
ο χορός του θρήνου 
ο θρήνος του χορού 
χαρτογραφούν αυτό που είσαι αλλά δεν γνωρίζεις 


ο μίτος κι ο λαβύρινθος ένα. 




Δεν μπορώ, κλείνοντας, παρά να κάνω στη Βικτωρία Καπλάνη την αναμενόμενη ευχή: να συνεχίσει αυτό το ξετύλιγμα του κουβαριού με την ίδια ζέση και τη σκηνοθετική ευαισθησία που έχει δείξει ώς τώρα στα ποιητικά της πλάνα.




Σταύρος Ζαφειρίου


Παρουσίαση στη Κεντρική Βιβλιοθήκη στις 27 Νοεμβρίου 2013

Δημοσίευση στο Εντευκτήριο τ. 102-103 Δεκ. 2013



Σκηνοθετώντας  την ψευδαίσθηση

Βικτωρία Καπλάνη. Σημείο φυγής.

Μετά τους Ήχους-απόηχους και τις Λευκές συνομιλίες, με το τελευταίο της
βιβλίο, Σημείο φυγής, η Βικτωρία Καπλάνη έρχεται να επιβεβαιώσει μια
εξαρχής κατακτημένη ωριμότητα.
     Όμως, τι να σημαίνει ωριμότητα στην ποίηση; Ίσως την αποδοχή της
ψευδαίσθησης, την άνευ όρων παραδοχή της πλάνης ότι η γλώσσα δεν είναι
απλώς το εργαλείο που οργανώνει και περιγράφει παρόντα συναισθήματα αλλά ο τρόπος με τον οποίο βγαίνουμε έξω από αυτά. Ίσως την παραδοχή του αγεφύρωτου χάσματος ανάμεσα στα σημεία της γλώσσας και σε ό,τι αυτά αναπαράγουν στη φυγή τους. Γιατί τότε, όπως γράφει, περίπου, ο Φερνάντο Πεσσόα στο Βιβλίο της ανησυχίας, ο ποιητής δεν κινδυνεύει από τη διάψευση.
     Η Καπλάνη φαίνεται να αναγνωρίζει την πραγματικότητα της ψευδαίσθησης. Και όχι μόνο να την αναγνωρίζει αλλά και να υποκύπτει στη γοητεία της, και να συνδιαλέγεται μαζί της. Φαίνεται να αντιλαμβάνεται ότι τα "όρια" είναι ένα ζήτημα νέων δυνατοτήτων και όχι οι γραμμές ανάμεσα στις
οποίες κινούμαστε. Γι' αυτό και δομεί το βιβλίο της, όχι σαν μια ενδοστρεφή
και τετελεσμένη κατάσταση, για την οποία πρέπει να μιλήσει, αλλά σαν μια
περαιτέρω επιθυμία της γλώσσας. Χωρίζοντάς το σε δύο ενότητες, «Φωτοπαίγνια» και «Σημείο φυγής», στην ουσία δεν το διαχωρίζει νοηματικά αλλά διχοτομεί το ίδιο νόημα.  
«Τα ποιήματα αυτά γράφτηκαν για την ομώνυμη σειρά φωτογραφιών του
Λάζαρου Ιωαννίδη» είναι η πληροφορία που προτάσσεται της ενότητας
«Φωτο-παίγνια». Ωστόσο, γυρίζοντας μία μία τις σελίδες, μπορεί αμέσως να
παρατηρήσει κανείς ότι αυτές οι φωτογραφίες απουσιάζουν. Παρών είναι μονάχα ο λόγος, ο οποίος καλείται να αναπληρώσει αυτή την απουσία και, ανατρέποντας το στερεότυπο «μια εικόνα είναι χίλιες λέξεις», να αποδείξει άτι οι λέξεις μπορούν να απεικονίσουν τα «φωτο-παίγνια»• μπορούν, μέσα από μια διαδικασία αναδιατύπωσης συμβολικών συστημάτων, να γίνουν οι εικόνες που λείπουν.
     Φαντάζομαι ότι οι τίτλοι των ποιημάτων αυτής της πρώτης ενότητας είναι οι ίδιοι που επιγράφουν τη θεματική ακολουθία των φωτογραφιών: μια,
κάθε άλλο παρά ακύμαντη, υπαρξιακή διαδρομή, την οποία εξαρχής φροντίζει
να νοηματοδοτήσει η Καπλάνη ως την «αναπαράσταση ενός αθέατου ταξιδιού» και να τη χαράξει ως την πορεία «από το χάος στον έρωτα και τη μοίρα».
     Τι πάει να πει όμως «αναπαριστώ το αθέατο»; Σε αυτό το, κατά κυριολεξία, αθέατο ταξίδι της ανθρώπινης συνείδησης, τι είναι αυτό που πρέπει να αναπαραστήσουν οι λέξεις; Και ποιος είναι ο τρόπος; «Σκηνοθετείς» είναι η ενέργεια που επιστρατεύει η ποιήτρια. Χωρίς ωστόσο να γίνεται σαφές το υποκείμενο, ούτε αν το αντικείμενο είναι ο λόγος ή η εικόνα.
     «Σκηνοθετείς», λοιπόν. Επειδή στίχοι όπως «ό,τι φέρω εντός μου / αντανακλά στο χώρο» έχουν ανάγκη από σκηνοθεσία. Θα θεωρείτο άραγε αυθαίρετο  αν έλεγα ότι οι λέξεις, πέρα απ' το νόημα, είναι ταυτόχρονα και ο χώρος που φιλοξενεί το νόημά τους; Και πως αυτό το νόημα, εσκεμμένα αποσταθεροποιημένο από την καθολική έλλειψη στίξης, πρέπει να σκηνοθετηθεί μέσα στον ίδιο του τον χώρο;
     Ας δούμε τώρα από πιο κοντά τα «Φωτο-παίγνια». Ας ακολουθήσουμε αυτήν την πορεία από το χάος στον έρωτα και τη μοίρα, και ας ροσπαθήσουμε να τροφοδοτήσουμε με είδωλα το βλέμμα. «Φως εν αρχή και δάκρυ» ο εναρκτήριος στίχος. Και ύστερα ο χρόνος που διαλύεται στο φως, και το δάκρυ παιχνίδι των χρωμάτων. Στιγμές αέρινες. Ό,τι δεν προλαβαίνει το «κλικ» της μηχανής το προλαβαίνει ο λόγος. Ό,τι δεν καταγράφεται στο φιλμ είναι ο λόγος που το εμφανίζει. Και ο έρωτας παρών, να έρπει ανάμεσα στους στίχους. Να έρπει η επιθυμία. Η απουσία, ωστόσο: ρούχο που ντύνει το ανεκπλήρωτο, για να μη φαίνεται ότι ο άλλος λείπει.
     Είπα πιο πριν πως ό,τι λείπει είναι οι φωτογραφίες. Άραγε, θα μπορούσε να ειπωθεί πως οι φωτογραφίες είναι ο άλλος; Ότι ο άλλος είναι αυτός που απουσιάζει και οι λέξεις είναι εκείνες που τον ανακαλούν; Όχι σαν παρουσία πια αλλά σαν μνήμη, σαν δυνατότητα της ύπαρξης να υπάρχει στη γραφή. Δεν
φανταζόμαστε τις φωτογραφίες, ή τον άλλο μέσα από τις φωτογραφίες, που
λείπουν. Δεν μπορούμε να τους φανταστούμε. Μπορούμε όμως να τους εγγράψουμε σαν μια αναπαράσταση, όπου το μόνο που μπορεί να εγγυηθεί
την ύπαρξή τους είναι το επαληθεύσιμο της γλώσσας.
     Και στη δεύτερη ενότητα, «Σημείο φυγής», η γλώσσα πάλι. Μόνο που αυτή τη φορά δεν απεικονίζει αλλά περιέχει την απουσία. Γιατί εδώ δεν είναι φωτογραφίες εκείνο που λείπει. Εδώ η απουσία είναι απτή, είναι η ψηλάφηση
του κενού πάνω στους τοίχους, στα έπιπλα, στα λευκά περιθώρια των σελίδων. Εδώ δεν είναι η στιγμή που ανακαλείται μα ο χρόνος ολόκληρος, δεν
είναι το είδωλο του ανθρώπου μα ολόκληρος ο άνθρωπος. Γιατί εδώ η απουσία αναγνωρίζεται ως απώλεια, συντελείται ως μια «αναχώρηση που έχει πλέον ολοκληρωθεί», αφήνοντας πίσω της τον «σπαραγμό τού απλησίαστου».
     Πώς να ειπωθεί ο θάνατος, αν όχι έσχατη φυγή; «Δεν βρίσκω λέξεις να
μιλήσω για σένα» γράφει η Καπλάνη, και λίγο μετά: «πώς να σ' ελευθερώσω
από μένα;/ πώς να ελευθερωθώ από σένα;». Σπαράγματα που γυρεύουν ιη
μορφή τους μέσα στο ποίημα. Φάσεις αρχινισμένες που μένουνε μετέωρες
ανάμεσα στα ερωτηματικά τους. Ζώνες σιωπής, για να υπάρξει χώρος για την
αίσθηση, αλλά και ένας ενεργός στοχασμός για την ενηλικίωση μέσα απ' την
αναμέτρηση με τη μοίρα. Τα ρήματα ορίζουν τον χρόνο, ενώ ταυτόχρονα
ορίζονται απ' αυτόν, το παρελθόν δεν κατοικείται σαν ανάμνηση αλλά σαν
σώμα που αναδημιουργείται απ' την εκφώνησή του: «Έχεις καιρό να έρθεις
/ με τα μπαλωμένα ρούχα/ να καθίσεις κάτω από τον ίσκιο της συκιάς/ τα ζεστά μεσημέρια του Ιουλίου».
     Συνοψίζοντας: η Βικτωρία Καπλάνη μάς δίνει ένα καλό βιβλίο με ποιήματα.
Ποιήματα σμιλεμένα στο υλικό του δόγματος ότι η απώλεια δημιουργεί τον
κόσμο και η ψευδαίσθηση τον κάνει αποδεκτό. Αφήνοντας ωστόσο να αιωρείται το ερώτημα: είναι η ποιήτρια που μιλά για την ψευδαίσθηση ή είναι

οι λέξεις που μιλούν για την ψευδαίσθηση τους;


Άγγελα Μάντζιου


Σημείο φυγής» της Βικτωρίας Καπλάνη (βιβλιοκριτική) στο cityportal.gr
 
  Η ποιητική συλλογή «ΣΗΜΕΙΟ ΦΥΓΗΣ» της Βικτωρίας Καπλάνη, με τις επί μέρους ενότητες «ΦΩΤΟ-ΠΑΙΓΝΙΑ»2008-2009 και «ΣΗΜΕΙΟ ΦΥΓΗΣ» 2010-2012 , εκδόσεις Γαβριηλίδης (επιμέλεια έκδοσης της ίδιας της ποιήτριας), περιλαμβάνει δεκατρία ποιήματα με επιμερισμό α, β, γ στην πρώτη ενότητα, οκτώ ποιήματα, άτιτλα, στη δεύτερη ενότητα και τέλος ένα άτιτλο ποίημα -επίλογο που τελειώνει με το στίχο «...το ποίημα επινοεί
Το ποίημα επινοείται
κι ανάμεσα
εσύ αληθεύεις».

Είχαμε τη χαρά να διαβάσουμε αυτή τη φρέσκια ποιητική συλλογή μόλις κυκλοφόρησε (φεβρουάριος 2013) και ευχόμαστε τα ποιήματα να συναντηθούν με τους αναγνώστες στη θάλασσα της Ποίησης.Κάθε καινούργιο βιβλίο είναι σα μια ευχή ( καλοτάξιδης!) συνομιλίας του συγγραφέα με τον αναγνώστη.
Η ποιήτρια Βικτωρία Καπλάνη με φιλοσοφικό λυρισμό και συναισθηματική δύναμη στο φόντο μιας μουσικής, περιγράφει (στην πρώτη ενότητα) το πριν και το μετά της Γέννησης, τις «ζείδωρες εκρήξεις», «το πέπλο των ονείρων», τη «ροή της ζωής». Ποιήματα σύντομα που απευθύνονται άλλοτε σ΄ένα εσύ, που δεν κατονομάζεται, άλλοτε αφορούν το εγώ ή αποστασιοποιούνται για να αφουγκραστούν μιαν ευταξία μεταβαλλόμενη. Η νύχτα, το μυστήριο της ύπαρξης, το νερό, το φως, η μνήμη, ο χρόνος, η γυναίκα, η δημιουργία, απασχολούν ναρκισσιστικά ως ερωτήματα τη συνείδηση με μια εκφορά εκκλησιαστικής γραφής, συμβολικής και μεγαλοπρεπούς στο ποιητικό γίγνεσθαι του κόσμου.
Η δεύτερη ενότητα περιλαμβάνει άτιτλα ποιήματα με αφιέρωση «Στη μητέρα μου». Εδώ το ύφος και η δομή αλλάζει, είναι εμφανής μια συγκίνηση προσωπική, μια εσωστρεφής μελαγχολία, ένας εξομολογητικός τόνος για ό,τι υπήρξε «των αναμνήσεων πυροτεχνήματα», «ζωή...ανάσα...ζω...ή αν...ά...α», ο πόνος της απώλειας του αγαπημένου προσώπου, διατρέχει όλα τα ποιήματα στις εικόνες τους και στα σύμβολα. Νερό, λουλούδια, κεντήματα, το φως των λέξεων, η δύναμη της ανάμνησης, γίνονται πηγές δύναμης που εξοστρακίζουν τελικά τη θλίψη και τη μετουσιώνουν σε δημιουργία «στην άλλη ακτή της καθημερινής αναμέτρησης». Το ραγισμένο χαμόγελο,η βιωματική σχέση των λέξεων ως γλώσσα (έκφρασης του αέναου κύκλου) στη Γέννηση του ποιήματος, δίνουν στον επίλογο με ευαισθησία και δύναμη το αληθινό πρόσωπο της τέχνης της ποίησης.Το ποίημα ως απάντηση στην «ευχή της γυναίκας».
Η ποιήτρια Βικτωρία Καπλάνη έχει επίσης εκδώσει στις εκδόσεις Γαβριηλίδης τις ποιητικές συλλογές «Ήχοι- απόηχοι» 2007 και «Λευκές συνομιλίες» 2010. Ευχόμαστε να είναι καλοτάξιδο το καινούργιο βιβλίο της!





δρ Γιάννης Βρύζας


1.6.2013


Βικτωρία Καπλάνη, «Σημείο Φυγής» (εκδ. Γαβριηλίδης 2013).
μια βιβλιοκριτική –

Ποιητικό και το νέο βιβλίο της Καπλάνη, ενσωματώνει τις συλλογές «Φωτο-παίγνια» (2008-09), ποιήματα γραμμένα για την ομότιτλη σειρά φωτογραφιών του Λάζαρου Ιωαννίδη, και «Σημείο Φυγής» (2010-11), ποιήματα αφιερωμένα «στη μητέρα» της.

Η μουσική είναι πανταχού παρούσα στα ποιήματα  αυτά. Άλλοτε με «τρείς πρώτες νότες / πρελούδιο σε λα μινόρε» και άλλοτε με «μία νότα», που σαν σταγόνα, «δέσμη φωτονίων επί του ύδατος ορθρίζει εκ νυκτός». Άλλοτε «στις χορδές της άρπας», «κεντά/  μελωδίες αγρύπνιας» και άλλοτε μέσα σε «σκοτεινά ηχοχρώματα», υπαρξιακά, επιστρέφει. Όμως μουσική είναι και η σιωπή, μια «ασίγαστη παύση / εκρηκτική», προερχόμενη από την «επιθανάτια κραυγή» ή «τις απόκοσμες μελωδίες» από ένα «έγχορδο ημερών αρχαίων». Πώς να εκφράσεις όμως τη μουσική, αν δεν γίνεις εσύ ο ίδιος «φθόγγος», που «πενθεί τη δρόσο που μαραίνεται» ; Αν δεν γίνεις «στρόβιλος ήχων», μια «μελωδία που αλλάζει» την «απολιθωμένη μουσική» του εσωτερικού σου εγώ; Τελικά η αρμονία των μουσικών διαστημάτων μπορεί και να βρίσκεται στο χέρι, στην απαλάμη σου, όπου ανακαλώνται «σχήματα μελωδικά / αντάντε αμορόζο» ! Ωστόσο όμως –προσοχή !- η δημιουργία είναι μια επίπονη, αβέβαιη και αιματηρή διαδικασία που ενδέχεται απλώς να σου αφήσει, όπως «οι αιχμηρές νότες / βουβές χωρίς ήχο», ένα «αδιάψευστο σημάδι στα δάκτυλα» … Σε κάθε περίπτωση, πάντως, «πλανόδιοι ήχοι … / δίνουν του αγέρα αφή / ν΄ αγγίξει τα τοπία της αληθινής ζωής μας».

Μέσα στον μεταβαλλόμενο κόσμο (των ιδεών), η ποιήτρια βρίσκει ότι «μόνο η εμπιστοσύνη στη σιωπή του νου δίνει κάθε φορά το καινούριο βήμα … ανάκληση του δυνατού και κατ’ ουσίαν αδύνατου να συντελεστεί αυτό που όντως συμβαίνει» ! Τα ποιήματα της Καπλάνη δεν θέτουν μόνο ερωτήματα, αλλά επιχειρούν και απαντήσεις : Το περιεχόμενο ζητάει να καθρεφτιστεί στη μορφή έστω και «σιωπηρά», σαν «αφηγήσεις μετέωρες» που ζητούν «να πιστέψουν πως υπήρξαν». Μέσα από τη γλώσσα η ύπαρξη σκιαγραφεί τα όριά της : «ποίηση η εν δυνάμει γλώσσα / μέσα στη γλώσσα». Μέσα στο παιχνίδι της ποίησης η ύπαρξη δεν είναι παρά αυτό που όντως είναι : «Αστήρ πλάνης πλανώμενος / πεπλανημένος / περιίπταται» ! Όλα μετασχηματίζονται σε ποιήματα, από τις «συλλαβές του αργαλειού» ως τις «λευκές ίριδες του κήπου … από την ευωδιά τους γεννιούνται λέξεις / οδοιπόροι του πουθενά και του απείρου».
«Ο άνθρωπος είναι ο χρόνος / ο χρόνος είναι ο άνθρωπος», που μπορεί και να σημαίνει ότι ο άνθρωπος είναι ο χρόνος-Κρόνος : «Οι σκιές αλλάζουν τις διαστάσεις των πραγμάτων / αδήριτη ανάγκη η διαφυγή». Η ποιήτρια άλλο δεν είναι από τη «φωνή του χαμένου παιδιού … / την ώρα που το δέντρο του κήπου / ανασαίνει την υπόσχεση της άνοιξης». Εν τέλει μας προτρέπει : «άνοιξε τα μάτια / δώσε χρόνος το βλέμμα / να κοιτάξει το λουλούδι που ανασαίνει». Και αυτό ισχύει (ας μας επιτραπεί να προσθέσουμε) όσο περισσότερο μας κατακλύζουν οι εικονικές πραγματικότητες του Κέρδους. Διότι δεν απαιτείται μόνο αισιοδοξία, αλά και δράση : «στα χέρια σου κρατάς το όνειρο / εύθραυστο όπως πάντα / φόρεσέ το και βάδισε θαρρετά».

Στα ποιήματα της Καπλάνη ισορροπούν αδροπρεπώς λεπτές και εύσχημες αναφορές σε φιλολογικές και φιλοσοφικές αναφορές, ενώ ορισμένα από αυτά χαράζονται πάνω σε μια γόνιμα αυστηρή αρχιτεκτονική μαθηματικής ακρίβειας (α-β-γ).
Γνήσια ποίηση, που σε καλεί να την αναγνώσεις.




Ανδρέας Καρακόκκινος

Δημοσίευση στο ΕΝΕΚΕΝ  τ.. 29 Ιούλ.-Σεπτ. 2013

 Από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη κυκλοφόρησε η τρίτη ποιητική συλλογή της Βικτωρίας Καπλάνη «Σημείο Φυγής» Η συλλογή χωρίζεται σε δυό ενότητες  τα Φωτο-παίγνια και το Σημείο Φυγής


α. ΦΩΤΟ-ΠΑΙΓΝΙΑ

Τα ποιήματα, όπως αναφέρεται στην αρχή , γράφτηκαν για την ομώνυμη σειρά φωτογραφιών του Λάζαρου Ιωαννίδη τη περίοδο 2008-2009.
Η ποιήτρια  σκύβει  πάνω στις φωτογραφίες,  αγγίζει το σφυγμό τους, διαβάζει  αυτά που είναι κρυμμένα πίσω από  την εικόνα  κουβεντιάζει μαζί τους   όπως θα κουβέντιαζε με τον ίδιο τον δημιουργό και τις αναδημιουργεί με λέξεις
Δεκατρία ποιήματα, τρεις φωνές στο καθένα, συνομιλούν πίσω και μέσα στη καρδιά των εικόνων. ΕΝ ΑΡΧΗ  η « αναπαράσταση του αθέατου ταξιδιού» «άθυρμα στη δοκιμασία των χρωμάτων» και «μια εύθραυστη στιγμή η γέννηση».
Το αντιφέγγισμα της κάθε φωτογραφίας  «αντανακλά στο χώρο ένα διαρκώς μεταλλασσόμενο είδωλο»  κι οι πολλαπλές αντανακλάσεις γίνονται λέξεις και στίχοι που καταδύονται μέσα στο αδιόρατο των αισθήσεων.
Η ποιήτρια στη συνομιλία της με τις εικόνες αναζητά την υπόσταση και τις δυσκολίες  της δημιουργίας ταξιδεύοντας  μέσα από τις μελωδίες της σιωπής τους και μέσα από την ανθοφορία των ονείρων.  Στα όνειρα που οι αντικατοπτρισμοί των χρωμάτων την οδηγούν στην είσοδο όπου στη ξεθωριασμένη τοιχογραφία αναγνωρίζει τη μορφή της γυναίκας και στην ίδια τη ροή της ζωής.


β. ΣΗΜΕΙΟ ΦΥΓΗΣ

Τα ποιήματα της σειράς η ποιήτρια τα αφιερώνει στη μητέρα της. Από τους πρώτους στίχους η καταχνιά της απώλειας ενός αγαπημένου προσώπου, της μητέρας, με την ξεχωριστή μοναδικότητα της σχέσης, είναι κυρίαρχη και βιωματική. Είναι όμως και η συνέχεια της γραφής της από τη προηγούμενη συλλογή. Στις Λευκές Συνομιλίες «ο άγγελος χάθηκε στο δάσος με τις οξιές» αφήνοντας το μήνυμα   ότι «η παράσταση τώρα αρχίζει»  Μια παράσταση με διττό σενάριο. Από τη μια της δημιουργίας του κόσμου που συνεχίζει με τις ίδιες πάντοτε σκηνές, Γέννηση, Ζωή, Θάνατος και από την άλλη η χάραξη της δικιάς της αυτόνομης πορείας αποστασιοποιημένη από  σφικτούς εναγκαλισμούς. «Η ενηλικίωση των στίχων μου/προκαλεί την αναμέτρηση/ με το σήμερα»  
Στο Σημείο Φυγής ο άγγελος της ποιήτριας «κουράστηκε να περιμένει/ την ιδεατή μεταμόρφωση» Η νομοτέλεια είναι αμείλικτη και « η αναχώρηση έχει πλέον ολοκληρωθεί.» Η συνειδητοποίηση της απώλειας οδηγεί τη ποιήτρια σ ένα ταξίδι σ’ ολόκληρη τη ζωή της μητέρας που έφτασε κάποτε στην «αφιλόξενη… πολιτεία της ομίχλης»   μια και «η γαλάζια πόρτα έκλεισε/ πίσω σου για πάντα»  
Με έναν έντονο φιλοσοφικό λυρισμό η ποιήτρια αφήνεται μέσα στις στιγμές που βίωσε «Έχεις καιρό να έρθεις/με τα μπαλωμένα ρούχα/να καθίσεις κάτω από τον ίσκιο της συκιάς»  κι αναζητά μέσα από τις ιστορίες που άκουγε, μέσα από τα αγαπημένα αντικείμενα «τα εργόχειρα με τις δαντέλες/ τα περίτεχνα κεντήματα» τη δικιά της λύτρωση.
Αναζητά όλα εκείνα τα σημάδια του μισεμού της «εγώ αντί για σένα/θα περάσω το κατώφλι του σπιτιού» και «ανασαίνει τη γαλήνη» αντικρίζοντας «τα μενεξεδένια βουνά της πατρίδας» για να φτάσει στην απελευθέρωση της «πώς να σ’ ελευθερώσω από μένα/πώς να ελευθερωθώ από σένα?». Αναζητά «να αποδράσει από το λυπημένο όνειρο»    και μέσα από τη δικιά της «καθημερινή αναμέτρηση» να φτάσει στη δικιά της κάθαρση και ενηλικίωση.


Αναμφίβολα η ποιητική συλλογή της Βικτωρίας Καπλάνη μας χαρίζει όμορφες στιγμές ποίησης της αξίζει να διαβαστεί και να έχει μια καλή πορεία στο ποιητικό γίγνεσθαι. 



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου