ΛΕΥΚΕΣ ΣΥΝΟΜΙΛΙΕΣ (2010)
Λευκές Συνομιλίες Ι
[2005]
Το σκηνικό
επαναλαμβάνεται
πάλι η βροχή
τώρα στην άλλη πόλη
επιλήσμων
άγγελος
διπλώνει
φθαρμένα ειλητάρια
η ύλη των
ειδώλων
η ύλη της
νόησης
ο ένας απέναντι
στον άλλο
οι σελίδες μας αγγίζουν
η μία την άλλη
στροβιλίζονται οι
λέξεις
η εγκατάλειψη του
εγώ στη ροή
των λέξεων
κοιτάζω εσένα
κοιτάζεις το μαύρο
μελάνι να τρέχει
στο χαρτί
ροή του χρόνου
οι λέξεις
αγωνίζονται να επιβιώσουν
(ο πυθμένας με τα μυστικά όστρακα
και τα δροσερά κοράλλια
στα λόγια τον γύρευες να τ' αγγίξεις
να βυθιστείς να αναδυθείς
στην άκρη τον ορίζοντα
να πάρεις το δρόμο τον άγνωστο
δικό σον)
«αυτό το μελάνι
δεν κάνει για μένα
αργεί να στεγνώσει
αν η κόρη μου βάλει
στο στόμα της
τις μαύρες λέξεις
θα κινδυνεύσει» είπες
και
όλα άγγιγμα
δύναμης ιερής
κι όλα ζωή
είναι
να βλέπεις σημαίνει
να δημιουργείς το
παρόν
να κρατήσεις
ό,τι επέπρωτο να
χαθεί
ν' ανασύρεις το
σώμα
[φλεγόμενο στης μακρινής νύχτας
τα συναπαντήματα)
ένα κόμπος στο
λαιμό
ο αέρας λιγοστεύει
επανέρχεται η μνήμη
της θάλασσας
ψηλά από το κάστρο
τα λέπια του ήλιου
στο σώμα σου
μια πόρτα κλείνει
διάτρητο φιλί
στο τρυφερό
αγκάλιασμα
το χάος
δείχνει την αύρα του
κάτι χάθηκε
-θάψον τους εαυτού
νεκρούς-
γεννά την αναζήτηση
κάτι να βρεθεί
(χαρτοκόπτης
απελευθερώνει άγραφα ποιήματα
αίμα στα δάχτυλα
αντηχείο των αισθημάτων)
-Τι με κοιτάς;
-Για να μην ξεχάσω τη μορφή σου
διάλογος σε σκηνικό ονείρου
(το
σώμα θυμάται
ό,τι
δεν έζησε
κι
όλα τώρα συμβαίνουν)
το φίδι γλιστρά πάνω στα ρούχα σου
δεν το φοράς
δεν το εγκαταλείπεις
το σώμα αντιστέκεται
στην τρυφερότητα
τα λόγια τα λόγια
το καταφύγιο των αδύναμων ψυχών
γεμίζουν τον αέρα
στις
ραγισματιές των λέξεων
περιπλανώμενος
άγγελος
διαβάζει
τα ανείπωτα
το μαρτύριο του ατελούς
του ατελούς η ασφάλεια
τα πανάκριβα δώρα
της ένδειας
εγώ σιωπή
εσύ μιλάς αυτάρεσκα παντού
αλήθειες πικρές
εμβαπτισμένες
σε εγγλέζικο φλέγμα
παίρνουν άλλο επίχρισμα
(το
σώμα απεικονίζει
ό,τι
η ψυχή φυλλορροεί
το
φως κι οι σκιές τον προσώπου
κοχύλια-θραύσματα
λόγου
ρυτίδες)
υδατογραφίες σε μαύρο φόντο
στο βλέμμα μας γειτνίαση χρωμάτων
σχήματα της απώλειας
τετράγωνο προσοχή κι αναζήτηση
κύκλος επιστροφή στην ενότητα
ρόμβος του πόθου γυρίσματα
το ένα χρώμα πάνω στο άλλο
τονικές διαβαθμίσεις των ήχων
τα χρώματα η παλέτα της σκέψης σου
διάχυση του χρώματος
ρευστότητα των γραμμών
ο
άγγελος κρατά δυο φλογερούς τροχούς
και
γυρίζει
ένα ψυχρό ρεύμα εκπορεύεται
ακινητεί την εικόνα
να μιλήσεις μέσα από μένα
να με διαβάσω μέσα απ' τα λόγια σου
ηχώ της φωνής μου
(το
σώμα πάλλεται
στο
μάρμαρο του ονείρου
διαγράφονται
τα νεύρα οι μύες)
στους δρόμους της πόλης
κάποτε το χέρι σμιλεύει το τίποτα
το ανύπαρκτο και φτιάχνει ύλη
άσε στη γλώσσα ένα λεπτό πέρασμα
ν' αναπνέει ο λόγος
αέρας
και φως ο άγγελος
ορά
το ανομολόγητο
ο στο άθροισμα του πριν και του μετά
άλλος έξωθεν
ο άλλος εντός σου
ο τρελός
ο ξένος
ο άντρας εντός σου
ο άλλος άλλη εσύ
το τίποτα που σε ορίζει κάτι
το τίποτα μέσα σου
όλα αεί τώρα
(το
σώμα εξεγείρεται τα
ο
άλλο σώμα
δέος
αντίπαλον
εκβάλλει
και σ' οδηγεί
στη
δική σον θύελλα)
ο άγγελος έβγαλε τα φτερά του
αμήχανος
δεν βρήκε κουράγιο να πετάξει
καταγράφει τις σκέψεις σου
ζωή σου ό,τι σου λείπει
κι ό,τι δεν έχεις ζωή σου κι αυτό
το
υπέρτατο αβίωτο
η
δημιουργία
κι όμως μέσα από τις λέξεις μαθαίνεις
αυτό που είσαι κι αυτό που υπάρχει
κατά τα άλλα η ζωή σου δεν έχει θέμα
μάταιες συναντήσεις και συναναστροφές
λιποτάκτης
ο
θεός και ο άνθρωπος τραχύς
των
θαυμάτων δραπέτης
οι φίλοι σου οχυρώνονται σε
μικρόκοσμους εξουσίας
συμβατοί με το ρόλο τους
εν μέσω ασύμβατων συναισθημάτων
δεν υπάρχει πόλη-ιστός να κινηθείς
το πότε γράφεις
το πότε πράττεις
πότε συναντάς
αυτό που γυρεύεις
ανήκει στα μυστικά της ζωής
(λύπη
λύπη κλειδωμένη
κάποια
στιγμή-ποτέ
δεν
θα καταδεχτείς να δραπετεύσεις)
-Γύρνα πίσω κοίταξε πίσω
να σε χάσω μια για πάντα
ο ίσκιος σου να μη βαραίνει
τη σκέψη μου
(βήμα
γοργό έρημο το κάστρο
κόκκινη
λάσπη η συνείδηση)
η ζωή γίνεται πάλι κείμενο
οι λέξεις αναιμικές δεν βγάζουν ήχους
κι εσύ επιμένεις ν' ακουστούν
καίγονται οι μύες
καίγονται τα νεύρα
ελεήμων
άγγελος ακέφαλος
εποπτεύει
αυτά
που δεν βλέπεις και δεν ελέγχεις εσύ
αόρατες δυνάμεις περνούν
ο αέρας παίρνει τη μαλακή ευωδιά
της βροχής
-το παρελθόν μάς περιμένει μου είπες
πώς θα σ' αναγνωρίσω;
-έχω κοντά μαλλιά σαν αγόρι
ένα χέρι αγγίζει το πρόσωπο
μια ιστορία αρχίζει
το έπος του έρωτα
πάλι από την αρχή
με αφορμή εμένα
—θα' θελες
να' ναι έτσι—
(παθείν και διατεθήναι)
μνήμη-κύμα
ξεβράζει πάνω σου
εικόνες-σχήματα
λάφυρα του βυθού
αντεστραμμένα
πάλι λησμονείς
στα λόγια πιάνεται ο έρωτας
των ποιητών ατελής
κι αν γλιστρήσει από κει πάει τετέλεσται
το στρείδι κλείνεται στο κέλυφος
δεν ανασαίνει
πέτρινος
άγγελος σκέπει
διφυής
αόρατα τεμνόμενος
-μια
όχρη λευκή η άλλη γκρίζα-
πρωτοστάτης
τα
λόγια σου αναρριχώνται στα φτερά του
επάνω μας εκείνος πορεύεται
εμείς το ανίερο είδωλο του καθρέφτη του
ο λόγος εγγράφεται δειλά
δηλώνει παρουσία
ζούμε παράλληλα
από τις εξαιρέσεις
από τις μακρινές συνομιλίες
τρέφεται η συνείδηση
δεν υπογράμμισα τους στίχους σου
κατοίκησα μέσα τους
χωρίς να το γνωρίζεις
(και
οι δαίμονες της γης θέλουν σπονδές)
δεν σ' έκρυψα σε αφιερώσεις
με αμφίσημα αρχικά (σε αντίθεση με...)
που εντέλει δεν σημαίνουν τίποτα
η δύναμη παίρνει ό,τι γυρεύει
κι εγώ παίρνω στα χέρια μου τον άνεμο
ο
άγγελος δίπλωσε τις φτερούγες του
τυλίχτηκε
φως κυανό κι απομακρύνθηκε
φυσάει δυνατά το τοπίο θολώνει
μουδιάζει η πόλη
ό,τι μας χωρίζει το παίρνει η θύελλα
και το σκορπά
η έχθρα απόψε δεν έχει έρεισμα
γίνεται σκόνη
αποκοιμιέται στα έπιπλα
(δεν ξεσκόνισα το πανάκριβο εγώ σου με φτερό παγονιού)
και αφουγκράζεται το χρόνο
είναι εκεί ενεστώτας
όλα τώρα συμβαίνουν
τώρα και για πάντα συμβαίνουν
αιφνίδιος
αντικατοπτρισμός
πορφυρός
άγγελος
μέσα
από το μαύρο δίχτυ
αόρατος
σημαδεύει
νιώθεις την αντίσταση του ζώου
στην τρυφερότητα-απειλή
τρέχουν τα δάχτυλα στα πλήκτρα
οι λέξεις
αντίστιξη
στο φόβο
η συντεχνία παραμονεύει
δίνει τίτλους επιβραβεύει
σε
ονομάζει
η
συνέχεια
λευκό σύννεφο έκθετο
στα
καπρίτσια του φωτός
τρέχα πέτα ρίξε
της λήθης το διάδημα στον άνεμο
δεν έχω πόλη
ο ξένος μονίμως βιώνει
μιαν ανεξάντλητη κόπωση
και μιαν ενοχή
«Rainer, liebst Du
mich noch?»
το ερώτημα της Μαρίνας στον ποιητή
(Νοέμβρης του 1926) δεν απαντήθηκε ποτέ
όπως και το δικό μου
και σήμερα ακόμη αναπάντητο
Τα μηνύματα ελήφθησαν
δίχως σχόλια
έπειτα
τα λόγια η μάσκα της σιωπής
έδωσαν πάλι μιαν αβέβαιη παράσταση
φευγαλέα συναπαντήματα
συναντήσεις του βλέμματος
παιγνίδι
αντικατοπτρισμών
-η προσφιλής μας τακτική-
διέγερση του κενού
kindred souls
δυο φύλλα του ιδίου δέντρου
ο συνομιλητής
η θρυαλλίδα της δημιουργίας
απών
ο τρυφερός καθρέφτης
άεργος ανενεργός
(τελετουργικές
κινήσεις των χεριών
λέξεις
σύμβολα της ανάκλησης)
καλείσαι να αποκαθηλώσεις τα είδωλα
αγγίζοντάς τα απαλά
με φτερουγίσματα μη σπάσουν
και χαθείς
ένα ναι
αποτεφρωμένος
άγγελος
μέσα στο
συρματόπλεγμα τον όχι
ο άγγελος σον μια
σκιά
συμφιλίωση
γλιστρά μέσα από τα δάχτυλα σου
διαδρομή του σώματος στο άλλο σώμα
(η χλόη ανάμεσα στις πέτρες
ανάμεσα στις ρωγμές τον σώματος σον
τα μικρά πλάσματα της γης
πώς ανασαίνονν)
κατάφαση
ζυμώθηκαν οι λέξεις
με της δειλής αγάπης το προζύμι
έγιναν εσύ
εισέρχεσαι σε ενεργειακά πεδία
του αίματος
βίαιη μοναξιά και πάλη
η στιγμή που τίθεται ένα όριο
η ίδια η στιγμή της υπέρβασης
ό,τι δεν έχουμε ζήσει υπάρχει
((Bars of silence crossed the mouth
decorates it»
ο απών παρών δίπλα
σου
εφάνη εναργής
η συνύπαρξη εντός του ιδίου χώρου
σημείο απομακρύνσεως
αδυνατώ να βρω τη συνέχεια
η αλληλογραφία
βέλη καρφωμένα σε γόνιμη γη
-γράμματα που
αρνούνται να γραφτούν-
(σμήνος πουλιών
κυκλώνει το βλέμμα μου
ριπές της λήθης
στον κήπο των γαλάζιων ρόδων)
άγγελος πανσέληνος
αμίλητος στο
ανοιχτό παράθυρο
οι οιωνοί σιωπούν
ανάμεσα στο θεϊκό
και την απουσία του
σχοινοβάτης σε
ασταθή ισορροπία
γυρίζει ανελέητα ο κύκλος
κι εμείς μαζί του
σε παράλληλες τροχιές
ίσως κάπου
το βλέμμα αγγίξει το βλέμμα
κι αναγνωρίσει το δικό του βλέμμα
προς το παρόν
ήχοι παράταιροι λέξεις οικείες
και άδηλες
γυρεύουν να αποδράσουν
ο αφανής οικοδεσπότης ανοίγει τα κελιά
τότε εξατμίζονται
ανεβαίνουν στα σύννεφα
γίνονται χρυσή βροχή
πέφτουν στα μάγουλα ενός εφήβου
τον μαγεύουν
τον κάνουν δικό τους για πάντα
(βυθίζεται στη δίνη των ιερών υδάτων
της έξαρσης
του ολέθρου
της ανάτασης)
κι ας κλονίζει
ο αιώνας μας της αιωνιότητας
τη χίμαιρα
υπάρχουν η αυγή και το ηλιοβασίλεμα
τα αηδόνια και η μοίρα
αιφνίδιο
φως αστρικό σώμα
άγγελος
φωνήεις
στη γη
στο εκάστοτε εδώ και το τώρα
ονοματίζει
τη ροή του ανέκκλητου
(μ' ό,τι αυτό για σένα συνεπάγεται)
το μελάνι χύθηκε στο χαρτί
έπνιξε τις μαύρες λέξεις
(στη λευκή άμμο της συνείδησης
ο βοριάς σηκώνει
νομίσματα θραύσματα
ροές ψηφίδες
του καιρού μηνύει
άλλη γραφή άλλη
ανάγνωση)
στο δωμάτιο σπάει
αλάβαστρο το φως
ανέγνωρο φτερούγισμα
ο εκλιπών
άγγελος της αστραπής
και του
μοιραίου πόθου
υπενθυμίζει
το αίτημα
να πάρει ο λόγος βήμα
πέρα από εγώ
πιο πέρα από εδώ
ενδότερα από τώρα
σαν τίποτα να μην είναι όπως ήταν
-δεν είναι
-είναι
{άρωμα ξύλου ταξιδεύει
στο σώμα σον
ο χρόνος πετά φύλλα
στιλπνά φεγγάρια
μεταξένια)
η βία του νέου κόσμου
χρώματα εκτυφλωτικά
ήχοι εκκωφαντικοί πανομοιότυποι
αντι-τρόμος
αντι-κόσμος απατηλός
το άλεκτο και
ερήμην ημών συντελείται
δονείται η λευκή
άμμος της συνείδησης
ό,τι βλέπω και αποσιωπώ στοιχειώνει
ό,τι μιλώ και αγνοώ απομαγεύεται
γυρεύει εκ νέου τη σύνθεση
(το ποτάμι
αργοσαλεύει
περιμένει τα νερά
της βροχής
να το ανανεώσουν
μη βαλτώσει μη στερέψει
μη)
ο λόγος - ο κόσμος
can poetry matter?
Λευκές Συνομιλίες ΙΙ στη Β.Μ.
[2006]
Τώρα
μόλις δύσουν τα χρώματα της σκηνής
το προστατευτικό γυαλί θα γίνει θρύψαλα
Τώρα θα κοιτάξεις το πρόσωπο στα μάτια
μιαν εκδοχή του προσώπου σου
(το φύλλωμα των δέντρων
το δέρμα σον
γυναίκα-δέντρο
θροΐζεις )
φευγαλέα αδιόρατα σήματα
την έφεραν στον ήχο της φωνής σου
έστω μια φορά
την έσχατη
ο άγγελος φόρεσε το
χρυσαφένιο δίχτυ
μέθυσε κι
αιχμαλώτισε τις μοίρες
έστω μια
νύχτα την έσχατη
ένα ζευγάρι μάτια
βλέπουν στον ήχο την εικόνα τους
τότε και τώρα
σαν να στοίχειωσε ο χρόνος
το δωμάτιο -δεν θυμάμαι το χρώμα του-
μίκρυνε πάλι έγινε ένα παλιό
βραχνό ραδιόφωνο
πήρε ρόδινο φως η αίθουσα
θαρρείς υπερκόσμιο
δεν το βλέπουν οι άλλοι
αισθάνονται μόνο την παρουσία του
(μια ελεγεία στο φεγγάρι
βροχή από χρυσές ψηφίδες
στο τετράγωνο παράθυρο)
τώρα θα μιλήσεις
δεν έχεις επιλογή
φεύγει
είδες την παράξενη λάμψη στα μάτια
άκουσες τη δύναμη του μετάλλου
να τραγουδά την επιστροφή
«πάμε κι εμείς στην»... όχι, εγώ μόνη μου πάω.
πού;
ένα βελούδινο
σύννεφο
αντιστρέφεται
τυλίγει τα άστρα
σκοτάδι ρίξε τη
γέφυρα
μόνο ένα ρεύμα υπόγειο
στον αέρα σε πάει
σε τροχιά ελλειπτική
δεν έχεις βήματα μόνο παλμούς
δονήσεις κρουστών
ηχοχρώματα της νύχτας
(στο πράσινο της λίμνης
μειλίχιο φως γλιστράς
πάνω στα νούφαρα ο ύπνος της αγάπης)
τώρα προβολή μιας εκδοχής
ενός ματαιωμένου προσώπου
αποχαιρετισμός ενός εγώ
που δεν άνθισε ποτέ
-δεν τόλμησε ν' ανθίσει ποτέ-
υπάρχουν κάπου μέσα μας
οι αληθινές βεβαιότητες
αυτές που φορούν τη μάσκα
των υποθέσεων του μη πραγματικού
τα αν... τότε...
ο τοίχος κινείται
μεγαλώνει
το είδωλο σβήνει τη σκιά του
η πόρτα ανοίγει
Ο άγγελος προπορεύεται
με μιαν αγκαλιά
φθινοπωρινά
χρυσάνθεμα
εσύ με τα χέρια
αδειανά
έτοιμη να το βάλεις
πάλι στα πόδια
ενώ μια μεταξένια
ανάμνηση
αλλοτινού ονείρου
περνά ανέπαφη τα
σύνορα του τώρα
διάφανα λόγια από
το βλέμμα δραπετεύουν
Πλανήτες στίχοι
αδέσποτοι
του κύκλου αγγελίσματα
γυρεύουν να εγγραφούν
στο ακατέργαστο ποίημα
ενώπιον σου
ένα καταβεβλημένο σώμα
με τη χλομάδα του καπνού
στο φτιασιδωμένο πρόσωπο
δηλώνει τις συγκρούσεις π
ου συντελούνται εντός του
έλα... μίλησε., η ιστορία της
η ιστορία σου
ασπρόμαυρες φωτογραφίες
κι άλλες με χρώματα και φως
ήχοι μελωδίες
λόγια θαρρείς μαγικά
σε μεγάλα τετράδια
ξαποσταίνουν
απλώνονται δυναμώνουν γεμίζουν το σπίτι
εκεί μέσα ένα κορίτσι μεγαλώνει
στον ίσκιο μιας γυναίκας
ανασαίνει κι ελπίζει
να γίνει η ηχώ του μετάλλου
{όταν το σκοτάδι
πυκνώνει
κι όλα τα τέρατα
σκιάζουν τον ύπνο σου
μονοπάτια απάτητα
της συνείδησης
αχνοψέγγονν δειλά
παλεύεις να
επιστρέψεις
δεν ξέρεις όμως
πού)
εκείνη αλλάζει, μεταμορφώνεται,
ανεβαίνει τη φωτεινή κλίμακα
μέχρι να αναλωθεί από το φως
και πάλι ηλιαχτίδα να κατέλθει
δημιουργία, έρωτας
χρώματα της νιότης πλεγμένα όνειρα
ο άγγελος
καταγράφει την αέναη
κίνηση από το
σκοτάδι στο φως
και πάλι πίσω
χρονομέτρης
ανάλγητος
τα τετράδια μοναδικός συνομιλητής
αταξίδευτος
αυτοσχεδιασμοί
ηχώ μιας φωνής
κι ενός πυρέσσοντος ονείρου
(τη νύχτα
σημαδεύω τα φανάρια
τον δρόμου
σημαδεύω το θάνατο
και χάνω το σημάδι)
ήταν αλλά δεν ήταν
είναι ούτε τώρα είναι
βρες τους δαίμονές
σου
παραδώσου σ' αυτούς
τα τραγούδια το λουλακί
της τρικυμίας μέσα μου
του Βικέντιου το κίτρινο
με κάνει καλοκαίρι
στάχυ κι άνεμο
κάτω από την απαγόρευση
πραγματοποιώ το απαγορευμένο
παραβιάζω εντολές
(μικρά πολύχρωμα
φωτάκια
μεγεθύνουν τις
σκιές και στις ράγες της νύχτας
το τρένο σφυρίζει
το σώμα
μετακινείται
στη μεγάλη πολιτεία
στιγμές ανθοφορίας
ορυκτό φως
στοιχειώνει το
τοπίο)
γκρίζο τοπίο στο σταθμό
απλωμένες κουβέρτες
μετανάστες καρτερούν
το τρένο του παραδείσου
κι εγώ μαζί τους
(«μη μου μιλήσεις πάλι για ταξίδια»)
ο άγγελος σφραγίζει
τα ερωτηματικά
και αποσύρεται
μια μέρα το κορίτσι
αποκοιμήθηκε στο ασήμι της ελιάς
τα τετράδια έμειναν πίσω
ο πατέρας τα έριξε στη φωτιά
(η γυναίκα εικόνα
αποσυντίθεται
υπερίπταται σε ένα
μοβ στροβίλισμα
διαλύεται σε μικρές
φλόγες)
μυρωδιά καπνού τάραξε τον ύπνο του
δεν είναι αλήθεια...
μετά η στάχτη σκέπασε τη συνείδηση
η σκιά του χαμένου
προσώπου
το εσαεί
αναβαλλόμενο δάκρυ
πέφτει πάνω σου
γίνεται εσύ
«Αυτό
να το γράψεις»
Τα
μάτια της έστειλαν μια ζεστή μελιά αχτίδα
μιαν
εντολή
δεν
αντιστέκομαι
«write, write or die»
(ουδέν
σχόλιον
απόψε
ο ρομαντισμός γιορτάζει)
(ασέληνη πολιτεία
παράξενοι θόρυβοι
τερατώδεις προσόψεις κτιρίων
αχνοψέγγονν στο σκοτάδι
η είσοδος τον σπιτιού της
μετατοπίζεται
να προφτάσω πριν πέσει τ' αστέρι)
αλλάζω
εικόνα
σαν
από αρχείο
η
αίθουσα γεμάτη κόσμο
δυο
μικρά κορίτσια
κυνηγιούνται
στις σκάλες
εκείνη
η αναδυομένη των ήχων
εκείνος
τρυφερό
παλλόμενο βλέμμα
αναρριχάται
πάνω της
χρόνια
μετά πήρε φωτιά
λιωμένο
κερί η αγάπη
διάφανος ο άγγελος
παρεισφρύει
στη σκιά της
σχίζει στα δύο
κάθε προστατευτικό πλέγμα
της συνείδησης
τώρα όλα για όλα
θαρρείς για μια φορά και για
πάντα
το
κορίτσι μαγεμένο
περνά
απ' το πένθος
στην
ανάσταση
στα
εφηβικά του μάτια
γυάλινα
πρίσματα χρωματιστά
ο
κόσμος
«νυν
και αεί»
εκεί
να μείνει να καθρεφτίζεται
εκεί
για πάντα
—
ναι για πάντα
(νερά κρυστάλλινα
πύρινα λόγια κλειδωμένα στο αμίλητο νερό
αναβλύζουν δροσιά)
από
τα έγκατα της γης η φωνή ανεβαίνει
ήχοι
στρογγυλοί πεντακάθαροι στιβαροί
φωνή
λιτή απέριττη
επιβάλλεται
χωρίς
λικνίσματα
μέσα από τον τοίχο
η αντανάκλαση γλιστρά
ο άγγελος ρεμβάζει
αψηφώντας τα όρια
τα
πνευστά ανοίγουν το δρόμο
μέσα
από τα φθινοπωρινά φύλλα
με
τους ήχους του τσέλου
η
γύρη σκορπίζεται στα μαλλιά σου
(το δέντρο κινεί απειλητικά τα κλαδιά τον
στο σώμα σον
το σφίγγει κι ο κορμός το καταπίνει)
βρίσκεσαι
αίφνης α έναν κήπο
ολάνθιστο
ευωδιάζει
η άγνωστη μέχρι εκείνη τη στιγμή
ενδοχώρα
οι
άγγελοι ξαποσταίνουν εκεί
ο
ήχος των φτερών τους
παλμός
ρυθμικός
γαλήνη
με ακούει απόψε όπως τα παιδιά
το παραμύθι τους
στη σκέψη μου συνωστίζονται
αριδάκρυα σύννεφα
ο άγγελος στο παράθυρο
παρακολουθεί
μέσα από το άγραφο βιβλίο
τη συνέχεια
το πρόσωπο τον κόκκινο
φεγγάρι
όλα
στη σκέψη σου μπερδεύονται απόψε
—
μην την τρομάξεις
άφησέ
τα
μην
της λες:
η
ψεύτικη ζωή των εξωφύλλων
τα
διαφημιστικά τερτίπια
ένας
άλλος κόσμος
σε
αιχμαλωτίζει σε πολύχρωμα σελοφάν ηδονής
παίρνει
στροφή ο χρόνος
δεν
βλέπεις το δόκανο
στημένο
καλά να πιαστείς
εντός
του βρίσκεσαι και δεν το γνωρίζεις
σπαρταράς
λάφυρο εκλεκτό
κίβδηλοι
έπαινοι
σε
τραβούν στον επίγειο Άδη
φύγε,
κλείσε τα παράθυρα
αίφνης
ο έρωτας
κύμα
σε τραβάει όλο και πιο μέσα
στυλώνεις
τα πόδια να πατήσεις στεριά
τίποτα
το
κύμα σε πάει όλο πιο βαθιά
η
ακτή απομακρύνεται
(έξοδος από την άβυσσο
είσοδος σε μίαν άλλη άβυσσο
ζωή μου)
μέσα
από το ανόμοιο αναγνωρίζεις το όμοιο
κι
αυτό επιμένεις να ζητάς
κι
αυτό να απεχθάνεσαι
ίλιγγος «of broken passions»
κινούμενη άμμος η τελειότητα
η
αλήθεια δεν είναι για όλους
(ούτε
για σένα
κι ας ισχυριζόσουν το αντίθετο)
κλείνεις
τα μάτια
βάζεις
φτερά χρωματιστά
στους
ώμους των ανθρώπων
γίνονται
άγγελοι
(δεν
είναι όμως
όσο
κι αν αυτό σε πονάει)
Δεν
τη ρώτησα τίποτα απόψε
ενοχλητικά
επίμονα έντομα βουίζουν μέσα μου
τόσα
γιατί
(η αγέννητη γραφή
συνεχίζει τη μυστική πορεία του σπόρου
ζωγράφισε με λέξεις
«write in your own
blood»)
συνεχίζω
λέξεις ασύνδετες για μας
σαν
να μιλώ
για
ηρωίδες μιας ταινίας
το
κεντρί της σφήκας αποβραδίς σημαίνει
εκείνη
φορά το χιτώνα του χειρουργείου
φάσμα
της λεύκας σιωπηλό
η
άλλη παίρνει το μήνυμα
αιφνίδια
απώλεια των αισθήσεων
δάκρυσε κείνο το βράδυ ο
άγγελος
κι απέστρεψε το βλέμμα του
περιμένοντας να ξημερώσει
μεταξωτό
μαντίλι η αγάπη
μού
κλείνει το στόμα
τώρα
γνωρίζουμε ποια είναι η συνέχεια
ευωδιάζει
τ' αγιοκέρι
εκείνη
ενδύεται το άλλο σχήμα
μπαίνει
στην αρχαία λίμνη
Σκορπισμένα
καλώδια στους διαδρόμους
οι
τεχνικοί επί ποδός
η
σκηνή ερειπωμένη πολιτεία
κλείνουν
οι πύλες
αποχαιρετισμός
(κοντοστεκόταν
ήταν
φανερό δεν ήθελε να φύγει)
ο
δικός της άγγελος άνοιξε τα φτερά του
στου
ρολογιού το σχήμα
ο
χρόνος του
την
έπαιρνε μακριά
κι
εσύ στο βλέμμα της
απεγνωσμένα
τη
χαμένη μορφή σου αναζητάς
το
είδωλο που βύθισες
στα
θολά και κρύα νερά
μιας
άκαρπης νεότητας
για
να γίνεις εσύ
η
άλλη
το
αδιαπέραστο όχι
η
ανελέητη άρνηση
λίγα
χρόνια πριν
ένα
τεράστιο Χ
=
διαγράφεται
απ'
της νεανικής οργής
τα
«σκουριασμένα χείλη»
ένα
κομμάτι της ζωής μου εξατμίζεται
εγγράφομαι
σε άλλα τοπία
«πώς
έφυγες απ' τη ζωή μου έτσι»
εκδικούμαι
εσένα
εμένα
εκδικούμαι
(μετέωρη η ζωή μου
χαρταετός και το σχοινί να σώνεται
κι άλλοτε με τα πόδια γυμνά
χαράζω κύκλους σ' αναρριχώμενα άστρα)
τρέχω
να κρυφτώ
σε
σχήματα άγνωστα
δεν
με χωράνε δεν τα περιέχω
δεν
είμαι πουθενά
«σ'
έχω διαγράψει κι άλλη πορεία έχω χαράξει»
μόνο
που ο δρόμος
διαρκώς
μετατοπίζεται
αδιάβατος
το
βλέπω
τι
σημαίνει να χάνεις σπυρί σπυρί τη δύναμή σου
σαν
τ' ανοιγμένο ρόδι
την
τρώνε τα πουλιά
σκοτεινός ο άγγελος με
διπλωμένα
τα ρόδινα φτερά του
κατάστικτα απ' τις έγνοιες
σου
άδειο
κέλυφος
εκπέμπει
παράταιρες μελωδίες
δεν
θέλω να ακούω
ο
κόσμος γύρω της ένιωθε
να
γυρίζει της Ιστορίας τον τροχό
να
φέρνει με λόγια ανέξοδα
το
σύμπαν στα μέτρα του
οι
καιροί παραπατούν ξοδεύουν
ασελγούν
χαμένη
στις μαρκίζες
διωγμένη
από παντού
αυτό
που ήσουν ταξιδεύει στο ποτάμι
αυτό
που είσαι δεν σε περιέχει
ύβρις
εκπίπτεις
ως
πρόβατον επί σφαγήν
δεν
υπάρχεις δεν μπορεί να υπάρχεις
δεν
υπάρχω κι εγώ
παραπαίω
ανάμεσα
σε
άγνωστες γλώσσες ακατανόητες
δεν
επιλέγω
μονόδρομος
η περίτεχνη λογιοσύνη
(τις νύχτες χάνεσαι στο πράσινο
τρέχεις παιδί παιδάκι πίσω απ’ τη χαρά
και δεν τη φτάνεις)
η
ψυχή χάνει τα φτερά της
άγριος
σπόρος που τον ξερνάει
το
χώμα
τα
λόγια σου αλλιώς ηχούν κι άλλα σημαίνουν
αλλού
η μουσική κι ο έρωτας αλλού
δεν
αντέχω αυτά τα λόγια
απολογείσαι
στους ανίδεους
απαντάς
στις ίδιες στερεότυπες ερωτήσεις
οι
καιροί ανελέητα σε προσπερνούν
ανακαλύπτεις
την εξουσία του περιττού
η
μοναξιά στοιχειώνει στους τοίχους
τους
φορτώνει με πολύχρωμες σκιές
μιλάς
μαζί τους τα απογεύματα
τις
νύχτες απορροφούν τον ύπνο σου
εξεγείρεται ο άγγελος
παίρνει τη φωνή σου κρυφά
μην την τρομάξεις
αποσύρεσαι
μέρα
τη μέρα φεύγεις
το
παρόν σου ανάμνηση
αποσπάσματα,
χάσματα
κεκρυμμένου
ονείρου
στα
χρώματα της αυγής ρίχνεις
πάλι
το ίδιο αναίτιο γιατί
σκανταλιάρικο
παιδί ο χρόνος
παίζει
στο προσκέφαλο σου ζάρια
την
όψη σου
αλλάζει
σε μια νύχτα
(εγώ ηχώ μιας μόνης φωνής
της ίδιας φωνής
η άλλη εσύ ψίθυρος
ρόδινη ποινή
ριπή του ανέμου
άνοιξε το παράθυρο
οι νυχτερίδες να πετάξουν
απ' τα μαλλιά μου)
γρίφος
ο κόσμος
να
εγκαταλείψεις τα πάντα
στους
στίχους να χαθείς
να
επιστρέψεις στην ακίνητη εστία
ο άγγελος ερωτηματικό διάφανο
προς στιγμήν αποσύρεται
ιδιωτεύει
άπατρις πολίτης τον ουρανού
δωρική
φωνή
αδιόρατη
μελαγχολία
προσμένοντας
το δηλητήριο
να
αποδώσει καρπούς.
(μες στο
γαλάζιο σύννεφο
η φύλακας τον
ναού
φυτεύει άστρα
της άνοιξης
ν' ανθίσουν
χρώματα δάκρυα των παθών)
μια
μέρα της άνοιξης σε είδα
—ούτε
κι αυτό λέγεται απόψε—
οι
πρίμουλες κι οι νάρκισσοι έχουν ανθίσει
η
ψηφιακή εποχή δείχνει τα δόντια της
κι
ο χρόνος στο πείσμα των θεωριών
γύρισε
ανελέητα
ναι,
δυο φορές στο ίδιο ποτάμι
πέρασες
πάλι δίπλα μου
το
βλέμμα σου με προσπέρασε
έγινα
πέτρα
ράγισα
στα δύο
κι
ύστερα τίποτα
έδιωξα
την εικόνα σου
δεν
με αφορά πια
ο
ήχος της σιωπής
πένθος
στο πένθος μου
Το φεγγάρι γεμίζει
«όλα μου λεν πως έχεις κιόλας φύγει»
τρεις μέρες πριν
από την αυγουστιάτικη πανσέληνο
σβήστηκε το φως
στο μετάξι
την τύλιξε η νύχτα
τη φυγάδευσε η αυγή με μια πνοή
«και πια δεν περιμένω...»
τώρα η μνήμη ,
πλάθει τις δικές της ιστορίες
τους δικούς της φανταστικούς διάλογους
(μη γελιέσαι,
πριν το ίδιο δεν έκανε;)
ανέγγιχτη
ανέπαφη
φυλλαράκι πράσινο στο ρεύμα του νερού
κι άλλοτε χρυσαλλίδα έντρομη
στα τσιμεντένια κτίρια
στην άσφαλτο
βαφτίζεται το φως
(εδώ δεν
έχει άστρα ο ουρανός
σε φωνάζω κι
η φωνή μου
αύρα ψυχρή
γυρίζει εντός μου)
το σπίτι που το 'παίρνε ο αγέρας
η κληματαριά
ο μικρός λοφίσκος
-το πρώτο πάλκο σου—
επιστρέφουν μέσα σε γαλάζιο φως
εναλλασσόμενα σκηνικά
στο νέο άγνωστο μοναχικό τοπίο
της περιπλάνησής σου
σ' αφουγκράζομαι
- «θέλω ν'
ακούω την ορχήστρα
να παίζει... κι εγώ να τραγουδάω...
να τραγουδάω...»
η αύρα σου
ακόμη αχνοφέγγει
την ύστατη ώρα
το χέρι της μητέρας
σήκωσε το βάρος της φυγής σου
σκεπάστε τους καθρέφτες
«ουκ έστιν ώδε»
μια λυγαριά ο άγγελος
σέρνει στο χώμα το χιτώνα του
σε γυρεύει ασημένιος
εν τη σκοτία
Έφυγες κι αίφνης
μιλούν όλοι για σένα
περίτεχνα λόγια αυτάρεσκα
σαν στοιχειωμένο άλλοτε
δίχως αύριο
«θα μας ξεχάσουνε την Πέμπτη
το Σάββατο την ίδια ώρα θα αναστηθούμε»
(ναι, στις
γραμμές τον κόσμου
θ'
ανταμώσουμε πάλι μία μέρα
αγέρας εσύ
κι εγώ βροχή
κι ένα
κορίτσι θα τραγουδάει
νότες-άστρα
και θα στολίζει
μ' αυτά το
δωμάτιο του
για να iχει ο λόγος φύση)
εγώ μνημονεύω
ο αδιάβατος χρόνος να προβάλει
φιλικό μονοπάτι μέσα από ανθισμένες λεμονιές
να το περάσεις
εγώ μια ραγισμένη φωνή
μια αφήγηση χωρίς αποδέκτη
«brazen tears»
το δώρο που άφησα να φύγει
εκείνη το γύρισε πίσω ακριβότερο
φωνή ρωγμή στο χρόνο
ιδεατός τόπος η ποίηση
για το άτοπον της επαφής του
εγώ με το εσύ-εγώ
με διώχνει
amor fati
(είναι και αυτό μια ερμηνεία
-αμήχανη έστω-
αλλά ερμηνεία)
προκάλυμμα της ύπαρξης
η δημιουργία
αν σε εγκαταλείψει βγαίνει στο φως
αυτό που σε βαραίνει
το αληθινό σου πρόσωπο
Ο άγγελος χάθηκε στο δάσος
με τις οξιές
το άλλο πρωί κρύσταλλοι λευκοί
στα φύλλα της αγάπης
σβήσε τα κεριά
το κάστρο ερήμωσε
κι οι σκιές το εγκαταλείπουν
το δικό σου πρόσωπο
το δικό της πρόσωπο
μια ιδέα
ένα παιχνίδι του μυαλού
Αυλαία
Η παράσταση
-αν το κατάλαβες-
μόλις τώρα αρχίζει
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου