ΒΙΚΤΩΡΙΑ ΚΑΠΛΑΝΗ

ΒΙΚΤΩΡΙΑ ΚΑΠΛΑΝΗ

Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2013

ΗΧΟΙ - ΑΠΟΗΧΟΙ (2007)


ΗΧΟΙ – ΑΠΟΗΧΟΙ   (2007)



Είσοδος 

[1998-2000] 




αντί προλόγου


Στο μεγάλο ρολόι της πλατείας οι σπασμένοι δείχτες τον
κατάργησαν τον χρόνο.
Η σκιά της Αριάδνης καθρεφτίζεται
τα μεσημέρια στους δρόμους
καβάλα στο ποδήλατο περιφέρεται ανήσυχη
σαν να γυρεύει κάτι
ίσως και η ίδια να μην ξέρει τι.


Αριάδνη, εγώ σου το 'λεγα
ο θεός σου πέθανε
κι ο ήρωας που λάτρευες παρέδωσε τα όπλα
πάει καιρός, αλλάξαν οι εποχές
τώρα
το κουβάρι ξετυλίγεται πάνω στα βήματά σου
ο χορός του θρήνου
ο θρήνος του χορού
χαρτογραφούν αυτό που είσαι αλλά δεν γνωρίζεις


 ο μίτος κι ο λαβύρινθος ένα.
  
                            α


Εδώ σε θέλω πώς κάνεις τώρα την αρχή
πώς παίρνεις το ρίσκο να κινήσεις επιτέλους για το σπίτι
με την πίστη αυτή τη φορά πως θα το βρεις


ανυποχώρητη


η γυναίκα μένει πάντα εκεί.
φέρει τα βέλη του φεγγαριού στα κύτταρα
χαραγμένο των αιώνων το πέρασμα
η εστία, η έμπνευση, η ηδονή
η δίχως ενοχή δημιουργία.


Όσο γι' αυτά που λένε για συνθήκες αντίξοες
για τη φθορά της καθημερινότητας
για την αμφίβολη ροή των πραγμάτων
στην περίπτωσή μας δεν είναι παρά παιχνίδια του μυαλού
για να βρεθείς απ' άλλο δρόμο
«τεκμηριωμένο»
στο οικείο κι αμετάβλητο
για άλλη μια φορά.
Εδώ σε θέλω, αντέχεις;


                          α’


Η αρχή έχει γίνει σε μιαν ασύλληπτη στιγμή
τότε που τέτοιου είδους ερωτήματα
δεν τα υποψιαζόμασταν καν
ό,τι ακολουθεί είναι η σοφή της συνέχεια
αμφίσημη όλο παράξενα συναπαντήματα
-αυτό που καλείς τυχαίο-
σε μια προσπάθεια να πειστείς και συ ότι υπάρχει.


Όλα ωριμάζουν αργά
οι στίχοι, τα μεγάλα ταξίδια κι η αγάπη,      
στους νευρώνες διαγράφουν
με ακρίβεια την τροχιά τους
κάποτε θα σε φέρουν πάλι στην αρχή.
Τότε η γυναίκα θα πάρει το τόξο και τα βέλη της
θα βγει να σημαδεύει φως
μελί σαν αυτό που φέρνει ο αέρας απόψε
απ' το μισάνοιχτο παράθυρο.

                     β


Τη ζωή που σου ταιριάζει να ζητάς
όσο κι αν σου στοιχίζει:
αυτή είναι η ευχή της γης
που ξέρει τι σημαίνει γέννα και τι επιστροφή


ό,τι είναι φριχτό γεννάει τη σπορά του


όσα άγγιξαν τον πρώτο πυρήνα του αίματος
παλαιά και καινούρια θροΐζουν κάθε τόσο
γίνονται ανερμήνευτη γραφή
μας καθηλώνουν (για πάντα;) στον δικό τους χρόνο.


Άφησε την Αριάδνη να πλέκει
με το πολύχρωμο κουβάρι της
όνειρα μαγκάλια του χειμώνα
σ' ένα μισογκρεμισμένο λαβύρινθο
περιμένει, βλέπεις,
μάταια την ιστορία να γυρίσει.


Μέσα μας μια αόρατη γραμμή
(συχνά πέφτω πάνω της, τρομάζω)
θαρρείς κλείνει το δρόμο
από τον θάνατο της σελήνης
                                       στη γέννηση του ανθρώπου
το ίδιο κατακόκκινο αίνιγμα
                                       όλο δικό σου
για πάντα.


β'

Όταν απ' τα βάθη τον ορίζοντα
ανάβει ξαφνικά ένα φως
σαν τη λύση στο αίνιγμα της ζωής σου
που τόσο επίμονα γυρεύεις


η λύση το καινούριο αίνιγμα


γυρίζω το βλέμμα κι όλα μεταβάλλονται
η δωρεά άλλον χαρίζεται
είναι υπόθεση μιας στιγμής
το σύμπαν τελεί και συν-τελείται.


Οι μεγάλες αλήθειες που απαγγέλλει η σιωπή
τυλίγονται με το ίσως
να μην είναι κι έτσι
και τις παίρνει ο ύπνος


άντε να περιμένεις πάλι το ξημέρωμα


όμως εσύ είσαι σπηλιά
-φοβάσαι;-
στο σκοτάδι σου όλα αρχίζουν κι όλα
επιστρέφουν εκεί.


         ε


Κάποτε σ' αιφνιδιάζει ο χρόνος
με τις ελεύθερες πτώσεις του
ανοίγει πέρασμα
το περίγραμμα του νεκρού θεού
απαγχονισμένο δέντρο
σμιλεύεται και σβήνει
με το ναι και το όχι του φωτός
.
Είναι η στιγμή που βλέπεις
πόσα ψέματα μετρήσαν τη ζωή σου
και βγήκε λειψή. Χάθηκε η επαφή, ζητάς
ν' ακυρωθείς για να υπάρξεις


όπερ άτοπον.
Απόψε η φωνή πιάνεται στο ρήγμα της ψυχής
η μνήμη φως εξ ακανθών και ας


χιονίζει λεύκες σ' ολόκληρη την πόλη
χιλιόμετρα πιο πέρα
σε μια άλλη πόλη
χιονίζει φωτιά
σε μια νεφέλη ο χρόνος διχάζεται:


η ψυχή παροπλισμένη
δεν λαμβάνει πια τα μηνύματα.
  
                     ε’


Όταν λείπει το ζωτικό κέντρο
τι περιμένεις
η ύπαρξη
ξερνάει σκουριά λερώνει όποιον την αγγίξει.


Το κεράκι της Ανάστασης αρνήθηκε
στο σπίτι σον το φως
αντιστέκεται κι ο αέρας αγγελίζει
έαρ φιλέρημο


κάπου υπάρχεις
εσύ ο δημιουργός του ανέφικτου
πόσο δρόμο έχω ακόμη κι αν σε βρω


ύβρις η σιωπή ενώπιον της αγάπης
κι η σπατάλη της δωρεάς έλεος δεν βρίσκει.
Όλα στο σύμπαν καταγράφονται
πορεύονται, μεταλλάσσονται όμως υπάρχουν


αίφνης
θα τα βρεις πάλι μπροστά σου.



αντί επιλόγου


Κατά τ' άλλα
ο χρόνος συνεχίζει κρυφά την αναρρίχησή του μέσα μας
τυλίγεται γύρω από τα σώματα μέχρι να τ' αφανίσει
η ζωή επιμένει,
σαρκάζει ανελέητα
ό,τι ανομολόγητο στο βάθος μάς πονάει
και την ίδια στιγμή βάζει τα καλά της και προκαλεί:
όποιος αντέξει.


Αριάδνη,
οι καιροί αλλάζουν
ζητούν τα δικά τους παραμύθια.




Ήχοι – Απόηχοι

[2003-2004]




ΙΙ


Ο ενεστώς της αγωνίας
απουσία
η αβάστακτη παρουσία
πέρασαν κιόλας τέσσερα χρόνια


η σειρήνα του ασθενοφόρου
το ράγισμα της γλώσσας
ο αγώνας της μνήμης
να συλλέξει
τα χαμένα βλέμματα
τα κεντρικά πλάνα


η μνήμη υπόθεση ατομική
πεθαίνει μαζί μας;


Ώρα την ώρα εκείνος ιδιωτεύει
 απομακρύνεται


κόκκινα φύλλα λουσμένα φως
σταλάζουν στον ύπνο μου
κι άξαφνα ένα αεράκι ψυχρό
με σηκώνει ψηλά
σαν τους χαρταετούς που τόσο αγαπούσες


(θα ήθελες όλα αυτά να είχαν ειπωθεί
η ύστατη εκπνοή τόσο ανώδυνη να 'ταν!)


Σβήνει μαλακά
ψυχή καταπονημένη από
ολόκληρου αιώνα
τη θύελλα
—ανακάλεσε με—
στην άλλη μέρα


γίνεται εικόνες
αφηγήσεις πολλαπλών αφηγητών 


μόνωση
τίποτα δεν φτάνει σε μένα
μόνο
στο φιλόξενο βλέμμα του ζώου
η παραμυθία
της ετεροχρονισμένης ενηλικίωσης
η αλλαγή ρότας


Σ' ακολουθώ
και μετά την αποχώρηση μου
παίρνω τις μορφές τον αγνώστου
με το μακρύ παλτό και το καπέλο
εμφανίζεται στον ύπνο σου
μιλά σε ακατάληπτες γλώσσες
λόγος ιερατικός
για μυημένους
και σ' αφήνει
πάλι στη σιωπή


το όλο και το τίποτα
το ακίνητο σημείο
εκεί μάταια επιμένεις να ισορροπείς


μέρες χθόνιες ανελέητες δείχνουν τα δόντια τους
 βιάζεσαι το κεφάλαιο αυτό να κλείσει
(τι αφέλεια!)
ή τώρα ή ποτέ
το εξόδιον μέλος
από τη μέσα πλευρά την αθέατη
αρωγός ο χρόνος
συνθέτει


το φινάλε
αδιόρατο
άφευκτο όμως και δικό σου (εντέλει!)




V

Τα λόγια τα ανείπωτα
δεν χάνονται ποτέ
φωλιάζουν στο σώμα
ασφυκτιούν μέσα στα όργανα
κρύσταλλοι πάθους
εμποδίζουν την αιμάτωση των ιστών
το σώμα βαραίνει
γίνεται δύσκαμπτο


αν όμως... τότε ναι...αλλά όχι


κλείνουν οι δίαυλοι σώμα
αδιαπέραστο από τα σημαίνοντα


ό,τι είναι τώρα να συμβεί ήταν


-στιγμές μόνο ο χρόνος αίρεται—
έπειτα πάλι οι παρεμβολές


πόσες μεταβλητές στην επικοινωνία


ανοίγουν δρόμους
αδιάβατους


Τη βλέπω μέσα από τους χρωματιστούς
συνδυασμούς των γυάλινων κατόπτρων
μέσα από το φως του κεριού
το εύθραυστο βλέμμα
του ανθρώπου που δεν έχει βρει ακόμη τη φωνή του
(πόσο λάθος το απόλυτα σωστό!)
μια κατασκευή σύμφωνη με
τα ρομαντικά στερεότυπα
διάσπαση, απομόνωση, μελαγχολία


το φως παίζει τα δικά του παιχνίδια
το ήμισυ του προσώπου πασπαλισμένο χώμα
από την ιλύ και την ύλη των συναισθημάτων
τα δάχτυλα
χάρτινα ομοιώματα
δίχως βάρος


το θρόισμα του δάσους μακρινό
κι ο ήχος του νερού μακρόσυρτος
εκεί να πάει
(και πώς το παραμύθι ν' αληθέψει!)
πράξη γυρεύει ο κίνδυνος
ό,τι στ' αλήθεια αγαπά
το ένα κι αναντικατάστατο
(μην πάει ο νους σας στο παιδί - σ' αυτήν την ιστορία
δεν υπάρχει)
να πέσει στην πηγή
κι εκείνη θυσία στα νερά
να το γυρίσει πίσω
και τότε θα έχει πάλι δύο γήινα λευκά χέρια
και την κραυγή -τον προ-λόγο- δικό της


και μέσα απ' αυτήν
τον πρώτο λόγο
τότε
πότε;
ποτέ;



VII


Η τέχνη υπάρχει
 ...επαναφέρει... ...
μορφή...ζωή...
βρίσκουμε...
τους αληθινούς συγγενείς μας»
είπε πάλι σήμερα ρητορεύοντας με αυταρέσκεια
σημαδεμένος από τον χρόνο
(πόσες φορές τα ίδια λόγια χωρίς λόγο!)
παλεύοντας να κρατήσει ένα σπινθήρα στο βλέμμα
Όταν ο έρωτας του άλλου διαφέρει
από τη δική μας εικόνα για τον έρωτα
η καταδίκη του βέβαιη
κι η δική μας γεγονός
μιλούσε για την πανοραμική εικόνα του ποιήματος
κάτι για κινηματογραφική γραφή
(η εγγραφή έχει φθαρεί - παλίμψηστος η μνήμη)
για το θέατρο των Αλεξανδρινών
η φωνή του ανακαλεί ήχους
ελκυστικούς
ακατανόητους
το είδωλο του δεν έχει σχήμα
είναι ψίθυροι, φωνές
αυτάρεσκες στον ήχο τους
ο ήχος των λέξεων σε πάει στο βυθό
στο βυθό των λέξεων
βρίσκεις τα πράγματα
τον έρωτα
όλα για μία φορά
και για πάντα
ο σαλτιμπάγκος τον αποκαθηλώνει τώρα
παίρνει, τη μορφή του
παρωδεί τα λόγια του
χορεύουν μαζί ένα θεότρελο βαλς
και γίνονται πρόσωπο ένα
το κορίτσι εμμένει
στην εσωτερική αναπαράσταση του άνδρα
με ένα υφαντό από λέξεις
ταραχή
τα σταθερά σημεία της αντίληψης
μετακινούνται διαρκώς
μόλις συντεθεί η εικόνα
αποσυντίθεται σε στίγματα φωτός
στροβιλίζονται στα μάτια της
η όραση θολώνει
το αίνιγμα διαρκώς αναπαράγεται
επιμένει


(πόσο δύσκολο ν' αγαπάς έναν ίσκιο
να είσαι ο ίσκιος ενός ίσκιου
κρόνιου που
συσκοτίζει τις αιχμές των αισθημάτων!)



πόσες περίπλοκες συνθέσεις
πόσες μάταιες ερμηνείες
(αλλού είναι τα αινίγματα
που από δειλία
δεν φρόντισες να λύσεις)
μόλις βρεις τα σκούρα
ξαναγυρνάς στο παραμύθι
αναβιώνεις
την απώλεια της ψαρίσιας ουράς
τις μαχαιριές των ποδιών
της γυναίκας που αρνήθηκε τη φύση της
για την αγάπη


ή μήπως για την αθάνατη ψυχή;


Τότε ύβρις
θεοδικία
η μοναξιά της κόλασης
να μην αντέχεις στο πλευρό σου
άλλη παρουσία καμία


ο Φάουστ περιέχεται
στη γυναικεία ψυχή
μόνο που (εξωραΐζοντας) αντιστρέφεται
ο αφέντης


Οι απαντήσεις έρχονται
πάντοτε κατόπιν εορτής



Χ


Χάλκινος ουρανός
κι ένα αργυρό μισοφέγγαρο
γυαλίζουν τα νερά
τα σπίτια στο χρώμα του χαλκού
αντικατοπτρίζουν τα είδωλά σου
με τη σειρά


κοίταξα το πρόσωπο μου  
στο παγωμένο χιόνι
κι είδα το πρόσωπο τον πατέρα
βλοσυρό αλλά απελπισμένο


μια τοιχογραφία με ευκρινή περιγράμματα
σχέδια και χρώματα
η στρωματογραφία των επιχρισμάτων


όλα δυνάμει
εγγεγραμμένα εντός μας είναι


τα έργα της ψυχής εγκαταλείπονται, σήπονται
γεννούν άλλα έργα
ο μόχθος επιστρέφει στη γη


το νόημα


το χαμένο σημείωμα
μέσα στην ακαταστασία της καθημερινότητας
και δίπλα σου να 'ναι δεν το βλέπεις
η ανάμνησή του
κινούμενη άμμος


το δίχτυ να πιαστείς
κι από κει ολοένα δραπετεύεις


«Οι άλλοι πάντα γύρω μου ένα ποτάμι
εκεί βρίσκω τον δρόμο μου κι εκεί τον χάνω»
έλεγες


πλάνη το παρελθόν (πώς να γίνει αλλιώς;)
πλάνη γητειά το αύριο
μια δέσμη ανυπόστατων ελπίδων
ή μήπως όχι απλώς


η ανάγκη της συνεχείας
υπενθυμίζει πως η αναζήτηση
συνεχίζεται εντός της ασυνέχειας


η γλώσσα τολμά
ανοίγει την πόρτα
ρίχνει το κουβάρι στον δρόμο
ονομάζεις τα πράγματα και τις σκιές
(προπάντων τις σκιές)
παιχνίδι στοίχημα
αδήριτη ανάγκη


η εναρμόνιση των τωρινών ήχων
και των απόηχων (εν μέρει)
δημιουργών τους


η σύνθεση του προσώπου
(αγωνιά να ανα-γνωρίσει τα συστατικά του)


να υπάρξει εντέλει
στην πλήρη λόγου σιωπή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου