ΒΙΚΤΩΡΙΑ ΚΑΠΛΑΝΗ

ΒΙΚΤΩΡΙΑ ΚΑΠΛΑΝΗ

Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2013

ΣΗΜΕΙΟ ΦΥΓΗΣ (2013)



 

            Α

ΦΩΤΟ-ΠΑΙΓΝΙΑ


(2008-2009)


(Τα ποιήματα αυτά γράφτηκαν για την ομώνυμη σειρά φωτογραφιών 
του Λάζαρου Ιωαννίδη).




ΕΝ ΑΡΧΗ 


α

Φως εν αρχή και δάκρυ
αγέννητο στις κόγχες των ματιών σου

κάπου χάθηκες
και χάθηκε κι ο δρόμος

σκηνοθετείς πάλι από την αρχή
την αναπαράσταση του αθέατου ταξιδιού
από το χάος στον έρωτα και τη μοίρα

χαράζεις το όριο
τις τρεις πρώτες νότες
πρελούδιο σε λα μινόρε


β
Από τα χλωμά νερά της λήθης
μια στιγμή αέρινη
έτοιμη να διαλυθεί στο φως
δάκρυ εγώ φωνήεν
στις χορδές της άρπας συλλαβή της αγωνίας
άθυρμα στη δοκιμασία των χρωμάτων

μεταμορφώνομαι
κόσμημα και νιο φεγγάρι
πίσω από τα σύννεφα της σκέψης σου
ανατέλλω και ο ουρανός σου πλημμυρίζει
αντιφεγγίσματα
αδικαίωτων στιγμών


γ 

Δέσμη φωτονίων επί του ύδατος ορθρίζει εκ νυκτός μια σταγόνα μια νότα παίρνει φως κίνηση αργή τελετουργική στους ανέγνωρους ρυθμούς του σύμπαντος απ’ αυτήν φωτίζεται μια άλλη κι ύστερα άλλη η σκέψη ρέει ανακαλεί το άνυδρο τοπίο απολύει στον αέρα τα πάθη της μια λάμψη όλα μια εύθραυστη στιγμή η γέννηση




ΕΝΑΝΤΙΟΔΡΟΜΙΕΣ



α

Αστήρ πλάνης πλανώμενος
πεπλανημένος
περιίπταται στροβιλίζεται ακροβατεί
σε μονοπάτια ιερής περιπλάνησης
και επιστρέφει άπραγος στο φιλμ της μηχανής σου

ασφυκτιά στην ασφαλή τροχιά της επανάληψης
δακρύζει φως

έπειτα κρυφογελά στα χρώματα
αφήνεται στη θαλπωρή τους
ναρκώνεται και ακινητεί
και πάλι απογειώνεται
χαράζει ίχνη
στη νήσο του φωτός να βασιλέψει
τρομάζει –λέει– τα ύψη
τρομάζει από τα ύψη

επιστρέφει πάντα
υπάκουο παιδί
ν’ αναπαυτεί στο λίκνο σου


β
Ανατέλλω
πνοές του αόρατου
ακατανόητα μηνύματα
ορίζουν την τροχιά μου

αποκρίνομαι
η σκιά μου βαθαίνει
χρυσαφένιο σύννεφο ελιγμός στον ορίζοντα

παλινδρομώ
η τροχιά μου κεντά
μελωδίες της αγρύπνιας

βυθίζομαι στα σκοτεινά ουράνια ύδατα
αμοιβάδες φωτός χάνουν το χρώμα τους
μέσα μου γαλάζιο ποτάμι
επικράνθη
ουρανοδρομώ και αναπαύομαι
όνειρο αθανασίας
γ
Η σύνθεση η διάλυση μια σκέψη στα όρια της ύπαρξης ο εγκλεισμός και η λαχτάρα της διαφυγής η παντοδυναμία η αδυναμία στη νοητή κλίμακα παίρνει φωτιά άτεχνη προσομοίωση πάθους το αίτημα του ανύπαρκτου να πάρει όνομα και σχήμα έντρομο κουρνιάζει στη μεγαλοπρεπή μοναξιά του απόμακρο σιωπηλό μυστηριώδες



ΣΙΩΠΗ



α

Ήχος οξύς διαπεραστικός
αιφνιδιάζει τη γαλήνια κιβωτό σου
επιθανάτια κραυγή
από έγχορδο ημερών αρχαίων
το μάγεψε η σιωπή
να μην ηχήσει ποτέ ξανά
τις απόκοσμες μελωδίες του

η μνήμη του φυλακισμένο φως
επιλήσμων λόγος
προφητικός
ατενίζει το δικό σου τρομαγμένο καθρέφτη
αφανίζει το είδωλο
σε καταργεί

απορροφά τους ήχους
όλα τα έγχορδα της ορχήστρας
παράγουν σιωπή
μια ασίγαστη παύση
εκρηκτική


β 
Εγώ η σμιλεμένη κίνηση
η απολιθωμένη μουσική
των άχρονων καιρών
εγώ η άλλη σου όψη
η εν τω κόσμω ηττημένη

μεγεθύνομαι
τρομακτικό τοτέμ
αυτοσχέδια πύλη
της απαγορευμένης υδάτινης πολιτείας σου

από την πλησμονή των δακρύων φλογίζομαι
εγώ το ακυρωμένο ρήμα
στο οχυρό της εξορίας μου
τρομάζω το θαύμα
να μη γεννηθεί


γ
Το άγνωστο γυρεύει υπόσταση περίοδοι σιωπής με ανοιχτό το τραύμα της επανάληψης μέχρι από το χωνευτήρι της να βγει τρυφερό φως απ’ τις χαραμάδες της συνείδησης διαρκώς έρχεται και φεύγει αλλάζει χρώματα διάθεση αντιφατικά μηνύματα η συνείδηση της δημιουργίας



ΤΑΞΙΔΙ



α

Κινείται αργά νωχελικά μέσα στο χώρο
θαρρεί πως ταξιδεύει 
ο χρόνος αποσύρεται
προσμένει  υπομονετικά
το φλεγόμενο σύννεφο ν’ ανθίσει

αναμιγνύει χρώματα με ήχους
από μέσα τους αναδύονται
μορφές και σχήματα
γνώριμα του άχρονου
αινίγματα του χρόνου
αταξίδευτα


β
Γλιστρώ αθόρυβα
από τον κόκκινο μανδύα
ένα μικρό εύθραυστο σύμπαν
εισέρχομαι στην πραγματικότητα.
ν’  αντιστρέψω τη φορά των πραγμάτων

ενσωματώνω το χώρο σου
ταξιδεύεις εντός μου
απ’ το παράθυρό σου ατενίζεις
περίτεχνους αντικατοπτρισμούς
ωκεανού σημάδια
και μιαν ανατολή
που ρίχνει στο βυθό τα γράμματα της νύχτας

γ
Το άχρονο και ο χρόνος εναγώνια αναζήτηση του σημείου τομής η ανεκπλήρωτη επιθυμία ταξιδεύει τυλίγεται στο μετάξι της ανατολής στο βελούδινο ιμάτιο της δύσης ταλαντεύεται μεταλλάσσεται και ενίοτε εκπίπτει αφήνοντας σε κάθε περίπτωση ένα όρυγμα βαθύ και μια δυσοσμία αφόρητη



  

ΑΝΘΟΦΟΡΙΑ



α

Κι όμως στο χέρι σου
εικονίζεται εν μικρώ η αρμονία
ακολούθησε τις γραμμές τα όρη τα σύμβολα
τις αναλογίες με τα μουσικά διαστήματα

ακινησία
τα δάχτυλα αιμορραγούν
παραμορφώνονται

λευκό της μνήμης χρώμα
ανακαλεί σχήματα μελωδικά
αντάντε αμορόζο

όνειρο
η ανθοφορία


β
Αλλεπάλληλοι τραυματισμοί
σημαδεύουν κάθε έξοδο
από το γυάλινο κέλυφος

επιστρέφω
σ’ ένα φίλανθο κέντρο
απομονωμένο και αδιάφορο στην επαφή

οι αιχμηρές νότες
βουβές χωρίς ήχο
αδιάψευστο σημάδι στα δάκτυλα

η έκρηξη πάντα την τελευταία στιγμή
αναβάλλεται
γ
Η έκθεση στο πραγματικό ανάδυση του εσωτερικού τοπίου με έναν ιδιαίτερο κάθε φορά φωτισμό η γνώμη των άλλων συσκοτίζει την εικόνα το κέντρο ανθεκτικό παρά τους κλυδωνισμούς δεν συντρίβεται ο εαυτός και ο κόσμος συνέχονται η έκφραση αβίαστα ωριμάζει φως εν τη σκοτία ανθίζει



ADIEU



α

Το αστέρι πάλι στο δωμάτιο σου
φωτίζει την απουσία
τη γυναίκα που αποσύρεται
δέντρο -ζωή στο διηνεκές-
καθρεφτίζεται πάλι μακρινή
ως ήρθε στο παράθυρο
έτοιμη να δραπετεύσει για πάντα

πολύχρωμα φωτεινά λέπια
η σκέψη σου
στον κορμό της κατατίθενται
το φως της σελήνης
να τ’ αληθέψει

ανάμεσα στα κλαδιά το βλέμμα της αχνοφέγγει
μακρινή αντανάκλαση
πυγολαμπίδα της σιωπής σου

όταν αληθινά ποθήσεις την επιστροφή της
θα επανέλθει
θα είναι άλλη
-ποτέ δυο φορές η ίδια-
αλλά όμοια

β
Παράθυρο βυθισμένο στα νερά
φυτά ονείρων μεγεθύνονται στο σκοτάδι
ναυάγιο φωτός
η παρουσία μου
στον καθρέφτη του ουρανού
ζωγράφισε το εσωτερικό σου φεγγάρι

όλα ακίνητα εδώ
μόνο φευγαλέοι ήχοι άρπας
ντο έλασσον
μετέωρο μήνυμα διάλυσης
εστιάζεις αδέξια το φακό
να επιβεβαιώσεις την κίνηση

αποσύρομαι μην αναλωθώ
και καταργήσω την ύπαρξη
ως μνήμη και ως δυνατότητα

φευγαλέα γραφή
«υπάρχω»
μια συμβολική μορφή ύπαρξης
στο χρυσαφί των αθώων ονείρων σου

να με θυμάσαι

γ
Η ροή της ζωής μεταβολή ανεμπόδιστη κάθε στιγμή επανεγγραφή της ιστορίας μας μια νέα ερμηνεία του διαρκώς αυξανόμενου υλικού μας όλα εν ροή και μεταβαλλόμενα μόνο η εμπιστοσύνη στη σιωπή του νου δίνει κάθε φορά το καινούριο βήμα τη κατεύθυνση εγγραφή του αγνώστου στη γλώσσα που το μετασχηματίζει σε τόπο φανερό στο λαβύρινθο της συνείδησης ανάκληση του δυνατού και κατ’ ουσίαν αδύνατου να συντελεστεί αυτό που όντως συμβαίνει.





ΣΗΜΕΙΟ ΦΥΓΗΣ                                                                                                     

   (2010-2011)

                                                                        
                                       Στη μητέρα μου


Καλοκαιρινό πρωινό
η πόλη κρύβεται στην καταχνιά
ο άγγελος αποκοιμήθηκε στη σκάλα
κουράστηκε να περιμένει
την ιδεατή μεταμόρφωση

η αναχώρηση έχει πλέον ολοκληρωθεί
                                                                                
εμέ δε χλωρόν δέος ήρει                  

τα πρόσωπα της ζωής σου ξεθωριάζουν
μορφές διάφανες αλλοτινών καιρών
σήμερα ερωτηματικά
χωρίς απάντηση

μισο-ειπωμένες αφηγήσεις
ιστορίες μετέωρες
γυρεύουν μορφή
να καθρεφτιστούν εντός της
να πιστέψουν πως υπήρξαν

στα νούφαρα του πρωινού ονείρου
γλιστρά ο χρόνος
στου φωτός τα χρώματα
αποκαλύπτεται κι αίφνης
διαγράφεται μεμιάς

λοξοδρομούν οι ερμηνείες
τα αδιάκριτα βλέμματα
εμμένουν στις προφάνειες του εαυτού
κάθε προσωπική ιστορία πολύπλοκη
εκεί που την αντιλαμβάνεται η γλώσσα
εκεί τη χάνει

σπαραγμός του απλησίαστου
οι λέξεις γυρεύουν αδέξια να ζωγραφίσουν
ένα μετακινούμενο ίσκιο
παιχνίδι του φωτός

ό,τι αντιστέκεται στη ζωή
χρυσές κλωστές στη θάλασσα       
θα διαγράψει την τροχιά του
ίχνος κανένα                                                                                   

το άγνωστο παραμονεύει
ξεφεύγει
κι εσύ στο κατόπι του πάντα

σκιές φιλικές
του λόγου καλείς
να επιστρέψουν
να πάρεις επιτέλους θέση στη ζωή τους
οι λέξεις τους
εκμαγεία των δακρυσμένων ονείρων

κι όμως κι εσύ στις ίδιες λέξεις κολυμπάς
στις ίδιες λέξεις πνίγεσαι
ποίηση η εν δυνάμει γλώσσα
μέσα στη γλώσσα

πλανόδιοι ήχοι
συνθέτουν τους ρυθμούς
τις μελωδίες της σκέψης
αποδεσμεύουν  σκηνές του καθημερινού βίου
δίνουν του αγέρα αφή
να αγγίξει τα τοπία της αληθινής ζωής μας

ανοίγει το βήμα του ο χρόνος, ολοένα επιταχύνει
ο ένας μήνας σβήνει μέσα στον προηγούμενο
κι ο επόμενος είναι ήδη παρελθόν

η ενηλικίωση των στίχων μου
προκαλεί την αναμέτρηση
με το σήμερα


I.

Ψηλαφώ τους τοίχους
τα έπιπλα
η σκιά της
περιφερόταν μέσα στο σπίτι
χρόνια πολλά αγριεμένη
κι ύστερα παραδόθηκε
στο πείσμα του καιρού

αφιλόξενη εξαρχής για σένα
η πολιτεία της ομίχλης

η σκιά της γυναίκας
φάσμα πιο υπαρκτό
κι από την ύπαρξη.

τρεμοσβήνει
στροβιλίζεται
κρύβεται
απειλεί
κλυδωνίζεται

άγνωστη και σιωπηλή
μέχρι το τέλος

η σκιά της μητέρας
στα εξώφυλλα των βιβλίων
μέσα στις λέξεις
στα λευκά περιθώρια των σελίδων

η γαλάζια πόρτα έκλεισε
πίσω σου για πάντα
άφησε απέξω τη θάλασσα

δεν πήρε τίποτα μαζί της
μόνο μια αλλαξιά ρούχα
όπως τη μέρα που ήρθε στην υγρή πόλη
του θανάτου της

τα όνειρα άνοιξαν τα μυστικά τους
πλημμύρισαν οι τοίχοι φως
το σπίτι έγινε ουρανός
μικρά άστρα λαμπυρίζουν στους τοίχους

αιωρούμενα φύλλα διαπερατά σύννεφα
οι σκέψεις ανεξίτηλες
υπενθυμίζουν
την απουσία

δεν φοβάσαι απόψε το σούρουπο
κατοικείς επιτέλους στο όνειρο

αγάπη
το διαμπερές τραύμα μιας λέξης


II.

Έχεις καιρό να έρθεις
με τα μπαλωμένα ρούχα
να καθίσεις κάτω από τον ίσκιο της συκιάς
τα ζεστά μεσημέρια του Ιουλίου

έχεις καιρό να σχολιάσεις τα συμβαίνοντα εδώ
ίσως όμως η σιωπή σου να είναι το σχόλιο
της αδέξιας ζωής μου

ένα λοξό παραπέτασμα
χωρίζει το τοπίο στα δυο
αίσθηση αστάθειας και ιλίγγου

το σώμα της μητέρας
-τα μέλη της κλαράκια ξεραμένα-
κάμπτεται, λυγίζει, διπλώνει στα δύο
η στέγη, η τροφή, η θαλπωρή
διαβρώνεται από τις ακτίνες του χρόνου
φεύγει, θέλει να φύγει
συνομιλεί με άλλους πια
-ίσως μαζί σου-
αρνείται εμένα
                                                                                                                           ρωγμές απώλειας
ρωγμές συναίρεσης

πυρπολείται η σκέψη της
των αναμνήσεων πυροτεχνήματα

λέξεις που έχει καταπιεί
αισθήματα παγιδευμένα

λέξεις αδέσποτες
απ’ του χρόνου τα περάσματα
σπαρμένες
επικλήσεις, ονόματα
«το παιδί, το παιδάκι κρατώ στην αγκαλιά μου
προσοχή, μην ξυπνήσει το αγοράκι»

νανούρισμα χορός των άστρων
λεπτές διασταυρούμενες τροχιές
στίχοι μια λησμονημένη μελωδία
κάτω από τα παράθυρα του τέλους
το ακορντεόν ανοίγει τα φτερά του
η ψυχή να πετάξει

Ο άνθρωπος είναι ο χρόνος
Ο χρόνος είναι ο άνθρωπος

«ζωή…ανάσα… ζω…ή 
αν…ά…α »

στα σπήλαια της εσωτερικής νύχτας
το γαλάζιο απλώνεται στους τοίχους
μικρές οπές, μαύρες κηλίδες, ουρές φωτός
διασχίζουν την επιφάνεια της συνείδησης
ανατέλλουν μορφές αγαπημένες σιωπηλές
πάει να τις αγγίξει απομακρύνονται
η απελπισία της κραυγής της
συντρίβει κάθε λεπτό τις αισθήσεις μου

κι ένας κύκλος κόκκινος
εμποδίζει να χαθούμε στο άπειρο

το δέρμα δεν βλέπει πια
νησίδες σκοτεινές ανάγλυφες
συσκοτίζουν την όρασή του

το σώμα χαράζεται κόκκινες γραμμές
φλεγμαίνουσες επιφάνειες αιμορραγούν
το σώμα σήπεται  αποσυντίθεται

μια πεταλούδα αναζητά
το δρόμο να πετάξει στο φεγγάρι

κι εσύ για όλα αυτά σιωπάς
απόμακρος, αμέτοχος
η πέτρα έφυγε από σταθερό σίγουρο χέρι
τρομαγμένο το πουλί αβέβαιο
δεν ξέρει πού πετάει


IV.

Κυνηγάμε το φεγγάρι το πλοίο φεύγει
η αναμέτρηση σιμώνει

το λάφυρο του μισεμού σου
επιστρέφει ν’ αναζητήσει τα ίχνη σου

εγώ αντί για σένα
θα περάσω το κατώφλι του σπιτιού
να ψηλαφήσω το σημάδι της σφαίρας
ο παγωμένος χρόνος να δακρύσει

δρόμοι στα κύματα
γραμμές της μοίρας
στην ώρα τους όλα                                                                     
μισόγιομο φεγγάρι
τιμόνι θυέλλης
                                                                        
μια στιγμή μια ελάχιστη πνοή χρόνου
κι όλα τα σενάρια ανατρέπονται
ο ενδόμυχος χάρτης έχει ήδη σχεδιάσει τη διαδρομή
κι όμως ο έλεγχος χάνεται
το έδαφος υποχωρεί
κι είσαι αλλού για κάποιο λόγο
που ίσως να μην τον ανακαλύψεις ποτέ
συνεχίζεις την αλυσίδα
γυρίζεις γύρω από το ίδιο σημείο
αναζητάς την έξοδο

χωρίς εσένα τίποτα δεν προχωρά
η ευλογία της ζωής διαχέεται στο σύμπαν
                                                                         
γκρίζες πέτρες και καφετιές
στου νερού το διάφανο σεντόνι
το δέντρο γέρνει να κοιμηθεί
τον ύπνο σου να ταξιδέψει
εκεί που λύθηκαν τα γόνατά μου
εκεί που το κλειδί χάθηκε
κι εγώ παίζοντας τη νιότη μου στα ζάρια
το γύρευα στις πιο απίθανες κρυψώνες
του καλογυμνασμένου νου
δεν κοίταξα ποτέ τα μάτια σου
να μου το φανερώσουν

να σε τυλίγει το φεγγαρόφωτο σφιχτά
σαν ν’ αγκαλιάζεις τη μοίρα σου
                                                                               
το χωριό χαμένο στις ελιές
ταπεινά αναπαύεται το μεσημέρι
ωστόσο βαθιά από το χώμα
έρχονται ίσκιοι μακρινοί
-χορός  ιερατικός ενός σύγχρονου δράματος-
να αφηγηθούν την ιστορία τους

ο ήχος του νερού
από τη στάμνα
μετράει τις στιγμές
οι συλλαβές του αργαλειού σου
σχήματα ακατανόητα

οι λευκές ίριδες του κήπου
ανοίγουν ένα ήσυχο μονοπάτι
από την ευωδιά τους γεννιούνται λέξεις
οδοιπόροι του πουθενά και του απείρου

στην ευωδιά της αρμπαρόριζας εσύ
η χάρη σου στη γεύση του κυδωνιού
στου πηγαδιού τη σιωπή
η σιωπή σου

στην αφή του βοριά αντραλίζομαι
στον ήχο της ροδιάς μερώνω
προσμένω ένα νεύμα σου μυστικό
να διασώσω  τα ανείπωτα

στο δακρυσμένο βλέμμα
μιας νεαρής γυναίκας
θωρώ το παράπονό σου
την αντανάκλαση της συγγνώμης μου
σου μιλώ και τα λόγια μου δεν έχουν ήχο

τα μενεξεδένια βουνά της πατρίδας σου
δίνουν χρώμα στην καταχνιά του θέρους
ύπνος γλυκός στη μυθική αγκαλιά της μητέρας
η έσχατη παραμυθία

ο μοβ κρύσταλλος
ανασαίνει τη γαλήνη


«Χίλια παραπονέματα στα χείλια μου γραμμένα
Μα δεν μπορώ να σου τα πω μόνο να πιάσω πένα».




Δε μιλάς στο χαρτί
η στιγμή καταγράφεται
κι ευθύς διαλύεται
σε άδηλο χρόνο
τα βλέμματα των άλλων υπαγορεύουν
επιβάλλουν ενίοτε ερμηνείες  αλλότριες

η λέξη μια δόνηση
ο στίχος μια μικρή ρωγμή
ο λόγος δείχνει

ο αντίλαλος των λέξεων
η δική τους αλήθεια
η δική σου
των άλλων οι αλήθειες
γλιστρούν ελίσσονται
διαλύονται και ξανασμίγουν

η άηχη φωνή του είναι
ταράζει τη σιωπή
μηνύματα του αγνώστου
ανέλπιστα οικεία
και την ίδια στιγμή μυστηριώδη

η ζωή στη διαύγεια
όπως όταν το φως του απογεύματος
πέφτει εαρινό στα φύλλα του πλατάνου
μια λάμψη απόκοσμη και τόσο αληθινή
σαν να βλέπεις από μέσα το σώμα σου
η ροή της ζωής
μια χαραμάδα στη συνείδηση
η γαλήνη

τα ανεπαίσθητα θαύματα που σε μαγεύουν

άνοιξε τα μάτια
δώσε χρόνο στο βλέμμα
να κοιτάξει το λουλούδι που ανασαίνει
                                                                                     
πίσω από τις λέξεις
ένα άχρονο υποκείμενο αφανές
υπαγορεύει ρήσεις, εικόνες, αισθήσεις

το μυστήριο του κόσμου
στα σπήλαια της ενδόμυχης νύχτας
η παγωμένη αγάπη
σχηματίζει διάφανα κοράλλια
δαιδαλώδεις σταλακτίτες
πολύπλοκα έργα του χρόνου

άδακρυς λόγος

το θήραμα εντός σου διαφεντεύει
ασύλληπτες από το νου
οι μυστικές συνδέσεις των πραγμάτων

δώσε μου λέξεις κοχύλια  της παιδικής μου θάλασσας
θροΐσματα  δέντρων
πέταξε της τελειότητας
τα μαύρα ρούχα
τα μυστικά σου ο άνεμος
πενθοφόρος  δε λησμονά
τα ξαναφέρνει πίσω σε μια αμέριμνη στιγμή

οι λέξεις
μεταμορφώνουν
στο βλέμμα σου το άγγιγμα της μέρας

δυσανάγνωστος κόσμος
η γλώσσα ομιλεί
συμπυκνώνει το αίνιγμα
τη μεταμόρφωση

στα χέρια σου κρατάς το όνειρο
εύθραυστο όπως πάντα
φόρεσέ το και βάδισε θαρρετά 

από αχαρτογράφητες περιοχές
από τα βάθη του χρόνου
έρχεται η ευχή της γυναίκας
μέσα στη ρευστότητα
να πάρει σάρκα και οστά
ο λόγος κι η κραυγή γίνονται μοίρα
                                                                                             
στα κελάρια τους ωριμάζουν οι ποιητές

το ποίημα επινοεί

το ποίημα επινοείται

κι ανάμεσα εσύ

αληθεύεις

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου